Alice Walker
Το Αφροαμερικανικό διήγημα.
Δημιουργήθηκε, όπως και οι υπόλοιπες Αφροαμερικανικές αφηγήσεις, στο πλαίσιο της δουλείας και του αγώνα για την κατάργησή της. Οι μαύροι συγγραφείς μόνο στον Βορά της χώρας μπορούσαν να δημοσιεύσουν (πρακτικά και να γράψουν) επειδή εκεί ήταν παράνομη η δουλειά. Αυτή βέβαια η "μονοθεματικότητα" δημιουργεί, εύλογο είναι, πάρα πολλούς περιορισμούς. Η πρόθεσή τους ήταν πάντοτε να ταράξουν, να προκαλέσουν, να πείσουν - όχι να διασκεδάσουν, όχι να κάνουν εξερεύνηση των ορίων της τέχνης ή της αισθητικής.
Κατά τον δέκατο ένατο αιώνα οι προ-λογοτεχνικές ρίζες του αφροαμερικανικού διηγήματος είναι μια πολύ πλούσια παράδοση προφορικών ιστοριών που ξεκινά από τις πρώτες μέρες της δουλείας. Αστείοι μύθοι με ζώα, ιστορίες με μάγους από την Αφρική, και με πρόσωπα που έκαναν ξόρκια, καθώς και ιστορίες με πολύ έξυπνους σκλάβους που κάνουν διάφορες απατεωνιές στους αφέντες τους. Κάτι αντίστοιχο έχουμε στην Ελλάδα, στον Καραγκιόζη. Είναι ιστορίες που επιβεβαιώνουν την εξυπνάδα και την προσαρμοστικότητα του σκλάβου, με κωμικό τρόπο, και εκτός από την ιστορική τους σήμερα σημασία έχουν αξία και επειδή χαρακτηρίζονται από εξαιρετική αφηγηματική νευρικότητα, ένταση, πολύ καλή αίσθηση της λεπτομέρειας, και κυρίως πολύ παραστατική αίσθηση φωνής, ύφους - διότι προφανώς είναι ειπωμένες σε τοπικές διαλέκτους. Κάποια στιγμή προς το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα τέτοιες αφηγήσεις άρχισαν να τις συλλέγουν ιστορικοί και λαογράφοι, φυσικά μόνο λευκοί. Φυσικά, σε κάποιες από αυτές τις συλλογές υπάρχει μια αίσθηση «πόσο καλύτερα ήταν τότε τα πράγματα – που τα όρια μεταξύ λευκών και μη λευκών ήταν πιο αυστηρά καθορισμένα».
Ένας από τους πρώτους μαύρους, και ίσως ο πρώτος εξέχων Αφροαμερικανός διηγηματογράφος, είναι ο Τσαρλς Γουάντελ Τσέσνατ. Το 1899 κυκλοφόρησε μια συλλογή με ιστορίες του που δημοσίευε σε περιοδικά και ήταν πολύ επιτυχημένες ως dialect stories, (ιστορίες διαλέκτου) – τότε περνιόταν ως λευκός. Δεν ήξεραν οι αναγνώστες του πως ήταν μαύρος. Μάλιστα επειδή ήταν κάπως της μόδας λευκοί να γράφουν ιστορίες νέγρικης γλώσσας, είχε την επιλογή να μην δηλώσει την ταυτότητά του. Διάλεξε όμως να το κάνει, ενώ οι επόμενες ιστορίες του ήταν πολύ πιο «αγωνιστικές» με αποτέλεσμα, ναι, να περιθωριοποιηθεί.
Οι ιστορίες του συχνά έχουν το σχήμα «ένας ευγενής και πολιτισμένος εργοδότης, που γράφει με τρόπο μορφωμένου, και που τον κοροϊδεύει ο υπάλληλος του, ο μαύρος». Ακολουθούν μια παράδοση αφηγηματική της οποίας εκπρόσωπος είναι ο Μαρκ Τουέιν – μέρος του χιούμορ είναι η σύγκρουσή των επιτηδευμένων αρχών της Ανατολικής Ακτής, με την πονηριά των περιοχών που αποτελούσαν τις νέες χώρες. Ο Τσέσνατ μεταγράφοντας αυτές τις προφορικές ιστορίες τις μετατρέπει σε καλοδουλεμένα και αρκετά ειρωνικά κείμενα. Αποτελεί είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας λογοτεχνικής ανταλλακτικής οικονομίας όπου κάθε μέρος δίνει κάτι στο άλλο – υπάρχει αμοιβαιότητα δηλαδή, αλλά δεν είναι ισότιμη. Όπου άνθρωποι που αντιπροσωπεύουν μειονότητες, παίρνουν ιστορίες από τον κόσμο τους και τις μεταφέρουν, τις «λένε» στο κυρίαρχο λευκό λογοτεχνικό κατεστημένο (τα μεγάλα περιοδικά, ίσως και τους δεκτικούς εκδοτικούς οίκους) με αντάλλαγμα έναν μικρό βαθμό αποδοχής από αυτό.
Επίσης, αυτή η διαδικασία είναι ακόμη ένα παράδειγμα του τρόπου που το διήγημα με την δεκτικότητα του προς την προφορικότητα, το γεγονός πως «χωρούσε» σε περιοδικά, που τότε ήταν το πολύ διαδεδομένο μέσο μαζικής ενημέρωσης αλλά και ψυχαγωγίας, και την κινητικότητά του και στα θέματα και στις προσεγγίσεις, ήταν εξαιρετικό ως μέσο επικοινωνίας ανάμεσα σε διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες. Αυτή η μεσολάβηση του διηγήματος δεν δημιουργεί προφανώς μια ισότιμη ανταλλαγή αλλά τουλάχιστον προωθεί την αμοιβαία κατανόηση και κυρίως την αναγνώριση ότι όλοι είμαστε λίγο πολύ άνθρωποι - ανεξάρτητα από χρώμα δέρματος και καταγωγή.
Στην μαύρη λογοτεχνική ιστορία έπαιξαν σημαντικό ρόλο κάποια περιοδικά που είχαν πολύ μεγάλη κυκλοφορία και συνέβαλαν στην ορατότητα μαύρων συγγραφέων – επίσης και κάποιες ανθολογίες είχαν κομβική σημασία. Όλα αυτά δημιούργησαν ένα σημαντικό λογοτεχνικό κίνημα, την Αναγέννηση του Χάρλεμ, που είναι η ονομασία για μια άνθηση, την πρώτη, των μαύρων Αμερικανών συγγραφέων – επίκεντρο της, η δεκαετία του 1920.
Αν και είναι κωδική αυτή η ονομασία (κάποιοι βρίσκονταν σε άλλα μέρη, κάποιο έγραψαν σε άλλον χρόνο) όλα τα μέλη της ήταν μαύροι και είχαν μια κοινή θεματολογία που μπορούμε να την συνοψίσουμε πολύ αδρά στα εξής:
Για όποιον ενδιαφέρεται, από εκείνη την περίοδο να πούμε ότι η συλλογή του Τζιν Τούμερ με τίτλο Cane θεωρείται η πιο σημαντική συλλογή Αφροαμερικανικών διηγημάτων. Είναι το πρώτο έργο που θαυμάστηκε για την μορφικές του πρωτοπορίες, για τις καλλιτεχνικές του αρετές, παρά για την απελευθερωτική του προθετικότητα.
