Ann Beattie
Μια σπουδαία φωνή μιας απογοητευμένης γενιάς
Ακόμη μια συγγραφέας που δεν είναι γνωστή στην Ελλάδα, και παραμένει πλήρως αμετάφραστη (με έναν αστερίσκο, αναφορά στο έργο της υπάρχει εδώ), η Ann Beattie, που γεννήθηκε το 1947, βρίσκεται στο μεταίχμιο της λογοτεχνικής, «σοβαρής» μυθοπλασίας και της δημοφιλίας. Κερδίζει και στα δύο γήπεδα. Είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική εκπρόσωπος του καλούμενου «Διηγήματος του Περιοδικού New Yorker», το οποίου κάποιες ιδιότητες είναι η υπαινικτικότητα, ο καυστικός, αιχμηρός διάλογος, με τα πολλά υπονοούμενα, και μια σχεδόν κυνική θεώρηση των ανθρώπινων σχέσεων. Την έχουν ονομάσει, εύστοχα, «Bob Dylan της διηγηματογραφίας»: είναι η φωνή μιας πολύ συγκεκριμένης γενιάς και εποχής, όταν εμφανίστηκε, νεότατη, θεωρήθηκε πλήρως ανεπτυγμένο ταλέντο, αμέσως απέκτησε κοινό, (για την ακρίβεια έκανε πάταγο) – αλλά ισχύει και το ότι ξεκινώντας με τόσο απόλυτη και ευρεία αποδοχή, μετά δεν υπήρχε παραπάνω... μπορούσε παρά να κινηθεί προς τα "κάτω".
Η θεματολογία της είναι στιβαρά πατημένη στην εποχή και στο τώρα της – θεωρείται εκπρόσωπος και φωνή της γενιάς της, μιας ιδιαίτερης γενιάς. Μόνο αυτής όμως! Δεν έχει γράψει ιστορική μυθοπλασία, δεν έχει κάνει απόπειρες να ερευνήσει άλλα πεδία χρονικά, γεωγραφικά ή ψυχικά. Το έργο της είναι η αποτύπωση και εξερεύνηση της γενιάς που ενηλικιώθηκε ηλικιακά, «αριθμητικά» στην δεκαετία του 1960, με πολλά όνειρα, με πολύ ρομαντισμό, με οργή, με πολύ καλές προθέσεις, με ριζοσπαστικότητα, με διάθεση να αλλάξει τον κόσμο… αλλά οι επόμενες δεκαετίες, το 1970 και το 1980, διέψευσαν όλες τις προσδοκίες της για έναν καλύτερο κόσμο. Και, εκεί έγκειται η τραγωδία, αλλά και η αφηγηματική γονιμότητα: η ψυχική ενηλικίωση της γενιάς, που έγινε με μεγάλη καθυστέρηση σε σχέση με την αριθμητική, και που είχε σαν αποτέλεσμα όχι μόνο να μην έλθει ποτέ ένας καλύτερος κόσμος, αλλά ούτε καν μια προσωπική ισορροπία, μια «μέση» ευτυχία για πολλά από τα μέλη της, και ήρωες της μυθοπλασίας της Ann Beattie.
Στην Ann Beattie πιστώνουν ότι είναι υπεύθυνη για ένα λογοτεχνικό φαινόμενο (φαινόμενο της αγοράς του βιβλίου για την ακρίβεια) αλλά και συνυπεύθυνη για ένα λογοτεχνικό ρεύμα, καθώς για μια «φωνή», ένα ύφος, έναν τρόπο ομιλίας και επικοινωνίας (δηλαδή και σκέψης) που σε πολλούς από εμάς είναι πολύ οικεία. Ο σπουδαίος John Updike έχει πει για εκείνη κάτι πολύ βαρύ… την τρομακτική φράση «You figured out how to write an entirely different kind of story.». Τέλος, και αυτό ενδεχομένως είναι ένα κλειδί του έργου της, η αγαπημένη της ατάκα ενός άλλου λογοτέχνη, είναι του W.H. Auden, αυτή: «το μόνο που θα σου πει ποτέ o χρόνος είναι ‘στα έλεγα εγώ’».
Η αρχή της ιστορίας.
Ήταν κόρη πολύ συντηρητικών γονέων, ευκατάστατων, κανένας από τους οποίους δεν είχε πάει στο πανεπιστήμιο. Μεγάλωσε πολύ συνεσταλμένη, μοναχικά. Δεν θυμάται με ιδιαίτερη χαρά την παιδική της ηλικία, αλλά ούτε και δυσάρεστα. Βαριόταν πολύ, λέει. Ο πατέρας της ήταν αγέλαστος άνθρωπος, μαζεμένος πολύ, αυστηρός, στέλεχος του δημοσίου, και φαίνεται πως αυτός υποχρέωσε την μητέρα της να σταματήσει να δουλεύει μετά την γέννησης της Ann, το 1947. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος σε περισσότερες από μια περιπτώσεις είχε εξαφανιστεί από το σπίτι για κάμποσες μέρες.
Ίσως μια αρκετά ενδεικτική λεπτομέρεια της παιδικής ηλικίας να είναι πως η Ann θυμάται, με απόλυτη σιγουριά, ότι ποτέ δεν είχαν καλέσει οι γονείς της στο σπίτι κάποιον, οποιονδήποτε, φίλο, συνάδελφο, γείτονα, σε τραπέζι. Ενδεχομένως να είναι αυτό μια εξήγηση και της στάσης της Beattie που αργότερα, ως ενήλικας και αναγνωρισμένη συγγραφέας, θα είναι περιβόητη για το πόσο δεν συμμετείχε ποτέ σε συγγραφικές κοινωνικότητες.
Διάβαζε ως παιδί, αλλά χωρίς πάθος. Και δεν έγραφε από μικρή. Σε πολλές συνεντεύξεις τονίζει πως δεν ήταν προικισμένο παιδί, ταγμένο στην λογοτεχνία. «Αγαπούσα το βιβλία αλλά αυτό δεν ήταν ένδειξη ταλέντου. Ήμουν το υπέρτατα συνηθισμένο παιδί.» Τελείωσε το 1969 το πανεπιστήμιο, και συνέχισε τις σπουδές της με σκοπό να γίνει δασκάλα. Δεν ήταν, πάλι, ιδιαίτερα επιτυχημένη ως φοιτήτρια, περνούσε με Β τα μαθήματα, ούτε και πολύ κοινωνική, αλλά κάπου εκεί ανακάλυψε την διασκέδαση που της έδινε το να γράφει ιστορίες. Το έκανε λοιπόν ως χόμπι. Λέει η ίδια: «Ήταν τόσο διασκεδαστικό να σκαρώνω ιστορίες. Ήταν τόσο ενεργητική δραστηριότητα. Και δεν είχα την παραμικρή ιδέα με τι τα έβαζα, κάτι που με βοήθησε πάρα πολύ».
Κάτι πολύ χαρακτηριστικό της, και μάλλον σπάνιο για συγγραφέα της ευρύτερης Αγγλοσαξονικής συγγραφικής πραγματικότητας. Δεν έγραφε για να κάνει «διάλογο» με άλλους συγγραφείς, δεν ήθελε να συνεχίσει κάποια λογοτεχνική παράδοση, ή να πάει κόντρα σε μια άλλη. Επίσης, δεν παρακολούθησε ποτέ εργαστήρια δημιουργικής γραφής, δεν ήταν δικτυωμένη σε τμήματα πανεπιστημιακά. Το έργο της διαμορφώθηκε ανεξάρτητα από εργαστηριακές επιρροές, ή από ζητούμενα της αγοράς. Της άρεσε να γράφει ιστορίες από τον κόσμο της, γιατί περνούσε όμορφα, μέχρι που έγραψε πολλές και μπόρεσε να τις εκδόσει.