Επόμενο κομβικό σημείο, και εντυπωσιακό κατά την άποψή μου: ο Λάνγκστον Χιουζ, μεγάλος ποιητής Αμερικανός, που το 1943 ξεκινά να γράφει μια στήλη στην εφημερίδα Chicago Defender. Η εφημερίδα ήταν μια από τις επίσημες εφημερίδες της μαύρης κοινότητας, με τεράστια κυκλοφορία. Για δύο δεκαετίες ο Χιουζ γράφει κάθε εβδομάδα μια «Απλή Ιστορία» η οποία διαβάζεται σε μπαρ, σε κουρεία, σε κομμωτήρια, σε σχολεία… παντού στις αφροαμερικανικές κοινότητες. Αυτό δημιουργεί για πρώτη φορά ένα καλλιτεχνικό παράδειγμα αφήγησης που αργότερα το είδαμε σε διάφορα τηλεοπτικά sitcoms: ένας κεντρικός χαρακτήρας που αλληλεπιδρά με διάφορες χαρακτηριστικές φιγούρες στην γειτονιά.
Την ίδια εποχή έχουμε ακόμη δύο μεγάλα ονόματα, που λειτουργούσαν αντιθετικά. Την Ζόρα Νιλ Χάρτσον και τον Ρίτσαρντ Ράιτ. Η πρώτη έχει στοιχεία εθνογραφίας και ηθογραφίας – θέλει να αποτυπώσει πως είναι ο "μαύρος κόσμος". Ο δεύτερος είναι πολύ αγωνιστικός και πολύ οργισμένος - θέλει να φέρει τον νέο κόσμο, να γκρεμίζει τον παλιό.
Στην δεκαετία του 1950 έχουμε κάποια μνημειώδη έργα της Αφροαμερικανικής λογοτεχνίας, όμως τα περισσότερα είναι μυθιστορήματα. Ο Μπόλντουιν είναι ο μόνος που δημοσιεύει διηγήματα που στέκονται ισάξια δίπλα σε αυτά τα μεγαλύτερα έργα, ενώ κάποιοι άλλοι είναι πιο «αποσπασματικοί».
Στις δεκαετίας του 1960 και του 1970, έχουμε την περίοδο του Κινήματος των Μαύρων Τεχνών, όπου υπάρχει πια μεγάλη άνθηση και στην λογοτεχνία. Αρχίζει και υπάρχει ποικιλομορφία και στο στιλ, και στην προοπτική, και στο ύφος, και στις τεχνικές. Ταυτόχρονα κάποια περιοδικά δημοσιεύουν τακτικά πολλές καλές νέες φωνές. Ωστόσο, εκείνη η περίοδος χαρακτηρίζεται και από μια παραδοξότητα. Οι λογοτεχνικοί κριτικοί και ακαδημαϊκοί έχουν παραμελήσει πάρα πολλούς σημαντικούς συγγραφείς – ίσως επειδή οι μαύροι λόγοι, των πολιτικών και των ακτιβιστών, ήταν πολύ στο προσκήνιο και έκλεψαν την παράσταση από την μυθοπλασία.
Τότε εμφανίζεται στο προσκήνιο η Alice Walker. Από εκείνη την δεκαετία αξίζει να αναφέρουμε τον Τζέις Άλαν ΜακΦέρσον του οποίου το Elbow Room πήρε βραβείο Πούλιτζερ το 1978 – θεωρείται μια από τις σημαντικότερες Αμερικανικές συλλογές διηγημάτων.
Η δεκαετία του 1980 ήταν πιο ήρεμη περίοδος. Δεν υπάρχει μεγάλη και χαοτική, ποικιλόμορφη, και γεμάτη ιδέες, ένταση και πειραματισμό παραγωγή, αλλά υπάρχει μεγάλη αναγνώριση. Η Toni Morrison, που είναι ίσως η πιο κατεστημένη από τις Αμερικανίδες συγγραφείς, και βέβαια η Alice Walker. Η Τόνι, συνετέλεσε, με τον ρόλο της ως επιμελήτρια σε μεγάλο εκδοτικό οίκο, να διαδοθούν και να καθιερωθούν πολλοί Αφροαμερικανοί συγγραφείς.
Εκείνη την εποχή πια, αυτό που λέμε blackness αρχίζει και αποδεσμεύεται από συγκεκριμένες θεάσεις, φωνές, προοπτικές, εμπειρίες, θεματολογίες. Αρχίζει δηλαδή το κοινωνικό και υπαναχωρεί, οι ιστορίες γίνονται πιο προσωπικές, ενώ ταυτόχρονα οι μαύροι συγγραφείς εξερευνούν και πιο πειραματικές και ρηξικέλευθες μεθόδους αφήγησης.
Alice Walker
Η Αλις Γουόκερ γεννήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου του 1944 στο Ιτοντόν της Τζώρτζια, στον βαθύ Αμερικανικό νότο. Η σνισότητα σε στατιστικό δεδομένο: Για κάθε 10 δολάρια που ξοδεύονταν από τις αρχές της πολιτείας για ένα λευκό παιδί, ξοδεύονταν 2 για ένα μαύρο. Οι γονείς της, όπως και στην περίπτωση πολλών χαρακτήρων της, ήταν κολιγάδες. Είχε 7 αδέλφια, μεγαλύτερα. Εκείνη την εποχή τα παιδιά της κοινωνικής τάξης και της φυλής της κατά κανόνα έβγαιναν νωρίς στην δουλειά και βοηθούσαν στα χωράφια, με ότι συνέπειες μπορεί να είχε αυτό για τις σχολικές τους επιδόσεις, ή ακόμη ακόμη και για την ίδια την εγγραφή τους στο σχολείο. Η μαμά της, η Μίνι Ταλούλα, που ήταν καμαριέρα σε πλούσιους λευκούς, όταν ήταν ακόμη 4 ετών την έγραψε στο σχολείο, στην πρώτη τάξη, για να την γλιτώσει από αυτό ακριβώς. Το μικρό κορίτσι αποδείχτηκε πολύ ικανό και ταλαντούχο με τα γράμματα, από πολύ νωρίς.
Όταν ήταν οκτώ ετών έπαιζε με κάποια αδέλφια της με ένα αεροβόλο όπλο. Μια βολή την χτύπησε στο δεξί μάτι, πάνω από το οποίο δημιουργήθηκε ιστός ουλή, που την εμπόδιζε να δει. Ενώ πριν λοιπόν ήταν ένα όμορφο, ζωντανό και ομιλητικό παιδάκι, ξαφνικά, ο τραυματισμός και η πολύ εμφανής ουλή άλλαξαν ριζικά την προσωπικότητά της. Άρχισε να ντρέπεται για την εμφάνισή της, και αποσύρθηκε στην δική της πραγματικότητα. Επειδή όμως η μαμά είχε κάνει καλά την δουλειά της, αυτή η πραγματικότητα ήταν γεμάτη βιβλία και πολύ διάβασμα - καθώς και γράψιμο. Μιας και ζούσε σε ένα σπίτι με ακόμη εννιά άτομα απομονωνόταν και έγραφε κάτω από ένα δέντρο, χειμώνα - καλοκαίρι.
Αν και τα σχολεία που πήγε ήταν μόνο για μαύρους, άρα και κατώτερα σε σχέση με τα σχολεία για λευκούς (10 προς 2 δολάρια, θυμηθείτε), είχε, όπως λέει η ίδια, εξαιρετικούς δασκάλους, που «την ενθάρρυναν να πιστέψει ότι ο κόσμος που φανταζόταν και που ονειρευόταν υπήρχε πραγματικά». Και παρά την φτώχεια, η κοινότητα ήταν πολύ υποστηρικτική – ενώ η μητέρα της έλεγε, με όλους τους τρόπους «μπορείς να επιλέξεις την ταυτότητά σου».