Ωστόσο φάνηκε πολύ τυχερή. Στο Κονέκτικατ, όπου συνέχισε τις σπουδές της, δίδασκε ένας κριτικός και ποιητής, ο J. D. O’ Hara. Την είδε να γράφει, της ζήτησε να δει τα διηγήματά της και κάποια που του άρεσαν τα έστειλε σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, και περιοδικά που δημοσίευαν μυθοπλασία. Ένα από αυτά ήταν και το New Yorker, που εκείνη την εποχή, μια μεταιχμιακή περίοδο για τον τύπο γενικά αλλά και τα περιοδικά, αναζητούσε νέες φωνές. Ο υπεύθυνος για την δημοσίευση μυθοπλασίας δημοσιογράφος της έστειλε ένα πολύ ενθαρρυντικό γράμμα, όπου της έλεγε «η δουλειά σου είναι ενδιαφέρουσα, στέλνε απευθείας σε μένα τα διηγήματά σου». Έτσι, άνοιξε μια πολύ μεγάλη πόρτα. Η Beattie έστειλε την πρώτη χρονιά είκοσι μία ιστορίες. Καμία δεν δημοσιεύτηκε. Δεν πειράζει. Συνέχισε να στέλνει. Η εικοστή δεύτερη, μπήκε τελικά στο περιοδικό. Έχει τίτλο A Platonic Relationship και κάνει έναν μικρό πάταγο, είναι η ιστορία που την κάνει πρώτη φορά γνωστή, το breakthrough της. Ήταν είκοσι πέντε ετών.
The Platonic Relatioship
Πολύ χαρακτηριστική της ιστορία. Πολύ αδρά, η πλοκή είναι αυτή: Μια νέα γυναίκα, αποφασίζει να αφήσει τον μεγαλύτερο άντρα της, που είναι και ευκατάστατος οικονομικά και μάλλον αυτός την συντηρεί, για να ολοκληρώσει τις σπουδές της και να εργαστεί ως δασκάλα. Το κάνει όντως, πιάνει ένα σπίτι, που δεν είναι σε πολύ καλή κατάσταση, φοιτητικό – και λίγο αργότερα βρίσκει έναν συγκάτοικο, τον Σαμ. Με τον οποίο σιγά σιγά, αν και στην αρχή της φαίνεται πολύ παράξενος, και μάλλον δικαιολογημένα, αποκτά μια σχέση, φορτισμένη, αλλά όχι ερωτική. Η σχέση αυτή γρήγορα αποδεικνύεται να έχει το κόστος της, γιατί η ηρωίδα παραμελεί την διδασκαλία, ξενυχτάει, αλλά μαζί και ξεδιπλώνεται. Όλα αυτά γίνονται εν γνώση του πρώην σύζυγού της, ο οποίος τα μαθαίνει την ίδια – και μια μέρα καλεί τον Σαμ και εκείνη στο σπίτι του.
Ύστερα από λίγο καιρό ο Σαμ ανακοινώνει ότι παρατάει την νομική και θα πάρει μια μηχανή για να ταξιδέψει στην Δυτική ακτή. Η ηρωίδα προσπαθεί να τον μεταπείσει, μάταια όμως. Αυτός αγοράζει μια ακριβή μηχανή, και φεύγει. Η γυναίκα, που δεν μαθαίνουμε το όνομά της, ένα τέχνασμα που συχνά εφαρμόζει η Beattie στις ιστορίες της, στενοχωριέται, αλλά με τον σύγχρονο, «αποστασιοποιημένο» τρόπο, και το ίδιο διάστημα αρχίζει να ξαναβγαίνει με τον άντρα της… μέχρι που αφήνεται να εννοηθεί ότι μάλλον θα τα ξαναβρούνε. Και αυτό είναι όλο.
Όμως στο τέλος της ιστορίας δύο δεδομένα μπλέκουν τα πράγματα αρκετά. Είναι δύο γεγονότα διηγηματογραφικής «epiphany» στο μυαλό του αναγνώστη. Το πρώτο είναι η ερώτηση «πως βρήκε τα λεφτά για την μηχανή ο Σαμ, που δεν είχε χρήματα να της πληρώνει ενοίκιο;». Αφήνονται κάποια υπονοούμενα στην ιστορία... Και το δεύτερο, η στιγμή της επιφοίτησης της γυναίκας σχετικά με την υποχώρηση της και την επιστροφή στον άντρα της.
Για τα επόμενα χρόνια η Beattie γράφει και δημοσιεύει με μεγάλη συχνότητα στο The New Yorker. Οι πρώτες ιστορίες, που αργότερα βγήκαν συγκεντρωμένες σε έναν τόμο με τίτλο Distortions είχαν πρωταγωνιστές πρόσωπα της ηλικίας της, ίσως και ελάχιστα μεγαλύτερα, που είχαν ζήσει την ένταση του κινήματος της αντικουλτούρας την δεκαετία του 1960, με την ελευθερία, τις προοπτικές, για να βρεθούν όμως λίγα χρόνια μετά στην χωρίς διεξόδους και παράθυρα με θέα ζωή της δεκαετίας του 1970.
Υπενθυμίζω εδώ που είμαστε ιστορικά. Μετά από την ελπιδοφόρα δεκαετία του 1960, το 1970 τρόμαξε τους μέσους Αμερικανούς, αρχίζουν λοιπόν και ψηφίζουν βαθιά συντηρητικούς υποψηφίους, τον Νίξον, αργότερα τον Ρέιγκαν… Επιπλέον, υπάρχει η οικονομική κρίση που επιβαρύνει όλο και περισσότερο τις μεσαίες και τις χαμηλές τάξεις. Σε αυτό το κλίμα λοιπόν οι Beattie generation (οι φανατικοί αναγνώστες της Ann Beattie) είναι άνθρωποι που η αναζήτηση δουλειάς, δεν τους εμποδίζει καθόλου να συνεχίζουν να αναζητούν και αυτό το τόσο άπιαστο και αμφιλεγόμενο πράγμα, το «νόημα της ζωής». Αλλά, τι από τα δύο θα καταφέρουν να βρουν; Δουλειά; Νόημα; Και τα δύο; Μήπως τίποτε;
Ένα χαρακτηριστικό της για το οποίο έχει επικριθεί, είναι ότι δεν θέλει καθόλου να επικρίνει τον κόσμο από τον οποίο προέρχεται, αποδέχεται και το διαζύγιο, και την μοιχεία, και τις αναίτιες παραιτήσεις χωρίς να έχεις βρει επόμενη εργασία, και την αποξένωση, και τους αμυντικούς μηχανισμούς, και την απόσυρση. Επίσης, οι ιστορίες της δεν έχουν καμία πρόθεση παρηγοριάς ή συγχώρεσης ή αιτιολόγησης όσων κάνουν, ή δεν κάνουν, οι ήρωές της.
Αυτό που "έχουν στόχο" τα διηγήματα είναι να φωτίσουν. Λέει η ίδια: «Αυτό που με ενδιαφέρει στην μυθοπλασία, είναι να κοιτάξω κάτι στο παρόν και να προσπαθήσω από αυτό να συμπεράνω το μέλλον». Ο τρόπος της αφήγησης είναι πολύ λιτός. Δεν «σαγηνεύει» με τις αφηγήσεις της, γνωστοποιεί. Αυτός είναι και ο λόγος που την έχουν ονομάσει ίσως τον πιο άξιο επίγονο του Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Απέχει από την αποτίμηση των καταστάσεων, την έγκριση ή την απόρριψή ανθρώπων και συμπεριφορών. Αφηγείται με την χρήση της ενδεικτικής λεπτομέρειας, και ένα χαρακτηριστικό της πολύ ιδιαίτερο, δίνει την ίδια έμφαση στο πολύ καθημερινό όσο και στο αφηγηματικά φορτισμένο, στο δραματικό, αυτό που πιο κλασικοί διηγηματογράφοι θα το έκαναν επίκεντρο στην ιστορία τους.
Φυσικά όλα αυτά δεν υπήρχαν από την αρχή στις ιστορίες της. Στις πρώτες της ιστορίες υπάρχουν όμως πολύ ισχυρές ενδείξεις, και του κόσμου αλλά και της τεχνικής της συγγραφέα. Αναφέρει, δε, πως τότε διάβαζε πάρα πολύ Joan Didion (η οποία έγραφε non fiction). Άλλες επιρροές της είναι ο Πίντερ, ο Ιονέσκο και ο Μπέκετ – ειδικά τον τελευταίο τον αναφέρει πολύ, τον αγαπά ιδιαίτερα. Η επιρροή του θέατρου του παραλόγου φαίνεται και στην χρήση του διαλόγου, που είναι πολύ συχνά η βασική αφηγηματική δύναμη στα διηγήματα της Beattie, αλλά και στο γεγονός πως πολύ συχνά άψυχα αντικείμενα είναι εξίσου σημαντικά για τους ήρωές της όσο οι άλλοι άνθρωποι. Ενδεχομένως και πιο πολύ.