Στα δεκατέσσερά της πήγε σε έναν καλό γιατρό, ο οποίος αφαίρεσε την ουλή και αποκατέστησε την όρασή της. Η έφηβη Άλις επανάκτησε κατά κάποιον τρόπο την αυτοπεποίθησή της. Ωστόσο η ίδια έχει πει ότι τα χρόνια που πέρασε σχετικά απομονωμένη είχαν σαν αποτέλεσμα να «μάθει να έχει ενσυναίσθηση και μια αίσθηση συγγένειας με τους άλλους, αυτούς που θεωρούσε πως ήταν για κάποιον λόγο δοκιμασμένοι και βασανισμένοι». Επιπλέον εκείνο το διάστημα ανέπτυξε τις ικανότητές της στην σιωπηλή παρατήρηση, ίσως μια από τις κομβικές συγγραφικές ιδιότητες.
Ήταν εξαιρετική μαθήτρια και βασίλισσα του χορού στην χρονιά της, η καλύτερη στο σχολείο – μόνο για μαύρους – και έτσι κέρδισε μια υποτροφία για ένα φυλετικά διαχωρισμένο πανεπιστήμιο στην Ατλάντα, την πρωτεύουσα την πολιτείας. Εκεί βίωσε για πρώτη φορά μιας άλλης μορφή ρατσισμό, τον θεσμοθετημένο, τον πιο άγριο. Λέει κάτι πολύ ενδιαφέρον, το 2013. Μπήκε σε ένα λεωφορείο και κάθισε στην ελεύθερη μπροστινή θέση: «με διέταξαν να καθίσω αμέσως στο πίσω μέρος του λεωφορείου επειδή μια λευκή διαμαρτυρήθηκε στον οδηγό, που ήταν και εκείνος λευκός… έγραφα ποίηση από τα εννιά μου, αλλά εκείνο το γεγονός, στο λεωφορείο, με έκανε να καταλάβω πως ποτέ δεν θα είχα την πολυτέλεια μόνο να γράφω ποίηση – και ότι για να αποκτήσω αρκετή ελευθερία ώστε να γράψω, οτιδήποτε, θα έπρεπε να είμαι και πολιτικά ενεργή μέσω της γραφής.»
Έμεινε δύο χρόνια στην Ατλάντα, στο Σπίλμαν Κόλετζ, πήρε ακόμη καλύτερη υποτροφία, για το Σάρα Λόρενς Κόλετζ στην Νέα Υόρκη, από όπου αποφοίτησε το 1965. Είμαστε στην κορύφωση του civil rights movement. Η ίδια είναι πολύ ενεργή στο κίνημα και διακρίνεται. Παίρνει μέρος σε διεθνή φεστιβάλ και συνέδρια, την καλούν να επισκεφθεί και να γνωρίσει τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στο ίδιο του το σπίτι, συμμετέχει στην «Πορεία προς την Ουάσιγκτον για δουλειά και ελευθερία», είναι πολύ επιτυχημένη ως απογραφέας ψηφοφόρων για τις εκλογές, και παράλληλα εργάζεται σε υπηρεσίες πρόνοιας. Την ίδια χρονιά (1965) δημοσιεύει και το πρώτο της διήγημα, το οποίο το 1967 μπαίνει σε μια ανθολογία που είχε επιμεληθεί ο Λάνγκστον Χιουζ. Τίτλος του «To Hell with dying». Αποκτά όλο και περισσότερο «ταξική» συνείδηση, έχει περάσει και έναν χρόνο στην Αφρική, την ήπειρο – ρίζα του λαού της, και το 1968 παντρεύεται έναν δικηγόρο που ασχολείτο με τα πολιτικά δικαιώματα.
Μετακομίζουν στο Μισισιπή, πολιτεία πολύ βουτηγμένη ακόμη στην οπτική του ρατσισμού, όπου είναι "παράνομο" ζευγάρι μιας και οι διαφυλετικοί γάμοι απαγορεύονται – ο σύζυγός της ο Μέλβιν Λέβενθαλ είναι λευκός, και Εβραίος. Εργάζεται ως ιστορικός σε ένα πρόγραμμα που έχει στόχο να βοηθήσει τα μη προνομιούχα, κατά κανόνα μαύρα παιδιά, να έχουν καλύτερες επιδόσεις στο σχολείο. Το 1969 κάνει μια κόρη. Όλα αυτά τα χρόνια δημοσιεύει διάφορα κείμενα – ποίηση, μυθοπλασία, αλλά και άρθρα σε περιοδικά.
Το 1968 κυκλοφορεί η πρώτη της ποιητική συλλογή, Once. Όλη την δεκαετία του 1970 διδάσκει και γράφει. Εργάζεται σε μεγάλα πανεπιστήμια, όχι μόνο στον νότο αλλά και στην Μασαχουσέτη. Ως ακαδημαϊκός είναι εξαιρετικά επιτυχημένη – δύο είναι τα μεγάλα της επιτεύγματα. Πρώτον ότι ήταν η πρώτη που δίδαξε μάθημα ολοκληρωμένο για τις Αφροαμερικανίδες συγγραφείς. Επίσης, της πιστώνεται ότι συνέβαλε αποφασιστικά στην πολύ μετά θάνατον αναγνώριση μιας από τις σημαντικότερες Αφροαμερικάνες συγγραφείς, αλλά και γενικά των ΗΠΑ, της Ζόρα Νιλ Χάρστον – με ένα ανθολόγιο, που επιμελήθηκε το 1979. Μάλιστα ο Χάρολντ Μπλουμ, σε μια σειρά από μονογραφίες που είχε επιμεληθεί, και στην οποία περιλαμβάνεται και μία για την Alice Walker, θεωρεί ότι η συμβολή της στην προώθηση και ανάδειξη της Χάρστον είναι ίσως η πιο μεγάλη της λογοτεχνική συνεισφορά.
Είναι πολυβραβευμένη, έχει πάρει το βραβείο O Henry, για την ιστορία της με τίτλο Kindred Spirits από την τρίτη συλλογή διηγημάτων της, το The Way Forward Is With a Broken Heart (2000). Η μεγάλη της επιτυχία είναι βέβαια το μυθιστόρημα Πορφυρό Χρώμα. Χαρακτηριστικό της επιτυχίας του είναι πως το σκηνοθέτησε ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, μόλις 5 χρόνια μετά τα Σαγόνια Του Καρχαρία και 3 μετά τον ΕΤ. Είναι βιβλίο που κέρδισε και το Εθνικό βραβείο βιβλίου, αλλά και το Πούλιτζερ. Δέχτηκε όμως και πολύ σκληρή κριτική, κυρίως από μαύρους. Λένε ότι στην πραγματικότητα δαιμονοποιεί τους Αφροαμερικάνους άντρες. Εκτός από αυτό, από τα μυθιστορήματά της πολύ καλές κριτικές συγκεντρώνει και το Meridian (1976), πολλοί υποστηρίζουν πως είναι το ένα της μυθιστόρημα που οφείλει κανείς να διαβάσει.
Αναφέρει ως επιρροές φυσικά την Χάρστον, τον άλλο συγγραφέα της Αναγέννησης του Χάρλεμ τον Τζιν Τούμερ, την μεγάλη ποιήτρια Gwendolyn Elizabeth Brooks, ισάξια αν και όχι το ίδιο αναγνωρισμένη με την Μάγια Αγγέλου, αλλά και την άλλη συγγραφέα από την Τζώρτζια, την Φλάνερυ Ο Κόνορ.
Ο ακτιβισμός της
Η επιτυχία του Πορφυρού Χρώματος θα μπορούσε να την είχε κάνει να ζει μια ήσυχη, ασφαλή ζωή, να εκδίδει βιβλία και όποτε θέλει να κάνει χαλαρές παρεμβάσεις. Αντίθετα, εκείνη είναι σχεδόν σαν να έστρεψε έκτοτε την ζωή της αλλού. Είχε ισχυρή δράση εναντίον του απαρτχάιντ, των πολέμων στο Ιράκ, της κλειτοριδεκτομής, που ακόμη συνεχίζεται ως πρακτική σε διάφορες χώρες, ειδικά στην Αφρική, καθώς και της Ισραηλινής κατοχής στην Παλαιστίνη. Μάλιστα αρνήθηκε να επιτρέψει την δημοσίευση του Πορφυρού Χρώματος στο Ισραήλ. Έχει δεχτεί κριτική για τις θέσεις της και την μαχητικότητά της, αλλά ας θυμηθούμε την άποψη ότι ο σωστός διανοούμενος πρέπει να είναι μύγα που τσιμπά τα καπούλια του αλόγου. Είναι επίσης δραστήρια φεμινίστρια, έχει επινοήσει έναν όρο, την αφροαμερικανική εκδοχή του φεμινισμού, που ονομάζει womanism. Η ίδια δηλώνει "ο ακτιβισμός μου - πολιτισμικός, πολιτικός, πνευματικός - είναι ριζωμένος στην αγάπη μου για την φύση και την απόλαυση που μου δίνουν τα ανθρώπινα όντα".
Σήμερα ζει στην βόρεια Καλιφόρνια, περιοχή για προνομιούχους – έχει site που είναι αρκετά ζωντανό, γράφει η ίδια. Έχει χωρίσει από το 1977 από τον άντρα της, την δεκαετία του 1980 είχε σχέση με την φολκ τραγουδίστρια Tracy Chapman. Μιλάει πολύ για δεκτικότητα στο μυστήριο της ζωής, χαρακτηρίζει τον εαυτό της «πιστό της γης», θεωρεί πως o πλανήτης μας έχει μια έμφυτη ιερότητα, και την ενδιαφέρουν πολύ οι παραδοσιακές θρησκείες των γηγενών Αμερικανών και της Αφρικής.
Τα διηγήματά της
H πρώτη της συλλογή είναι το In Love & Trouble: Stories of Black Women (1973). Οι δεκατρείς ιστορίες του τόμου έχουν πρωταγωνίστριες μαύρες γυναίκες, φτωχές, ίσως και λίγο περιθωριοποιημένες, όπως όλες οι μαύρες, που προσπαθούν να υπερβούν τους πολύ στενούς ορισμούς και περιορισμούς που τους επιβάλλει η κοινωνία – κυρίως σε ότι αφορά την ευφυία τους και τις αρετές τους. Βρίσκονται αντιμέτωπες με διλλήματα που πηγάζουν από την θέση τους και την σύγκρουσή της με τα όνειρα και τις φιλοφοξίες τους. Η αγάπη και τα προβλήματα του τίτλους είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος – η συλλογή, που λειτουργεί αρκετά με δίπολα, επιβεβαιώνει πως κάθε είδους αγάπη που αισθάνεται μια γυναίκα μαύρη ενέχει και κάποιου είδους οδύνη. Υφολογικά, υπάρχει εναλλαγή από την ρεαλιστική γραφή στον κάπως ποιητικό λόγο. Αλλά και το λυρικό συχνά εναλλάσσεται και εμπλουτίζεται με το «κοινωνιολογικό». Θεματικά, έχουμε ιστορίες για την αγάπη στο πλαίσιο του γάμου, για την γονεϊκή αγάπη, φυσικά για την σύγκρουση του λευκού με τον μαύρο κόσμο, έπειτα έχουμε την θρησκευτική πίστη, και τέλος έχουμε και κάποιες ιστορίες μύησης.
Η δεύτερη συλλογή είναι το You Can’t Keep A Good Woman Down (1982). Εδώ οι ηρωίδες της Walker έχουν κατορθώσει μια πρώτη και πολύ σημαντική απελευθερώση. Δεν ζουν στον άγριο και περιοριστικό νότο, αποκλεισμένες, βρίσκονται στον ελεύθερο βορά, είναι καλλιτέχνες, συγγραφείς, φοιτήτριες. Αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της γυναικείας ταυτότητας περισσότερο, παρά της μαύρης: εξαναγκάζονται ή επιλέγουν οι ίδιες να κάνουν αμβλώσεις, έχουν συντρόφους που είναι εθισμένοι την πορνογραφία, πρέπει να χειριστούν τον θάνατο του πατέρα, ή κουβεντιάζουν το στερεότυπο του μαύρου άντρα που βιάζει λευκές γυναίκες… Και βέβαια, συχνά βρίσκονται εγκλωβισμένες στις προκαταλήψεις που έχουν οι λευκοί για τις ίδιες. Πρόκειται για διηγήματα που αναδύθηκαν από την δεκαετία του γράφτηκαν, του 1970 – σε αντίθεση με την πρώτη συλλογή που πηγάζει από την διαχρονικότερη μαύρη πραγματικότητα - με τα σεξουαλικά, φυλετικά και πολιτικά ζητήματα που κυριαρχούσαν στον κοινωνικό διάλογο.
Αυτές οι δύο κυκλοφορούν μαζί σε έναν τόμο. Τέλος, η τρίτη της συλλογή The Way Forward Is With A Broken Heart (2000) είναι λιγότερο έμμεσα αυτοβιογραφική. Κεντρική ηρωίδα είναι μια γυναίκα που μετά από ένα δύσκολο διαζύγιο ανακαλύπτει έναν άλλον κόσμο, με περιορισμούς αλλά και με εκπλήξεις, που τελικά την οδηγούν να τον αγαπήσει.
Η Alice Walker δεν είναι εκτενώς μεταφρασμένη στα ελληνικά, εκτός από ένα διήγημά της που αποτελεί το τεύχος 40 του περιοδικού Μπιλιέτο - τίτλος του "Καθημερινής Χρήσης", μεταφρασμένο από την Βάνια Σύρμου-Βεκρή - που κυκλοφόρησε το 2004. Το μυθιστόρημα Πορφυρό Χρώμα έχει επίσης εκδοθεί, αλλά είναι εξαντλημένο.
Η Alice Walker με το έργο της κατέγραψε με μεγάλη ακρίβεια, ευαισθησία και διεισδυτικότητα την Αφροαμερικανική κουλτούρα, σε μια σημαντική και μεταιχμιακή περίοδό της. Η φεμινιστική της οπτική, σε συνδυασμό με την ισχυρή φυλετική αλλά και ταξική συνείδησή της, την καθιστούν μια από τις λογοτεχνικές φωνές του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα που όχι μόνο αποτύπωσαν την ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα, αλλά συνέβαλαν και στην βελτίωσή της. Το έργο της είναι ορισμένες στιγμές άνισο, κάτι που όμως είναι εύλογο, αν σκεφτούμε την ευρύτητα των ειδών που ασχολείται (ποίηση, μυθοπλασία, non fiction) καθώς και το μέγεθος του. Η ευρεία αναγνώρισή της είναι όχι μόνο δικαιολογημένη αλλά και ελπιδοφόρα.
Links
Η σελίδα της στο Poetry Foundation, με την εργογραφία της.
Το επίσημο site της.
Η ιστορία της To Hell With Dying, από τις πλέον ανθολογημένες της μαύρης διηγηματογραφίας.