Οι πρώτοι ήρωές της, επίσης, έχουν βαθιά πεποίθηση ότι η ζωή είναι κάτι που μπορείς να διαπραγματευτείς. Θεωρούν πως οι επιλογές που έκαναν μπορούν να ξε-γίνουν, τα λάθη να διορθωθούν, πως ο χρόνος δεν μπορεί παρά να βελτιώνει τα πράγματα. Αυτό τους ωθεί σε μια πολύ έντονη νοσταλγία, η οποία είναι η αγαπημένη μορφή αυταπάτης, μαζί με την εξυπνάδα, τον κυνισμό και το χιούμορ.
Βέβαια η εξυπνάδα των ηρώων της είναι περιορισμένη, αφορά πιο πολύ μια ικανότητα στον σχολιασμό των πραγμάτων, όχι την γενικότερη ικανότητα πλοήγησης στην ζωή. Κάθε άλλο. Η συμπεριφορά τους είναι λες και το να είσαι μοναχικός και απωθητικά εγωκεντρικός είναι η φυσική ανθρώπινη κατάσταση. Η βασική τους ενόρμηση στην ζωή δεν είναι να ευτυχήσουν, αλλά να κρύψουν και να δικαιολογήσουν την νευρωτική τους απροθυμία καθώς και την διστακτικότητα τους να αναλάβουν τις ευθύνες τους για να ικανοποιήσουν τις πραγματικές τους επιθυμίες.
Όσον αφορά το χιούμορ και τον κυνισμό, η Beattie με τα διηγήματά της ανέδειξε, πρώτη, αυτό το είδος της ειρωνικής επίγνωσης, της κορεσμένης υπερευαισθησίας που μερικά χρόνια μετά έφτασε να χαρακτηρίζει τον τρόπο που μιλούν οι μέχρι τα τριάντα τους σε ταινίες, σε σειρές, σε μεταμοντέρνα μυθιστορήματα. Όπως είπε κάποιος, είναι σαν τα παιδιά του Κολυμβητή του Τσίβερ να έχουν ενηλικιωθεί και να ανακάλυψαν το Περιμένοντας τον Γκοντό.
Το 1976 κυκλοφορεί την πρώτη συλλογή διηγημάτων της και το πρώτο μυθιστόρημα. Χαιρετίστηκε ως η πιο καθαρή φωνή της γενιάς της, μιας γενιάς που λόγω των ναρκωτικών, της άστατης ζωής, του αλκοόλ, των πολλών πάρτι, δεν είχε να δείξει πολλούς καταγραφείς… πολλοί άλλωστε από αυτούς ήταν μέλη του κινήματος της Αντικουλτούρας, δεν θα δέχονταν ποτέ να δημοσιευθούν σε ένα mainstream περιοδικό σαν το New Yorker.
Μετά την θραμβευτική είσοδο στην λογοτεχνία, συνεχίζει να γράφει, να εκδίδει και να διδάσκει σε μικρά και μεγαλύτερα πανεπιστήμια. Το 1980 χωρίζει από τον πρώτο της άντρα και μετακομίζει στην Νέα Υόρκη. Έχει γίνει πάρα πολύ διάσημη. Την διαβάζουν οι νέοι. Και μάλιστα πολύ. Είναι ένας από τους 5 – 6 συγγραφείς, μαζί με τον Νόρμαν Μέιλερ, την Τζόαν Ντιντιόν, την Σούζαν Σόνταγκ που τους αναγνωρίζουν στον δρόμο. Έχει φανατικό κοινό, που ονομάζονται The Beattie Generation. Αλλά σε αντίθεση με την συντριπτική πλειοψηφία των συγγραφέων, και παρά το γεγονός πως ζούσε στην καρδιά της εκδοτικής δραστηριότητας, δεν έκανε συγγραφικές δημόσιες σχέσεις. Πολύ σπάνια έδινε καμία ομιλία, αλλά δεν έγραφε κριτικές, δεν πήγαινε σε παρουσιάσεις βιβλίων. Είχε πολύ ήσυχη και συγκεντρωμένη ζωή.
Εδώ είναι που ο John Updike της λέει και την "μεγάλη" ατάκα, ότι επινόησε ένα νέο είδος διηγήματος. Τι είναι αυτό το νέο είδος ιστορίας, τεχνικά; Τι ιδιαίτερο έχει το "σχήμα" του διηγήματος που η Ann καθιέρωσε; Είναι, σε κάποιο, όχι μικρό βαθμό, αυτό που λέμε ensemble piece, στον κινηματογράφο. Όπου κανένας χαρακτήρας δεν είναι πιο σημαντικός από τους υπόλοιπους – και όπου κανένα «περιστατικό» δεν είναι πιο κεντρικό από τα άλλα. Έχουμε βέβαια focal point (και πρόσωπο και περιστατικό εστίασης) αλλά υπάρχουν και άλλα γεγονότα και άνθρωποι που μπορεί να «βρίσκονται» στο παρελθόν ή να εμφανίζονται για λίγο, αλλά έχουν πολύ ισχυρή παρουσία.
Η μη απόλυτη επικέντρωση σε ένα δεδομένο είναι και θεματική. Μας λέει κάπως «κράτησε εσύ, αναγνώστη, τι θες να επεξεργαστείς περισσότερο – διάλεξε εσύ που θα σταθείς πιο πολύ…» Και τότε, θα ρωτήσει κανείς, γιατί μιλάμε για διηγήματα; Που είναι το unity of effect που τόσο όμορφα έθεσε ο Poe ως το βασικό ενός διηγήματος; Στην Beattie είναι υπαρκτό, αλλά άπιαστο, απροσδιόριστο, πολύ πολύ πολύ απτό… υφολογικό ως επί το πλείστον στις ιστορίες της. Χωρίς να είναι απόν, ή ασαφές. Απλά, είναι περισσότερο "ατμόσφαιρα", "μαγεία", παρά κάτι συγκεκριμένο.
The burning house
Ιστορία μεγάλη, σαν μυθιστόρημα, σε 12 – 13 σελίδες. Εμμονή στην ενδεικτική λεπτομέρεια, ήρωες πολλά πρόσωπα. Πρόσωπο εστίασης είναι η Έιμι. Περιστατικό εστίασης, ένα dinner party. Άλλα πρόσωπα είναι ο άντρας της Έιμι, ο ετεροθαλής αδελφός του, ο Νεοϋορκέζος γκαλερίστας που μάλλον είναι ο εραστής του άντρα της Έιμι (κάτι που φαίνεται στο τέλος της ιστορίας), και ένας γείτονας, ο J. D. Αυτός που ακούμε περισσότερο είναι ο γκαλερίστας (ο οποίος μάλιστα αφηγείται, πολύ ιδιοσυγκρασιακά, και μια ιστορία με τον Ωνάση) αλλά εξίσου σημαντικό πρόσωπο είναι ο γείτονας, ο J. D. – ο οποίος έχει έρθει για να αφήσει το αυτοκίνητο του στο γκαράζ, για το διάστημα που θα λείπει στη Γαλλία. Γιατί θα πάει στην Γαλλία; Διότι όταν είχε ξαναπάει, μερικά χρόνια πριν, είχε δει ένα δερμάτινο μπουφάν που δεν το πήρε τότε, ενώ του άρεσε, και τώρα θέλει να πάει να το αγοράσει. Και γιατί θέλει να το αποκτήσει; Διότι τότε ήταν εκεί, στην Γαλλία, μαζί με την γυναίκα και του γιο του οι οποίοι σκοτώθηκαν σε δυστύχημα. Κάτι που αναφέρεται σε μισή πρόταση.
Και έχουμε λοιπόν μια ιστορία που ξεκινά να "είναι" η αποξένωση και η ανία της πλούσιας λευκής Αμερικής, ύστερα γίνεται ένα σχόλιο στις σχέσεις της οικογένειας και την δυναμική τους, (διότι όλο το βράδυ η Έιμι δέχεται τηλεφωνήματα από τον επίσης παντρεμένο εραστή της), μετά έχουμε μια υπενθύμιση της βαρύτητας της απώλειας και της καθοριστικότητάς της, ύστερα για μερικές παραγράφους γίνεται βαθιά εσωτερική η ιστορία, μπαίνουμε σε πολύ ενδοσκοπικές σκέψεις της Έιμι, και έπειτα, στην τελευταία παράγραφο, εκείνη ρωτάει τον άντρα της αν τελικά θα μείνει ή θα φύγει. Όπου όμως υπενθυμίζω πως και εκείνη έχει εραστή – οπότε, κανενός την θέση δεν μπορείς να πάρεις, και δεν θέλεις. Κανέναν δεν κατανοείς από τους ήρωές της, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο του κατανοείς και όλους.