Δημιουργήθηκε, όπως και οι υπόλοιπες Αφροαμερικανικές αφηγήσεις, στο πλαίσιο της δουλείας και του αγώνα για την κατάργησή της. Οι μαύροι συγγραφείς μόνο στον Βορά της χώρας μπορούσαν να δημοσιεύσουν (πρακτικά και να γράψουν) επειδή εκεί ήταν παράνομη η δουλειά. Αυτή βέβαια η "μονοθεματικότητα" δημιουργεί, εύλογο είναι, πάρα πολλούς περιορισμούς. Η πρόθεσή τους ήταν πάντοτε να ταράξουν, να προκαλέσουν, να πείσουν - όχι να διασκεδάσουν, όχι να κάνουν εξερεύνηση των ορίων της τέχνης ή της αισθητικής.
Κατά τον δέκατο ένατο αιώνα οι προ-λογοτεχνικές ρίζες του αφροαμερικανικού διηγήματος είναι μια πολύ πλούσια παράδοση προφορικών ιστοριών που ξεκινά από τις πρώτες μέρες της δουλείας. Αστείοι μύθοι με ζώα, ιστορίες με μάγους από την Αφρική, και με πρόσωπα που έκαναν ξόρκια, καθώς και ιστορίες με πολύ έξυπνους σκλάβους που κάνουν διάφορες απατεωνιές στους αφέντες τους. Κάτι αντίστοιχο έχουμε στην Ελλάδα, στον Καραγκιόζη. Είναι ιστορίες που επιβεβαιώνουν την εξυπνάδα και την προσαρμοστικότητα του σκλάβου, με κωμικό τρόπο, και εκτός από την ιστορική τους σήμερα σημασία έχουν αξία και επειδή χαρακτηρίζονται από εξαιρετική αφηγηματική νευρικότητα, ένταση, πολύ καλή αίσθηση της λεπτομέρειας, και κυρίως πολύ παραστατική αίσθηση φωνής, ύφους - διότι προφανώς είναι ειπωμένες σε τοπικές διαλέκτους. Κάποια στιγμή προς το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα τέτοιες αφηγήσεις άρχισαν να τις συλλέγουν ιστορικοί και λαογράφοι, φυσικά μόνο λευκοί. Φυσικά, σε κάποιες από αυτές τις συλλογές υπάρχει μια αίσθηση «πόσο καλύτερα ήταν τότε τα πράγματα – που τα όρια μεταξύ λευκών και μη λευκών ήταν πιο αυστηρά καθορισμένα».
Ένας από τους πρώτους μαύρους, και ίσως ο πρώτος εξέχων Αφροαμερικανός διηγηματογράφος, είναι ο Τσαρλς Γουάντελ Τσέσνατ. Το 1899 κυκλοφόρησε μια συλλογή με ιστορίες του που δημοσίευε σε περιοδικά και ήταν πολύ επιτυχημένες ως dialect stories, (ιστορίες διαλέκτου) – τότε περνιόταν ως λευκός. Δεν ήξεραν οι αναγνώστες του πως ήταν μαύρος. Μάλιστα επειδή ήταν κάπως της μόδας λευκοί να γράφουν ιστορίες νέγρικης γλώσσας, είχε την επιλογή να μην δηλώσει την ταυτότητά του. Διάλεξε όμως να το κάνει, ενώ οι επόμενες ιστορίες του ήταν πολύ πιο «αγωνιστικές» με αποτέλεσμα, ναι, να περιθωριοποιηθεί.
Οι ιστορίες του συχνά έχουν το σχήμα «ένας ευγενής και πολιτισμένος εργοδότης, που γράφει με τρόπο μορφωμένου, και που τον κοροϊδεύει ο υπάλληλος του, ο μαύρος». Ακολουθούν μια παράδοση αφηγηματική της οποίας εκπρόσωπος είναι ο Μαρκ Τουέιν – μέρος του χιούμορ είναι η σύγκρουσή των επιτηδευμένων αρχών της Ανατολικής Ακτής, με την πονηριά των περιοχών που αποτελούσαν τις νέες χώρες. Ο Τσέσνατ μεταγράφοντας αυτές τις προφορικές ιστορίες τις μετατρέπει σε καλοδουλεμένα και αρκετά ειρωνικά κείμενα. Αποτελεί είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας λογοτεχνικής ανταλλακτικής οικονομίας όπου κάθε μέρος δίνει κάτι στο άλλο – υπάρχει αμοιβαιότητα δηλαδή, αλλά δεν είναι ισότιμη. Όπου άνθρωποι που αντιπροσωπεύουν μειονότητες, παίρνουν ιστορίες από τον κόσμο τους και τις μεταφέρουν, τις «λένε» στο κυρίαρχο λευκό λογοτεχνικό κατεστημένο (τα μεγάλα περιοδικά, ίσως και τους δεκτικούς εκδοτικούς οίκους) με αντάλλαγμα έναν μικρό βαθμό αποδοχής από αυτό.
Επίσης, αυτή η διαδικασία είναι ακόμη ένα παράδειγμα του τρόπου που το διήγημα με την δεκτικότητα του προς την προφορικότητα, το γεγονός πως «χωρούσε» σε περιοδικά, που τότε ήταν το πολύ διαδεδομένο μέσο μαζικής ενημέρωσης αλλά και ψυχαγωγίας, και την κινητικότητά του και στα θέματα και στις προσεγγίσεις, ήταν εξαιρετικό ως μέσο επικοινωνίας ανάμεσα σε διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες. Αυτή η μεσολάβηση του διηγήματος δεν δημιουργεί προφανώς μια ισότιμη ανταλλαγή αλλά τουλάχιστον προωθεί την αμοιβαία κατανόηση και κυρίως την αναγνώριση ότι όλοι είμαστε λίγο πολύ άνθρωποι - ανεξάρτητα από χρώμα δέρματος και καταγωγή.
Στην μαύρη λογοτεχνική ιστορία έπαιξαν σημαντικό ρόλο κάποια περιοδικά που είχαν πολύ μεγάλη κυκλοφορία και συνέβαλαν στην ορατότητα μαύρων συγγραφέων – επίσης και κάποιες ανθολογίες είχαν κομβική σημασία. Όλα αυτά δημιούργησαν ένα σημαντικό λογοτεχνικό κίνημα, την Αναγέννηση του Χάρλεμ, που είναι η ονομασία για μια άνθηση, την πρώτη, των μαύρων Αμερικανών συγγραφέων – επίκεντρο της, η δεκαετία του 1920.
Αν και είναι κωδική αυτή η ονομασία (κάποιοι βρίσκονταν σε άλλα μέρη, κάποιο έγραψαν σε άλλον χρόνο) όλα τα μέλη της ήταν μαύροι και είχαν μια κοινή θεματολογία που μπορούμε να την συνοψίσουμε πολύ αδρά στα εξής:
- Φυλετική υπερηφάνεια, για πρώτη φορά.
- Μια ειλικρινή προσέγγιση στην μαύρη ιστορία και τον πολιτισμό, που σημαίνει και αναγνώριση, μεταξύ άλλων, και της Αφρικανικής κληρονομιάς.
Για όποιον ενδιαφέρεται, από εκείνη την περίοδο να πούμε ότι η συλλογή του Τζιν Τούμερ με τίτλο Cane θεωρείται η πιο σημαντική συλλογή Αφροαμερικανικών διηγημάτων. Είναι το πρώτο έργο που θαυμάστηκε για την μορφικές του πρωτοπορίες, για τις καλλιτεχνικές του αρετές, παρά για την απελευθερωτική του προθετικότητα.