Ένα πολύ ενδιαφέρον στην πορεία της Beattie είναι πως όπως συνεχίζει να γράφει και να εκδίδει βιβλία, παρακολουθούμε την εξέλιξη όχι μόνο της τεχνικής της αλλά και των ηρώων της. Οι ιστορίες της έχουν μετατοπιστεί, ψυχικά, θα μπορούσαμε να πούμε. Κάποιοι ήρωές της έχουν όντως καταρρεύσει, ή κάνουν καταχρήσεις, ή έχουν κλινική κατάθλιψη, (που είναι αυτό που συμβαίνει και στην πραγματική ζωή στην συγκεκριμένη γενιά) όμως οι περισσότεροι, παρά την απογοήτευση, παρά την αμφιθυμία, υπερβαίνουν την ήττα της γενιάς τους. Μια ηρωίδα της από το διήγημα «Learning to Fall» λέει μια υπέροχη φράση: «Ό,τι είναι να συμβεί, δεν γίνεται να το σταματήσεις. Βάλε στόχο να το αντέξεις με χάρη».
Κάπου εκεί, η Beattie, που έχει κοινό που την διαβάζει και την αγοράζει πολύ, γίνεται ένα από τα τέσσερα πέντε κομβικά πρόσωπα που δημιούργησαν μια φάση της εκδοτικής αγοράς. Ο άλλος πολύ γνωστός είναι ο Κάρβερ – αυτοί λοιπόν έφεραν ένα νέο κοινό στη μυθοπλασία, έκαναν το διήγημα στα περιοδικά «μοδάτο», έκαναν την συλλογή διηγημάτων δημοφιλές είδος βιβλίου, ενώ το διήγημα απέκτησε και κεντρικό ρόλο στα εργαστήρια γραφής. (Παρόλα αυτά, η πιο μεγάλη της επιτυχία είναι μυθιστόρημα… το Picturing Will, που πούλησε πάνω από εκατό χιλιάδες αντίτυπα.)
Τότε, το 1983, το βρετανικό λογοτεχνικό περιοδικό Granta ανακοινώνει την γέννηση ενός νέου στιλ στον ρεαλισμό, μια «λογοτεχνική ζώνη του Λυκόφωτος που επικεντρώνεται στην σκοτεινή πλευρά της σύγχρονης Αμερικής». Αυτός ο νέος τρόπος γραφής, αποτυπώνει συνηθισμένους ανθρώπους, σε συνηθισμένες καταστάσεις. Το σημαντικό είναι ο τρόπος που το κάνει αυτό: υπάρχει αδιαφορία στην καταγραφή, έλλειψη εμφανούς συναισθηματικής εμπλοκής από τον συγγραφέα, ψυχρότητα, αντικειμενικότητα, και τόσο θετικά όσο και αρνητικά, ολιγολογία. Ονομάζεται αυτό το στιλ και "dirty realism", "Coca-Cola realism", ή επίσης, "Post-Vietnam, post-literary, post-modernist blue-collar neo-early-Hemingwayism". Απορρίπτει εντελώς τις πλαστογραφημένες εμπειρίες που πλάθονται χάριν της δραματικότητας – και είναι ένα αμάλγαμα από αναμνήσεις του Βιετνάμ, καταστροφικούς γάμους, προδοσίες, απάτες, αποτυχίες στην επαγγελματική ζωή. Όλα αυτά περιβάλλονται και περιγράφονται με μια λιτότητα, έναν μινιμαλισμό, που λειτουργεί λίγο όπως το free space στις παραστατικές τέχνες. Αναδεικνύει το υπόλοιπο, το ουσιώδες. Φέρνει το έργο τέχνης στο προσκήνιο, μας κάνει να (αναγκαστούμε να) εστιάσουμε σε αυτό.
Αλλά ακόμη και η φράση έργο τέχνης είναι λάθος… γιατί αυτό το κίνημα απορρίπτει οτιδήποτε θυμίζει την επιτήδευση του τεχνουργήματος. Θέλουν να παρουσιάσουν την πραγματικότητα όπως πραγματικά είναι. Εκπρόσωποι του ρεύματος αυτού, με την τεράστια επιρροή είναι μεταξύ άλλων ο Frederick Barthelme, η Bobbie Ann Mason, η Mary Robinson και κυρίως βέβαια, το μεγάλο αστέρι της Αμερικανικής διηγηματογραφίας, ο Raymond Carver. Που τους έχουν αποκαλέσει ως γενιά λογοτεχνική «τα σκυθρωπά ανίψια του Hemingway». Η Ανν παραδόξως αν και γράφει «έτσι», δεν λογίζεται σε αυτούς, διότι οι ήρωες της δεν ανήκουν στην εργατική τάξη. Τότε. Όμως, σήμερα πια, εκείνη και ο Κάρβερ έχουν ανυψωθεί στο τέμπλο δεξιά και αριστερά της ωραίας πύλης του ναού του βρώμικου ρεαλισμού. Και αλληλοσυμπληρώνονται: εκείνος blue collar και Seattle, εκείνη μέση τάξη, και Νέα Αγγλία.
Το 1985 επιστρέφει από την Νέα Υόρκη στην επαρχία, παντρεύεται έναν ζωγράφο, και έκτοτε ζει μια ζωή άνετη, και συγγραφική. Τον χειμώνα πηγαίνει στην Φλόριντα, το καλοκαίρι στο σπίτι της, ένα αρχοντικό στα παράλια του Μέιν. Όποτε έχει διάθεση διδάσκει ελάχιστες ώρες για ένα εξάμηνο σε κάποιο πανεπιστήμιο. Και αν και δεν κάνει συγγραφικές σχέσεις, είναι πολλά χρόνια μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων, και έτσι πολλοί συγγραφείς και ειδικά διηγηματογράφοι αναφέρουν ότι προσπαθεί πάντα να κερδίζουν υποτροφίες Γκούγκενχαϊμ. Επίσης, έχει βραβευτεί πολύ αλλά όπως δηλώνει… «αυτό που έχει σημασία είναι να γράφεις το βιβλίο. Αυτό που έχει σημασία είναι οι ιστορίες. Μου αρέσει να γράφω, μου αρέσουν τα διηγήματα. Μου αρέσουν και ως αντικείμενα. Μου αρέσουν τα χειρόγραφα. Μου αρέσει να τα κρατάω στα χέρια μου».
Πως γράφει
Κάνει τον σημαντικό διαχωρισμό ανάμεσα στο γκάζι και στο φρένο. Ξεκινά με πολλή ταχύτητα και ενστικτώδικα. Λέει ότι πολύ συχνά ένα αντικείμενο, μια εικόνα, ή μια φράση, μπορεί να της προκαλέσουν κάποιου είδους «περιέργεια» για να δει, να ανακαλύψει που ακριβώς θα μπορούσαν να μπουν σε μια ιστορία, στην ζωή ανθρώπων. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το διήγημα Janus, όπου πρωταγωνιστεί ένα κεραμικό μπολ.
Janus
Η Άντρεα έχει εμμονή με ένα κεραμικό μπολάκι που της έχει χαρίσει ο πρώην εραστής της, απλά επειδή δεν μπόρεσε να κρατήσει την σχέση. Αυτό δεν ακούγεται ιδιαίτερα εντυπωσιακό, δεν μοιάζει να φτάνει για να γίνει το βασικό όχημα μιας από τις πλέον ανθολογημένες ιστορίες της σύγχρονης Αμερικανικής διηγηματογραφίας, αλλά όμως μερικές πτυχές της ιστορίας είναι πολύ δουλεμένες και σαγηνευτικές. Και, πολύ χαρακτηριστικό της Beattie, αναφέρονται σχεδόν a propo. Αιφνίδια και πολύ συνοπτικά.
Συχνά λοιπόν η Beattie ξεκινά από ένα αντικείμενο και από αυτό ανακαλύπτει τον κόσμο αλλά και την πορεία του διηγήματος. Αυτή η τεχνική βέβαια, που είναι επικεντρωμένη σε ένα ερέθισμα, μάλλον δύσκολα είναι γόνιμη για ένα μυθιστόρημα.
Σε πολλές συνεντεύξεις της δεν κρύβει πως πολύ συχνά οι χαρακτήρες της καταλήγουν να λένε πράγματα που της έχουν πει στην πραγματική ζωή φίλοι ή γνωστοί – ή που τα έχει ακούσει. Είναι, λέει, «λες και ολόκληρη η ιστορία γράφτηκε από μια ασυνείδητη επιθυμία να κατανοήσω την φράση και την σχέση που την δημιούργησε… αν και κατά κανόνα είναι μια φράση που την είχα ξεχάσει εντελώς». Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι από το The Burning House, όπου η φράση κλειδί που λέει ο πρωταγωνιστής είναι μια φράση που έναν χρόνο πριν είχε πει κάποιος στην ίδια την Ann Beattie, κάτι σαν «κάνεις παρέα με πάρα πολλούς άντρες».
Είναι ανελέητη στο edit των ιστοριών (as opposed στο drafting) στο φρένο μετά το γκάζι της πρώτης γραφής. Λέει πως έχει πετάξει ολόκληρα μυθιστορήματα, πάνω από πέντε. Για κάθε μία από τις 125 ιστορίες της, έχει απορρίψει τρεις. Αλλά επίσης αφαιρεί και μεγάλα κομμάτια και από τις ιστορίες της που της αρέσουν. Αν και η ίδια απορρίπτει τον χαρακτηρισμό minimalistic, και η αλήθεια είναι πως μπορεί να μην έχει την συνειδητή πρόθεση να γράφει έτσι, πάντως έτσι λειτουργούν οι ιστορίες της. Με την επιδέξια χρήση όσων δεν λέγονται και όσων απουσιάζουν δίνεται έμφαση σε αυτά που λέγονται. Το μήνυμα περνάει έμμεσα, υπαινικτικά, πλάγια, και αυτό είναι που το κάνει πιο ισχυρό όταν φτάσει σε εμάς.
Αν αυτό μας θυμίζει την τεχνική που εισήγαγε και καθιέρωσε ο Χέμινγουεϊ, καλώς μας το θυμίζει. Από αυτόν έχει κρατήσει ακόμη και την έμφαση που δίνει στην χρήση του διαλόγου. Σπανιότατα έχουμε «είπε» ή «λέει». Είναι ελλειπτικός και μάλλον σύντομος, για να προκαλέσει τον αναγνώστη να γεμίσει τα κενά. Επιφανειακά, είναι έξυπνος διάλογος, ευφυής, αλλά σε ένα πολύ περιορισμένο επίπεδο – ένα κυνήγι ατάκας περισσότερο, παρά προσπάθεια να ειπωθεί κάτι αληθινό.
Τα τελευταία χρόνια, είναι πολύ κατεστημένη, αλλά οι κριτικές που παίρνει δεν είναι ισάξιες του παρελθόντος. Πολύ διατυπώνουν μια απογοήτευση... Όμως ίσως να υπάρχει μια τραγική ειρωνεία στην σταδιοδρομία της. Η Ann Beattie βοήθησε μια γενιά να κατανοήσει τον εαυτό της, την θέση της στον κόσμο. Και όταν το έκανε αυτό, πρώτη, εξαιρετικά καλά, αλλάζοντας ταυτόχρονα την Αμερικανική λογοτεχνία και την διηγηματογραφία, αυτή η γενιά είχε μεγαλώσει και αναζητούσε άλλες απολαύσεις και διεξόδους… και ξέχασε την παλιά της φωνή.
Είναι όμως μια σπουδαία συγγραφέας. Τολμηρή, παθιασμένη, ακόμη και στην έλλειψη έντασης, ειλικρινής. Πειραματίζεται, άφοβα. Είναι εξαιρετική στην τέχνη της αναγωγής, από δέκα λέξεις να καταλάβεις έναν τεράστιο κόσμο, ή όλες της πτυχές μιας ψυχικής, ανθρώπινης κατάστασης. Φωτίζει, αλλά με ένα φως που και το ίδιο είναι κομμάτι του φωτιζόμενου... Και αν και είναι η φωνή μιας συγκεκριμένης γενιάς, ή ίσως ακριβώς για αυτό, είναι και μια εξαιρετική αφηγήτρια των διαχρονικών και θεμελιωδών εκδοχών της ανθρώπινης συνθήκης. Αξίζει να διαβαστεί και να μεταφραστεί! Είθε.
Η εργογραφία της
Μυθιστορήματα
Chilly Scenes of Winter (1976)
Falling In Place (1981);
Love Always (1986);
Picturing Will (1989);
Another You (1995);
My Life, Starring Dara Falcon (1997);
The Doctor's House (2002);
Mrs. Nixon: A Novelist Imagines A Life (2011)
A Wonderful Stroke of Luck (2019)
Συλλογές διηγημάτων
Distortions (1976);
Secrets and Surprises (1978);
The Burning House (1982);
What Was Mine (1991); ISBN 0-517-10541-1
Where You’ll Find Me and Other Stories (1986);
Park City (1998);
Perfect Recall (2000);
Follies: New Stories (2005);
The New Yorker Stories (2011);
The State We're In: Maine Stories (2015)
The Accomplished Guest (2017)
Βαγγέλης Προβιάς, Ιανουάριος 2022
Ακόμη μια συγγραφέας που δεν είναι γνωστή στην Ελλάδα, και παραμένει πλήρως αμετάφραστη (με έναν αστερίσκο, αναφορά στο έργο της υπάρχει εδώ), η Ann Beattie, που γεννήθηκε το 1947, βρίσκεται στο μεταίχμιο της λογοτεχνικής, «σοβαρής» μυθοπλασίας και της δημοφιλίας. Κερδίζει και στα δύο γήπεδα. Είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική εκπρόσωπος του καλούμενου «Διηγήματος του Περιοδικού New Yorker», το οποίου κάποιες ιδιότητες είναι η υπαινικτικότητα, ο καυστικός, αιχμηρός διάλογος, με τα πολλά υπονοούμενα, και μια σχεδόν κυνική θεώρηση των ανθρώπινων σχέσεων. Την έχουν ονομάσει, εύστοχα, «Bob Dylan της διηγηματογραφίας»: είναι η φωνή μιας πολύ συγκεκριμένης γενιάς και εποχής, όταν εμφανίστηκε, νεότατη, θεωρήθηκε πλήρως ανεπτυγμένο ταλέντο, αμέσως απέκτησε κοινό, (για την ακρίβεια έκανε πάταγο) – αλλά ισχύει και το ότι ξεκινώντας με τόσο απόλυτη και ευρεία αποδοχή, μετά δεν υπήρχε παραπάνω... μπορούσε παρά να κινηθεί προς τα "κάτω".
Η θεματολογία της είναι στιβαρά πατημένη στην εποχή και στο τώρα της – θεωρείται εκπρόσωπος και φωνή της γενιάς της, μιας ιδιαίτερης γενιάς. Μόνο αυτής όμως! Δεν έχει γράψει ιστορική μυθοπλασία, δεν έχει κάνει απόπειρες να ερευνήσει άλλα πεδία χρονικά, γεωγραφικά ή ψυχικά. Το έργο της είναι η αποτύπωση και εξερεύνηση της γενιάς που ενηλικιώθηκε ηλικιακά, «αριθμητικά» στην δεκαετία του 1960, με πολλά όνειρα, με πολύ ρομαντισμό, με οργή, με πολύ καλές προθέσεις, με ριζοσπαστικότητα, με διάθεση να αλλάξει τον κόσμο… αλλά οι επόμενες δεκαετίες, το 1970 και το 1980, διέψευσαν όλες τις προσδοκίες της για έναν καλύτερο κόσμο. Και, εκεί έγκειται η τραγωδία, αλλά και η αφηγηματική γονιμότητα: η ψυχική ενηλικίωση της γενιάς, που έγινε με μεγάλη καθυστέρηση σε σχέση με την αριθμητική, και που είχε σαν αποτέλεσμα όχι μόνο να μην έλθει ποτέ ένας καλύτερος κόσμος, αλλά ούτε καν μια προσωπική ισορροπία, μια «μέση» ευτυχία για πολλά από τα μέλη της, και ήρωες της μυθοπλασίας της Ann Beattie.
Στην Ann Beattie πιστώνουν ότι είναι υπεύθυνη για ένα λογοτεχνικό φαινόμενο (φαινόμενο της αγοράς του βιβλίου για την ακρίβεια) αλλά και συνυπεύθυνη για ένα λογοτεχνικό ρεύμα, καθώς για μια «φωνή», ένα ύφος, έναν τρόπο ομιλίας και επικοινωνίας (δηλαδή και σκέψης) που σε πολλούς από εμάς είναι πολύ οικεία. Ο σπουδαίος John Updike έχει πει για εκείνη κάτι πολύ βαρύ… την τρομακτική φράση «You figured out how to write an entirely different kind of story.». Τέλος, και αυτό ενδεχομένως είναι ένα κλειδί του έργου της, η αγαπημένη της ατάκα ενός άλλου λογοτέχνη, είναι του W.H. Auden, αυτή: «το μόνο που θα σου πει ποτέ o χρόνος είναι ‘στα έλεγα εγώ’».