Επόμενο κομβικό σημείο, και εντυπωσιακό κατά την άποψή μου: ο Λάνγκστον Χιουζ, μεγάλος ποιητής Αμερικανός, που το 1943 ξεκινά να γράφει μια στήλη στην εφημερίδα Chicago Defender. Η εφημερίδα ήταν μια από τις επίσημες εφημερίδες της μαύρης κοινότητας, με τεράστια κυκλοφορία. Για δύο δεκαετίες ο Χιουζ γράφει κάθε εβδομάδα μια «Απλή Ιστορία» η οποία διαβάζεται σε μπαρ, σε κουρεία, σε κομμωτήρια, σε σχολεία… παντού στις αφροαμερικανικές κοινότητες. Αυτό δημιουργεί για πρώτη φορά ένα καλλιτεχνικό παράδειγμα αφήγησης που αργότερα το είδαμε σε διάφορα τηλεοπτικά sitcoms: ένας κεντρικός χαρακτήρας που αλληλεπιδρά με διάφορες χαρακτηριστικές φιγούρες στην γειτονιά.
Την ίδια εποχή έχουμε ακόμη δύο μεγάλα ονόματα, που λειτουργούσαν αντιθετικά. Την Ζόρα Νιλ Χάρτσον και τον Ρίτσαρντ Ράιτ. Η πρώτη έχει στοιχεία εθνογραφίας και ηθογραφίας – θέλει να αποτυπώσει πως είναι ο "μαύρος κόσμος". Ο δεύτερος είναι πολύ αγωνιστικός και πολύ οργισμένος - θέλει να φέρει τον νέο κόσμο, να γκρεμίζει τον παλιό.
Στην δεκαετία του 1950 έχουμε κάποια μνημειώδη έργα της Αφροαμερικανικής λογοτεχνίας, όμως τα περισσότερα είναι μυθιστορήματα. Ο Μπόλντουιν είναι ο μόνος που δημοσιεύει διηγήματα που στέκονται ισάξια δίπλα σε αυτά τα μεγαλύτερα έργα, ενώ κάποιοι άλλοι είναι πιο «αποσπασματικοί».
Στις δεκαετίας του 1960 και του 1970, έχουμε την περίοδο του Κινήματος των Μαύρων Τεχνών, όπου υπάρχει πια μεγάλη άνθηση και στην λογοτεχνία. Αρχίζει και υπάρχει ποικιλομορφία και στο στιλ, και στην προοπτική, και στο ύφος, και στις τεχνικές. Ταυτόχρονα κάποια περιοδικά δημοσιεύουν τακτικά πολλές καλές νέες φωνές. Ωστόσο, εκείνη η περίοδος χαρακτηρίζεται και από μια παραδοξότητα. Οι λογοτεχνικοί κριτικοί και ακαδημαϊκοί έχουν παραμελήσει πάρα πολλούς σημαντικούς συγγραφείς – ίσως επειδή οι μαύροι λόγοι, των πολιτικών και των ακτιβιστών, ήταν πολύ στο προσκήνιο και έκλεψαν την παράσταση από την μυθοπλασία.
Τότε εμφανίζεται στο προσκήνιο η Alice Walker. Από εκείνη την δεκαετία αξίζει να αναφέρουμε τον Τζέις Άλαν ΜακΦέρσον του οποίου το Elbow Room πήρε βραβείο Πούλιτζερ το 1978 – θεωρείται μια από τις σημαντικότερες Αμερικανικές συλλογές διηγημάτων.
Η δεκαετία του 1980 ήταν πιο ήρεμη περίοδος. Δεν υπάρχει μεγάλη και χαοτική, ποικιλόμορφη, και γεμάτη ιδέες, ένταση και πειραματισμό παραγωγή, αλλά υπάρχει μεγάλη αναγνώριση. Η Toni Morrison, που είναι ίσως η πιο κατεστημένη από τις Αμερικανίδες συγγραφείς, και βέβαια η Alice Walker. Η Τόνι, συνετέλεσε, με τον ρόλο της ως επιμελήτρια σε μεγάλο εκδοτικό οίκο, να διαδοθούν και να καθιερωθούν πολλοί Αφροαμερικανοί συγγραφείς.
Εκείνη την εποχή πια, αυτό που λέμε blackness αρχίζει και αποδεσμεύεται από συγκεκριμένες θεάσεις, φωνές, προοπτικές, εμπειρίες, θεματολογίες. Αρχίζει δηλαδή το κοινωνικό και υπαναχωρεί, οι ιστορίες γίνονται πιο προσωπικές, ενώ ταυτόχρονα οι μαύροι συγγραφείς εξερευνούν και πιο πειραματικές και ρηξικέλευθες μεθόδους αφήγησης.
Alice Walker
Η Αλις Γουόκερ γεννήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου του 1944 στο Ιτοντόν της Τζώρτζια, στον βαθύ Αμερικανικό νότο. Η σνισότητα σε στατιστικό δεδομένο: Για κάθε 10 δολάρια που ξοδεύονταν από τις αρχές της πολιτείας για ένα λευκό παιδί, ξοδεύονταν 2 για ένα μαύρο. Οι γονείς της, όπως και στην περίπτωση πολλών χαρακτήρων της, ήταν κολιγάδες. Είχε 7 αδέλφια, μεγαλύτερα. Εκείνη την εποχή τα παιδιά της κοινωνικής τάξης και της φυλής της κατά κανόνα έβγαιναν νωρίς στην δουλειά και βοηθούσαν στα χωράφια, με ότι συνέπειες μπορεί να είχε αυτό για τις σχολικές τους επιδόσεις, ή ακόμη ακόμη και για την ίδια την εγγραφή τους στο σχολείο. Η μαμά της, η Μίνι Ταλούλα, που ήταν καμαριέρα σε πλούσιους λευκούς, όταν ήταν ακόμη 4 ετών την έγραψε στο σχολείο, στην πρώτη τάξη, για να την γλιτώσει από αυτό ακριβώς. Το μικρό κορίτσι αποδείχτηκε πολύ ικανό και ταλαντούχο με τα γράμματα, από πολύ νωρίς.
Όταν ήταν οκτώ ετών έπαιζε με κάποια αδέλφια της με ένα αεροβόλο όπλο. Μια βολή την χτύπησε στο δεξί μάτι, πάνω από το οποίο δημιουργήθηκε ιστός ουλή, που την εμπόδιζε να δει. Ενώ πριν λοιπόν ήταν ένα όμορφο, ζωντανό και ομιλητικό παιδάκι, ξαφνικά, ο τραυματισμός και η πολύ εμφανής ουλή άλλαξαν ριζικά την προσωπικότητά της. Άρχισε να ντρέπεται για την εμφάνισή της, και αποσύρθηκε στην δική της πραγματικότητα. Επειδή όμως η μαμά είχε κάνει καλά την δουλειά της, αυτή η πραγματικότητα ήταν γεμάτη βιβλία και πολύ διάβασμα - καθώς και γράψιμο. Μιας και ζούσε σε ένα σπίτι με ακόμη εννιά άτομα απομονωνόταν και έγραφε κάτω από ένα δέντρο, χειμώνα - καλοκαίρι.
Αν και τα σχολεία που πήγε ήταν μόνο για μαύρους, άρα και κατώτερα σε σχέση με τα σχολεία για λευκούς (10 προς 2 δολάρια, θυμηθείτε), είχε, όπως λέει η ίδια, εξαιρετικούς δασκάλους, που «την ενθάρρυναν να πιστέψει ότι ο κόσμος που φανταζόταν και που ονειρευόταν υπήρχε πραγματικά». Και παρά την φτώχεια, η κοινότητα ήταν πολύ υποστηρικτική – ενώ η μητέρα της έλεγε, με όλους τους τρόπους «μπορείς να επιλέξεις την ταυτότητά σου».