Η αρχή της ιστορίας.
Ήταν κόρη πολύ συντηρητικών γονέων, ευκατάστατων, κανένας από τους οποίους δεν είχε πάει στο πανεπιστήμιο. Μεγάλωσε πολύ συνεσταλμένη, μοναχικά. Δεν θυμάται με ιδιαίτερη χαρά την παιδική της ηλικία, αλλά ούτε και δυσάρεστα. Βαριόταν πολύ, λέει. Ο πατέρας της ήταν αγέλαστος άνθρωπος, μαζεμένος πολύ, αυστηρός, στέλεχος του δημοσίου, και φαίνεται πως αυτός υποχρέωσε την μητέρα της να σταματήσει να δουλεύει μετά την γέννησης της Ann, το 1947. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος σε περισσότερες από μια περιπτώσεις είχε εξαφανιστεί από το σπίτι για κάμποσες μέρες.
Ίσως μια αρκετά ενδεικτική λεπτομέρεια της παιδικής ηλικίας να είναι πως η Ann θυμάται, με απόλυτη σιγουριά, ότι ποτέ δεν είχαν καλέσει οι γονείς της στο σπίτι κάποιον, οποιονδήποτε, φίλο, συνάδελφο, γείτονα, σε τραπέζι. Ενδεχομένως να είναι αυτό μια εξήγηση και της στάσης της Beattie που αργότερα, ως ενήλικας και αναγνωρισμένη συγγραφέας, θα είναι περιβόητη για το πόσο δεν συμμετείχε ποτέ σε συγγραφικές κοινωνικότητες.
Διάβαζε ως παιδί, αλλά χωρίς πάθος. Και δεν έγραφε από μικρή. Σε πολλές συνεντεύξεις τονίζει πως δεν ήταν προικισμένο παιδί, ταγμένο στην λογοτεχνία. «Αγαπούσα το βιβλία αλλά αυτό δεν ήταν ένδειξη ταλέντου. Ήμουν το υπέρτατα συνηθισμένο παιδί.» Τελείωσε το 1969 το πανεπιστήμιο, και συνέχισε τις σπουδές της με σκοπό να γίνει δασκάλα. Δεν ήταν, πάλι, ιδιαίτερα επιτυχημένη ως φοιτήτρια, περνούσε με Β τα μαθήματα, ούτε και πολύ κοινωνική, αλλά κάπου εκεί ανακάλυψε την διασκέδαση που της έδινε το να γράφει ιστορίες. Το έκανε λοιπόν ως χόμπι. Λέει η ίδια: «Ήταν τόσο διασκεδαστικό να σκαρώνω ιστορίες. Ήταν τόσο ενεργητική δραστηριότητα. Και δεν είχα την παραμικρή ιδέα με τι τα έβαζα, κάτι που με βοήθησε πάρα πολύ».
Κάτι πολύ χαρακτηριστικό της, και μάλλον σπάνιο για συγγραφέα της ευρύτερης Αγγλοσαξονικής συγγραφικής πραγματικότητας. Δεν έγραφε για να κάνει «διάλογο» με άλλους συγγραφείς, δεν ήθελε να συνεχίσει κάποια λογοτεχνική παράδοση, ή να πάει κόντρα σε μια άλλη. Επίσης, δεν παρακολούθησε ποτέ εργαστήρια δημιουργικής γραφής, δεν ήταν δικτυωμένη σε τμήματα πανεπιστημιακά. Το έργο της διαμορφώθηκε ανεξάρτητα από εργαστηριακές επιρροές, ή από ζητούμενα της αγοράς. Της άρεσε να γράφει ιστορίες από τον κόσμο της, γιατί περνούσε όμορφα, μέχρι που έγραψε πολλές και μπόρεσε να τις εκδόσει.
Ωστόσο φάνηκε πολύ τυχερή. Στο Κονέκτικατ, όπου συνέχισε τις σπουδές της, δίδασκε ένας κριτικός και ποιητής, ο J. D. O’ Hara. Την είδε να γράφει, της ζήτησε να δει τα διηγήματά της και κάποια που του άρεσαν τα έστειλε σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, και περιοδικά που δημοσίευαν μυθοπλασία. Ένα από αυτά ήταν και το New Yorker, που εκείνη την εποχή, μια μεταιχμιακή περίοδο για τον τύπο γενικά αλλά και τα περιοδικά, αναζητούσε νέες φωνές. Ο υπεύθυνος για την δημοσίευση μυθοπλασίας δημοσιογράφος της έστειλε ένα πολύ ενθαρρυντικό γράμμα, όπου της έλεγε «η δουλειά σου είναι ενδιαφέρουσα, στέλνε απευθείας σε μένα τα διηγήματά σου». Έτσι, άνοιξε μια πολύ μεγάλη πόρτα. Η Beattie έστειλε την πρώτη χρονιά είκοσι μία ιστορίες. Καμία δεν δημοσιεύτηκε. Δεν πειράζει. Συνέχισε να στέλνει. Η εικοστή δεύτερη, μπήκε τελικά στο περιοδικό. Έχει τίτλο A Platonic Relationship και κάνει έναν μικρό πάταγο, είναι η ιστορία που την κάνει πρώτη φορά γνωστή, το breakthrough της. Ήταν είκοσι πέντε ετών.
The Platonic Relatioship
Πολύ χαρακτηριστική της ιστορία. Πολύ αδρά, η πλοκή είναι αυτή: Μια νέα γυναίκα, αποφασίζει να αφήσει τον μεγαλύτερο άντρα της, που είναι και ευκατάστατος οικονομικά και μάλλον αυτός την συντηρεί, για να ολοκληρώσει τις σπουδές της και να εργαστεί ως δασκάλα. Το κάνει όντως, πιάνει ένα σπίτι, που δεν είναι σε πολύ καλή κατάσταση, φοιτητικό – και λίγο αργότερα βρίσκει έναν συγκάτοικο, τον Σαμ. Με τον οποίο σιγά σιγά, αν και στην αρχή της φαίνεται πολύ παράξενος, και μάλλον δικαιολογημένα, αποκτά μια σχέση, φορτισμένη, αλλά όχι ερωτική. Η σχέση αυτή γρήγορα αποδεικνύεται να έχει το κόστος της, γιατί η ηρωίδα παραμελεί την διδασκαλία, ξενυχτάει, αλλά μαζί και ξεδιπλώνεται. Όλα αυτά γίνονται εν γνώση του πρώην σύζυγού της, ο οποίος τα μαθαίνει την ίδια – και μια μέρα καλεί τον Σαμ και εκείνη στο σπίτι του.
Ύστερα από λίγο καιρό ο Σαμ ανακοινώνει ότι παρατάει την νομική και θα πάρει μια μηχανή για να ταξιδέψει στην Δυτική ακτή. Η ηρωίδα προσπαθεί να τον μεταπείσει, μάταια όμως. Αυτός αγοράζει μια ακριβή μηχανή, και φεύγει. Η γυναίκα, που δεν μαθαίνουμε το όνομά της, ένα τέχνασμα που συχνά εφαρμόζει η Beattie στις ιστορίες της, στενοχωριέται, αλλά με τον σύγχρονο, «αποστασιοποιημένο» τρόπο, και το ίδιο διάστημα αρχίζει να ξαναβγαίνει με τον άντρα της… μέχρι που αφήνεται να εννοηθεί ότι μάλλον θα τα ξαναβρούνε. Και αυτό είναι όλο.
Όμως στο τέλος της ιστορίας δύο δεδομένα μπλέκουν τα πράγματα αρκετά. Είναι δύο γεγονότα διηγηματογραφικής «epiphany» στο μυαλό του αναγνώστη. Το πρώτο είναι η ερώτηση «πως βρήκε τα λεφτά για την μηχανή ο Σαμ, που δεν είχε χρήματα να της πληρώνει ενοίκιο;». Αφήνονται κάποια υπονοούμενα στην ιστορία... Και το δεύτερο, η στιγμή της επιφοίτησης της γυναίκας σχετικά με την υποχώρηση της και την επιστροφή στον άντρα της.