Στα δεκατέσσερά της πήγε σε έναν καλό γιατρό, ο οποίος αφαίρεσε την ουλή και αποκατέστησε την όρασή της. Η έφηβη Άλις επανάκτησε κατά κάποιον τρόπο την αυτοπεποίθησή της. Ωστόσο η ίδια έχει πει ότι τα χρόνια που πέρασε σχετικά απομονωμένη είχαν σαν αποτέλεσμα να «μάθει να έχει ενσυναίσθηση και μια αίσθηση συγγένειας με τους άλλους, αυτούς που θεωρούσε πως ήταν για κάποιον λόγο δοκιμασμένοι και βασανισμένοι». Επιπλέον εκείνο το διάστημα ανέπτυξε τις ικανότητές της στην σιωπηλή παρατήρηση, ίσως μια από τις κομβικές συγγραφικές ιδιότητες.
Ήταν εξαιρετική μαθήτρια και βασίλισσα του χορού στην χρονιά της, η καλύτερη στο σχολείο – μόνο για μαύρους – και έτσι κέρδισε μια υποτροφία για ένα φυλετικά διαχωρισμένο πανεπιστήμιο στην Ατλάντα, την πρωτεύουσα την πολιτείας. Εκεί βίωσε για πρώτη φορά μιας άλλης μορφή ρατσισμό, τον θεσμοθετημένο, τον πιο άγριο. Λέει κάτι πολύ ενδιαφέρον, το 2013. Μπήκε σε ένα λεωφορείο και κάθισε στην ελεύθερη μπροστινή θέση: «με διέταξαν να καθίσω αμέσως στο πίσω μέρος του λεωφορείου επειδή μια λευκή διαμαρτυρήθηκε στον οδηγό, που ήταν και εκείνος λευκός… έγραφα ποίηση από τα εννιά μου, αλλά εκείνο το γεγονός, στο λεωφορείο, με έκανε να καταλάβω πως ποτέ δεν θα είχα την πολυτέλεια μόνο να γράφω ποίηση – και ότι για να αποκτήσω αρκετή ελευθερία ώστε να γράψω, οτιδήποτε, θα έπρεπε να είμαι και πολιτικά ενεργή μέσω της γραφής.»
Έμεινε δύο χρόνια στην Ατλάντα, στο Σπίλμαν Κόλετζ, πήρε ακόμη καλύτερη υποτροφία, για το Σάρα Λόρενς Κόλετζ στην Νέα Υόρκη, από όπου αποφοίτησε το 1965. Είμαστε στην κορύφωση του civil rights movement. Η ίδια είναι πολύ ενεργή στο κίνημα και διακρίνεται. Παίρνει μέρος σε διεθνή φεστιβάλ και συνέδρια, την καλούν να επισκεφθεί και να γνωρίσει τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στο ίδιο του το σπίτι, συμμετέχει στην «Πορεία προς την Ουάσιγκτον για δουλειά και ελευθερία», είναι πολύ επιτυχημένη ως απογραφέας ψηφοφόρων για τις εκλογές, και παράλληλα εργάζεται σε υπηρεσίες πρόνοιας. Την ίδια χρονιά (1965) δημοσιεύει και το πρώτο της διήγημα, το οποίο το 1967 μπαίνει σε μια ανθολογία που είχε επιμεληθεί ο Λάνγκστον Χιουζ. Τίτλος του «To Hell with dying». Αποκτά όλο και περισσότερο «ταξική» συνείδηση, έχει περάσει και έναν χρόνο στην Αφρική, την ήπειρο – ρίζα του λαού της, και το 1968 παντρεύεται έναν δικηγόρο που ασχολείτο με τα πολιτικά δικαιώματα.
Μετακομίζουν στο Μισισιπή, πολιτεία πολύ βουτηγμένη ακόμη στην οπτική του ρατσισμού, όπου είναι "παράνομο" ζευγάρι μιας και οι διαφυλετικοί γάμοι απαγορεύονται – ο σύζυγός της ο Μέλβιν Λέβενθαλ είναι λευκός, και Εβραίος. Εργάζεται ως ιστορικός σε ένα πρόγραμμα που έχει στόχο να βοηθήσει τα μη προνομιούχα, κατά κανόνα μαύρα παιδιά, να έχουν καλύτερες επιδόσεις στο σχολείο. Το 1969 κάνει μια κόρη. Όλα αυτά τα χρόνια δημοσιεύει διάφορα κείμενα – ποίηση, μυθοπλασία, αλλά και άρθρα σε περιοδικά.
Το 1968 κυκλοφορεί η πρώτη της ποιητική συλλογή, Once. Όλη την δεκαετία του 1970 διδάσκει και γράφει. Εργάζεται σε μεγάλα πανεπιστήμια, όχι μόνο στον νότο αλλά και στην Μασαχουσέτη. Ως ακαδημαϊκός είναι εξαιρετικά επιτυχημένη – δύο είναι τα μεγάλα της επιτεύγματα. Πρώτον ότι ήταν η πρώτη που δίδαξε μάθημα ολοκληρωμένο για τις Αφροαμερικανίδες συγγραφείς. Επίσης, της πιστώνεται ότι συνέβαλε αποφασιστικά στην πολύ μετά θάνατον αναγνώριση μιας από τις σημαντικότερες Αφροαμερικάνες συγγραφείς, αλλά και γενικά των ΗΠΑ, της Ζόρα Νιλ Χάρστον – με ένα ανθολόγιο, που επιμελήθηκε το 1979. Μάλιστα ο Χάρολντ Μπλουμ, σε μια σειρά από μονογραφίες που είχε επιμεληθεί, και στην οποία περιλαμβάνεται και μία για την Alice Walker, θεωρεί ότι η συμβολή της στην προώθηση και ανάδειξη της Χάρστον είναι ίσως η πιο μεγάλη της λογοτεχνική συνεισφορά.
Είναι πολυβραβευμένη, έχει πάρει το βραβείο O Henry, για την ιστορία της με τίτλο Kindred Spirits από την τρίτη συλλογή διηγημάτων της, το The Way Forward Is With a Broken Heart (2000). Η μεγάλη της επιτυχία είναι βέβαια το μυθιστόρημα Πορφυρό Χρώμα. Χαρακτηριστικό της επιτυχίας του είναι πως το σκηνοθέτησε ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, μόλις 5 χρόνια μετά τα Σαγόνια Του Καρχαρία και 3 μετά τον ΕΤ. Είναι βιβλίο που κέρδισε και το Εθνικό βραβείο βιβλίου, αλλά και το Πούλιτζερ. Δέχτηκε όμως και πολύ σκληρή κριτική, κυρίως από μαύρους. Λένε ότι στην πραγματικότητα δαιμονοποιεί τους Αφροαμερικάνους άντρες. Εκτός από αυτό, από τα μυθιστορήματά της πολύ καλές κριτικές συγκεντρώνει και το Meridian (1976), πολλοί υποστηρίζουν πως είναι το ένα της μυθιστόρημα που οφείλει κανείς να διαβάσει.
Αναφέρει ως επιρροές φυσικά την Χάρστον, τον άλλο συγγραφέα της Αναγέννησης του Χάρλεμ τον Τζιν Τούμερ, την μεγάλη ποιήτρια Gwendolyn Elizabeth Brooks, ισάξια αν και όχι το ίδιο αναγνωρισμένη με την Μάγια Αγγέλου, αλλά και την άλλη συγγραφέα από την Τζώρτζια, την Φλάνερυ Ο Κόνορ.