Για τα επόμενα χρόνια η Beattie γράφει και δημοσιεύει με μεγάλη συχνότητα στο The New Yorker. Οι πρώτες ιστορίες, που αργότερα βγήκαν συγκεντρωμένες σε έναν τόμο με τίτλο Distortions είχαν πρωταγωνιστές πρόσωπα της ηλικίας της, ίσως και ελάχιστα μεγαλύτερα, που είχαν ζήσει την ένταση του κινήματος της αντικουλτούρας την δεκαετία του 1960, με την ελευθερία, τις προοπτικές, για να βρεθούν όμως λίγα χρόνια μετά στην χωρίς διεξόδους και παράθυρα με θέα ζωή της δεκαετίας του 1970.
Υπενθυμίζω εδώ που είμαστε ιστορικά. Μετά από την ελπιδοφόρα δεκαετία του 1960, το 1970 τρόμαξε τους μέσους Αμερικανούς, αρχίζουν λοιπόν και ψηφίζουν βαθιά συντηρητικούς υποψηφίους, τον Νίξον, αργότερα τον Ρέιγκαν… Επιπλέον, υπάρχει η οικονομική κρίση που επιβαρύνει όλο και περισσότερο τις μεσαίες και τις χαμηλές τάξεις. Σε αυτό το κλίμα λοιπόν οι Beattie generation (οι φανατικοί αναγνώστες της Ann Beattie) είναι άνθρωποι που η αναζήτηση δουλειάς, δεν τους εμποδίζει καθόλου να συνεχίζουν να αναζητούν και αυτό το τόσο άπιαστο και αμφιλεγόμενο πράγμα, το «νόημα της ζωής». Αλλά, τι από τα δύο θα καταφέρουν να βρουν; Δουλειά; Νόημα; Και τα δύο; Μήπως τίποτε;
Ένα χαρακτηριστικό της για το οποίο έχει επικριθεί, είναι ότι δεν θέλει καθόλου να επικρίνει τον κόσμο από τον οποίο προέρχεται, αποδέχεται και το διαζύγιο, και την μοιχεία, και τις αναίτιες παραιτήσεις χωρίς να έχεις βρει επόμενη εργασία, και την αποξένωση, και τους αμυντικούς μηχανισμούς, και την απόσυρση. Επίσης, οι ιστορίες της δεν έχουν καμία πρόθεση παρηγοριάς ή συγχώρεσης ή αιτιολόγησης όσων κάνουν, ή δεν κάνουν, οι ήρωές της.
Αυτό που "έχουν στόχο" τα διηγήματα είναι να φωτίσουν. Λέει η ίδια: «Αυτό που με ενδιαφέρει στην μυθοπλασία, είναι να κοιτάξω κάτι στο παρόν και να προσπαθήσω από αυτό να συμπεράνω το μέλλον». Ο τρόπος της αφήγησης είναι πολύ λιτός. Δεν «σαγηνεύει» με τις αφηγήσεις της, γνωστοποιεί. Αυτός είναι και ο λόγος που την έχουν ονομάσει ίσως τον πιο άξιο επίγονο του Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Απέχει από την αποτίμηση των καταστάσεων, την έγκριση ή την απόρριψή ανθρώπων και συμπεριφορών. Αφηγείται με την χρήση της ενδεικτικής λεπτομέρειας, και ένα χαρακτηριστικό της πολύ ιδιαίτερο, δίνει την ίδια έμφαση στο πολύ καθημερινό όσο και στο αφηγηματικά φορτισμένο, στο δραματικό, αυτό που πιο κλασικοί διηγηματογράφοι θα το έκαναν επίκεντρο στην ιστορία τους.
Φυσικά όλα αυτά δεν υπήρχαν από την αρχή στις ιστορίες της. Στις πρώτες της ιστορίες υπάρχουν όμως πολύ ισχυρές ενδείξεις, και του κόσμου αλλά και της τεχνικής της συγγραφέα. Αναφέρει, δε, πως τότε διάβαζε πάρα πολύ Joan Didion (η οποία έγραφε non fiction). Άλλες επιρροές της είναι ο Πίντερ, ο Ιονέσκο και ο Μπέκετ – ειδικά τον τελευταίο τον αναφέρει πολύ, τον αγαπά ιδιαίτερα. Η επιρροή του θέατρου του παραλόγου φαίνεται και στην χρήση του διαλόγου, που είναι πολύ συχνά η βασική αφηγηματική δύναμη στα διηγήματα της Beattie, αλλά και στο γεγονός πως πολύ συχνά άψυχα αντικείμενα είναι εξίσου σημαντικά για τους ήρωές της όσο οι άλλοι άνθρωποι. Ενδεχομένως και πιο πολύ.
Οι πρώτοι ήρωές της, επίσης, έχουν βαθιά πεποίθηση ότι η ζωή είναι κάτι που μπορείς να διαπραγματευτείς. Θεωρούν πως οι επιλογές που έκαναν μπορούν να ξε-γίνουν, τα λάθη να διορθωθούν, πως ο χρόνος δεν μπορεί παρά να βελτιώνει τα πράγματα. Αυτό τους ωθεί σε μια πολύ έντονη νοσταλγία, η οποία είναι η αγαπημένη μορφή αυταπάτης, μαζί με την εξυπνάδα, τον κυνισμό και το χιούμορ.
Βέβαια η εξυπνάδα των ηρώων της είναι περιορισμένη, αφορά πιο πολύ μια ικανότητα στον σχολιασμό των πραγμάτων, όχι την γενικότερη ικανότητα πλοήγησης στην ζωή. Κάθε άλλο. Η συμπεριφορά τους είναι λες και το να είσαι μοναχικός και απωθητικά εγωκεντρικός είναι η φυσική ανθρώπινη κατάσταση. Η βασική τους ενόρμηση στην ζωή δεν είναι να ευτυχήσουν, αλλά να κρύψουν και να δικαιολογήσουν την νευρωτική τους απροθυμία καθώς και την διστακτικότητα τους να αναλάβουν τις ευθύνες τους για να ικανοποιήσουν τις πραγματικές τους επιθυμίες.
Όσον αφορά το χιούμορ και τον κυνισμό, η Beattie με τα διηγήματά της ανέδειξε, πρώτη, αυτό το είδος της ειρωνικής επίγνωσης, της κορεσμένης υπερευαισθησίας που μερικά χρόνια μετά έφτασε να χαρακτηρίζει τον τρόπο που μιλούν οι μέχρι τα τριάντα τους σε ταινίες, σε σειρές, σε μεταμοντέρνα μυθιστορήματα. Όπως είπε κάποιος, είναι σαν τα παιδιά του Κολυμβητή του Τσίβερ να έχουν ενηλικιωθεί και να ανακάλυψαν το Περιμένοντας τον Γκοντό.
Το 1976 κυκλοφορεί την πρώτη συλλογή διηγημάτων της και το πρώτο μυθιστόρημα. Χαιρετίστηκε ως η πιο καθαρή φωνή της γενιάς της, μιας γενιάς που λόγω των ναρκωτικών, της άστατης ζωής, του αλκοόλ, των πολλών πάρτι, δεν είχε να δείξει πολλούς καταγραφείς… πολλοί άλλωστε από αυτούς ήταν μέλη του κινήματος της Αντικουλτούρας, δεν θα δέχονταν ποτέ να δημοσιευθούν σε ένα mainstream περιοδικό σαν το New Yorker.
Μετά την θραμβευτική είσοδο στην λογοτεχνία, συνεχίζει να γράφει, να εκδίδει και να διδάσκει σε μικρά και μεγαλύτερα πανεπιστήμια. Το 1980 χωρίζει από τον πρώτο της άντρα και μετακομίζει στην Νέα Υόρκη. Έχει γίνει πάρα πολύ διάσημη. Την διαβάζουν οι νέοι. Και μάλιστα πολύ. Είναι ένας από τους 5 – 6 συγγραφείς, μαζί με τον Νόρμαν Μέιλερ, την Τζόαν Ντιντιόν, την Σούζαν Σόνταγκ που τους αναγνωρίζουν στον δρόμο. Έχει φανατικό κοινό, που ονομάζονται The Beattie Generation. Αλλά σε αντίθεση με την συντριπτική πλειοψηφία των συγγραφέων, και παρά το γεγονός πως ζούσε στην καρδιά της εκδοτικής δραστηριότητας, δεν έκανε συγγραφικές δημόσιες σχέσεις. Πολύ σπάνια έδινε καμία ομιλία, αλλά δεν έγραφε κριτικές, δεν πήγαινε σε παρουσιάσεις βιβλίων. Είχε πολύ ήσυχη και συγκεντρωμένη ζωή.