Ο ακτιβισμός της
Η επιτυχία του Πορφυρού Χρώματος θα μπορούσε να την είχε κάνει να ζει μια ήσυχη, ασφαλή ζωή, να εκδίδει βιβλία και όποτε θέλει να κάνει χαλαρές παρεμβάσεις. Αντίθετα, εκείνη είναι σχεδόν σαν να έστρεψε έκτοτε την ζωή της αλλού. Είχε ισχυρή δράση εναντίον του απαρτχάιντ, των πολέμων στο Ιράκ, της κλειτοριδεκτομής, που ακόμη συνεχίζεται ως πρακτική σε διάφορες χώρες, ειδικά στην Αφρική, καθώς και της Ισραηλινής κατοχής στην Παλαιστίνη. Μάλιστα αρνήθηκε να επιτρέψει την δημοσίευση του Πορφυρού Χρώματος στο Ισραήλ. Έχει δεχτεί κριτική για τις θέσεις της και την μαχητικότητά της, αλλά ας θυμηθούμε την άποψη ότι ο σωστός διανοούμενος πρέπει να είναι μύγα που τσιμπά τα καπούλια του αλόγου. Είναι επίσης δραστήρια φεμινίστρια, έχει επινοήσει έναν όρο, την αφροαμερικανική εκδοχή του φεμινισμού, που ονομάζει womanism. Η ίδια δηλώνει "ο ακτιβισμός μου - πολιτισμικός, πολιτικός, πνευματικός - είναι ριζωμένος στην αγάπη μου για την φύση και την απόλαυση που μου δίνουν τα ανθρώπινα όντα".
Σήμερα ζει στην βόρεια Καλιφόρνια, περιοχή για προνομιούχους – έχει site που είναι αρκετά ζωντανό, γράφει η ίδια. Έχει χωρίσει από το 1977 από τον άντρα της, την δεκαετία του 1980 είχε σχέση με την φολκ τραγουδίστρια Tracy Chapman. Μιλάει πολύ για δεκτικότητα στο μυστήριο της ζωής, χαρακτηρίζει τον εαυτό της «πιστό της γης», θεωρεί πως o πλανήτης μας έχει μια έμφυτη ιερότητα, και την ενδιαφέρουν πολύ οι παραδοσιακές θρησκείες των γηγενών Αμερικανών και της Αφρικής.
Τα διηγήματά της
H πρώτη της συλλογή είναι το In Love & Trouble: Stories of Black Women (1973). Οι δεκατρείς ιστορίες του τόμου έχουν πρωταγωνίστριες μαύρες γυναίκες, φτωχές, ίσως και λίγο περιθωριοποιημένες, όπως όλες οι μαύρες, που προσπαθούν να υπερβούν τους πολύ στενούς ορισμούς και περιορισμούς που τους επιβάλλει η κοινωνία – κυρίως σε ότι αφορά την ευφυία τους και τις αρετές τους. Βρίσκονται αντιμέτωπες με διλλήματα που πηγάζουν από την θέση τους και την σύγκρουσή της με τα όνειρα και τις φιλοφοξίες τους. Η αγάπη και τα προβλήματα του τίτλους είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος – η συλλογή, που λειτουργεί αρκετά με δίπολα, επιβεβαιώνει πως κάθε είδους αγάπη που αισθάνεται μια γυναίκα μαύρη ενέχει και κάποιου είδους οδύνη. Υφολογικά, υπάρχει εναλλαγή από την ρεαλιστική γραφή στον κάπως ποιητικό λόγο. Αλλά και το λυρικό συχνά εναλλάσσεται και εμπλουτίζεται με το «κοινωνιολογικό». Θεματικά, έχουμε ιστορίες για την αγάπη στο πλαίσιο του γάμου, για την γονεϊκή αγάπη, φυσικά για την σύγκρουση του λευκού με τον μαύρο κόσμο, έπειτα έχουμε την θρησκευτική πίστη, και τέλος έχουμε και κάποιες ιστορίες μύησης.
Η δεύτερη συλλογή είναι το You Can’t Keep A Good Woman Down (1982). Εδώ οι ηρωίδες της Walker έχουν κατορθώσει μια πρώτη και πολύ σημαντική απελευθερώση. Δεν ζουν στον άγριο και περιοριστικό νότο, αποκλεισμένες, βρίσκονται στον ελεύθερο βορά, είναι καλλιτέχνες, συγγραφείς, φοιτήτριες. Αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της γυναικείας ταυτότητας περισσότερο, παρά της μαύρης: εξαναγκάζονται ή επιλέγουν οι ίδιες να κάνουν αμβλώσεις, έχουν συντρόφους που είναι εθισμένοι την πορνογραφία, πρέπει να χειριστούν τον θάνατο του πατέρα, ή κουβεντιάζουν το στερεότυπο του μαύρου άντρα που βιάζει λευκές γυναίκες… Και βέβαια, συχνά βρίσκονται εγκλωβισμένες στις προκαταλήψεις που έχουν οι λευκοί για τις ίδιες. Πρόκειται για διηγήματα που αναδύθηκαν από την δεκαετία του γράφτηκαν, του 1970 – σε αντίθεση με την πρώτη συλλογή που πηγάζει από την διαχρονικότερη μαύρη πραγματικότητα - με τα σεξουαλικά, φυλετικά και πολιτικά ζητήματα που κυριαρχούσαν στον κοινωνικό διάλογο.
Αυτές οι δύο κυκλοφορούν μαζί σε έναν τόμο. Τέλος, η τρίτη της συλλογή The Way Forward Is With A Broken Heart (2000) είναι λιγότερο έμμεσα αυτοβιογραφική. Κεντρική ηρωίδα είναι μια γυναίκα που μετά από ένα δύσκολο διαζύγιο ανακαλύπτει έναν άλλον κόσμο, με περιορισμούς αλλά και με εκπλήξεις, που τελικά την οδηγούν να τον αγαπήσει.
Η Alice Walker δεν είναι εκτενώς μεταφρασμένη στα ελληνικά, εκτός από ένα διήγημά της που αποτελεί το τεύχος 40 του περιοδικού Μπιλιέτο - τίτλος του "Καθημερινής Χρήσης", μεταφρασμένο από την Βάνια Σύρμου-Βεκρή - που κυκλοφόρησε το 2004. Το μυθιστόρημα Πορφυρό Χρώμα έχει επίσης εκδοθεί, αλλά είναι εξαντλημένο.
Η Alice Walker με το έργο της κατέγραψε με μεγάλη ακρίβεια, ευαισθησία και διεισδυτικότητα την Αφροαμερικανική κουλτούρα, σε μια σημαντική και μεταιχμιακή περίοδό της. Η φεμινιστική της οπτική, σε συνδυασμό με την ισχυρή φυλετική αλλά και ταξική συνείδησή της, την καθιστούν μια από τις λογοτεχνικές φωνές του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα που όχι μόνο αποτύπωσαν την ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα, αλλά συνέβαλαν και στην βελτίωσή της. Το έργο της είναι ορισμένες στιγμές άνισο, κάτι που όμως είναι εύλογο, αν σκεφτούμε την ευρύτητα των ειδών που ασχολείται (ποίηση, μυθοπλασία, non fiction) καθώς και το μέγεθος του. Η ευρεία αναγνώρισή της είναι όχι μόνο δικαιολογημένη αλλά και ελπιδοφόρα.
Links
Η σελίδα της στο Poetry Foundation, με την εργογραφία της.
Το επίσημο site της.
Η ιστορία της To Hell With Dying, από τις πλέον ανθολογημένες της μαύρης διηγηματογραφίας.