Εδώ είναι που ο John Updike της λέει και την "μεγάλη" ατάκα, ότι επινόησε ένα νέο είδος διηγήματος. Τι είναι αυτό το νέο είδος ιστορίας, τεχνικά; Τι ιδιαίτερο έχει το "σχήμα" του διηγήματος που η Ann καθιέρωσε; Είναι, σε κάποιο, όχι μικρό βαθμό, αυτό που λέμε ensemble piece, στον κινηματογράφο. Όπου κανένας χαρακτήρας δεν είναι πιο σημαντικός από τους υπόλοιπους – και όπου κανένα «περιστατικό» δεν είναι πιο κεντρικό από τα άλλα. Έχουμε βέβαια focal point (και πρόσωπο και περιστατικό εστίασης) αλλά υπάρχουν και άλλα γεγονότα και άνθρωποι που μπορεί να «βρίσκονται» στο παρελθόν ή να εμφανίζονται για λίγο, αλλά έχουν πολύ ισχυρή παρουσία.
Η μη απόλυτη επικέντρωση σε ένα δεδομένο είναι και θεματική. Μας λέει κάπως «κράτησε εσύ, αναγνώστη, τι θες να επεξεργαστείς περισσότερο – διάλεξε εσύ που θα σταθείς πιο πολύ…» Και τότε, θα ρωτήσει κανείς, γιατί μιλάμε για διηγήματα; Που είναι το unity of effect που τόσο όμορφα έθεσε ο Poe ως το βασικό ενός διηγήματος; Στην Beattie είναι υπαρκτό, αλλά άπιαστο, απροσδιόριστο, πολύ πολύ πολύ απτό… υφολογικό ως επί το πλείστον στις ιστορίες της. Χωρίς να είναι απόν, ή ασαφές. Απλά, είναι περισσότερο "ατμόσφαιρα", "μαγεία", παρά κάτι συγκεκριμένο.
The burning house
Ιστορία μεγάλη, σαν μυθιστόρημα, σε 12 – 13 σελίδες. Εμμονή στην ενδεικτική λεπτομέρεια, ήρωες πολλά πρόσωπα. Πρόσωπο εστίασης είναι η Έιμι. Περιστατικό εστίασης, ένα dinner party. Άλλα πρόσωπα είναι ο άντρας της Έιμι, ο ετεροθαλής αδελφός του, ο Νεοϋορκέζος γκαλερίστας που μάλλον είναι ο εραστής του άντρα της Έιμι (κάτι που φαίνεται στο τέλος της ιστορίας), και ένας γείτονας, ο J. D. Αυτός που ακούμε περισσότερο είναι ο γκαλερίστας (ο οποίος μάλιστα αφηγείται, πολύ ιδιοσυγκρασιακά, και μια ιστορία με τον Ωνάση) αλλά εξίσου σημαντικό πρόσωπο είναι ο γείτονας, ο J. D. – ο οποίος έχει έρθει για να αφήσει το αυτοκίνητο του στο γκαράζ, για το διάστημα που θα λείπει στη Γαλλία. Γιατί θα πάει στην Γαλλία; Διότι όταν είχε ξαναπάει, μερικά χρόνια πριν, είχε δει ένα δερμάτινο μπουφάν που δεν το πήρε τότε, ενώ του άρεσε, και τώρα θέλει να πάει να το αγοράσει. Και γιατί θέλει να το αποκτήσει; Διότι τότε ήταν εκεί, στην Γαλλία, μαζί με την γυναίκα και του γιο του οι οποίοι σκοτώθηκαν σε δυστύχημα. Κάτι που αναφέρεται σε μισή πρόταση.
Και έχουμε λοιπόν μια ιστορία που ξεκινά να "είναι" η αποξένωση και η ανία της πλούσιας λευκής Αμερικής, ύστερα γίνεται ένα σχόλιο στις σχέσεις της οικογένειας και την δυναμική τους, (διότι όλο το βράδυ η Έιμι δέχεται τηλεφωνήματα από τον επίσης παντρεμένο εραστή της), μετά έχουμε μια υπενθύμιση της βαρύτητας της απώλειας και της καθοριστικότητάς της, ύστερα για μερικές παραγράφους γίνεται βαθιά εσωτερική η ιστορία, μπαίνουμε σε πολύ ενδοσκοπικές σκέψεις της Έιμι, και έπειτα, στην τελευταία παράγραφο, εκείνη ρωτάει τον άντρα της αν τελικά θα μείνει ή θα φύγει. Όπου όμως υπενθυμίζω πως και εκείνη έχει εραστή – οπότε, κανενός την θέση δεν μπορείς να πάρεις, και δεν θέλεις. Κανέναν δεν κατανοείς από τους ήρωές της, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο του κατανοείς και όλους.
Ένα πολύ ενδιαφέρον στην πορεία της Beattie είναι πως όπως συνεχίζει να γράφει και να εκδίδει βιβλία, παρακολουθούμε την εξέλιξη όχι μόνο της τεχνικής της αλλά και των ηρώων της. Οι ιστορίες της έχουν μετατοπιστεί, ψυχικά, θα μπορούσαμε να πούμε. Κάποιοι ήρωές της έχουν όντως καταρρεύσει, ή κάνουν καταχρήσεις, ή έχουν κλινική κατάθλιψη, (που είναι αυτό που συμβαίνει και στην πραγματική ζωή στην συγκεκριμένη γενιά) όμως οι περισσότεροι, παρά την απογοήτευση, παρά την αμφιθυμία, υπερβαίνουν την ήττα της γενιάς τους. Μια ηρωίδα της από το διήγημα «Learning to Fall» λέει μια υπέροχη φράση: «Ό,τι είναι να συμβεί, δεν γίνεται να το σταματήσεις. Βάλε στόχο να το αντέξεις με χάρη».
Κάπου εκεί, η Beattie, που έχει κοινό που την διαβάζει και την αγοράζει πολύ, γίνεται ένα από τα τέσσερα πέντε κομβικά πρόσωπα που δημιούργησαν μια φάση της εκδοτικής αγοράς. Ο άλλος πολύ γνωστός είναι ο Κάρβερ – αυτοί λοιπόν έφεραν ένα νέο κοινό στη μυθοπλασία, έκαναν το διήγημα στα περιοδικά «μοδάτο», έκαναν την συλλογή διηγημάτων δημοφιλές είδος βιβλίου, ενώ το διήγημα απέκτησε και κεντρικό ρόλο στα εργαστήρια γραφής. (Παρόλα αυτά, η πιο μεγάλη της επιτυχία είναι μυθιστόρημα… το Picturing Will, που πούλησε πάνω από εκατό χιλιάδες αντίτυπα.)
Τότε, το 1983, το βρετανικό λογοτεχνικό περιοδικό Granta ανακοινώνει την γέννηση ενός νέου στιλ στον ρεαλισμό, μια «λογοτεχνική ζώνη του Λυκόφωτος που επικεντρώνεται στην σκοτεινή πλευρά της σύγχρονης Αμερικής». Αυτός ο νέος τρόπος γραφής, αποτυπώνει συνηθισμένους ανθρώπους, σε συνηθισμένες καταστάσεις. Το σημαντικό είναι ο τρόπος που το κάνει αυτό: υπάρχει αδιαφορία στην καταγραφή, έλλειψη εμφανούς συναισθηματικής εμπλοκής από τον συγγραφέα, ψυχρότητα, αντικειμενικότητα, και τόσο θετικά όσο και αρνητικά, ολιγολογία. Ονομάζεται αυτό το στιλ και "dirty realism", "Coca-Cola realism", ή επίσης, "Post-Vietnam, post-literary, post-modernist blue-collar neo-early-Hemingwayism". Απορρίπτει εντελώς τις πλαστογραφημένες εμπειρίες που πλάθονται χάριν της δραματικότητας – και είναι ένα αμάλγαμα από αναμνήσεις του Βιετνάμ, καταστροφικούς γάμους, προδοσίες, απάτες, αποτυχίες στην επαγγελματική ζωή. Όλα αυτά περιβάλλονται και περιγράφονται με μια λιτότητα, έναν μινιμαλισμό, που λειτουργεί λίγο όπως το free space στις παραστατικές τέχνες. Αναδεικνύει το υπόλοιπο, το ουσιώδες. Φέρνει το έργο τέχνης στο προσκήνιο, μας κάνει να (αναγκαστούμε να) εστιάσουμε σε αυτό.
Αλλά ακόμη και η φράση έργο τέχνης είναι λάθος… γιατί αυτό το κίνημα απορρίπτει οτιδήποτε θυμίζει την επιτήδευση του τεχνουργήματος. Θέλουν να παρουσιάσουν την πραγματικότητα όπως πραγματικά είναι. Εκπρόσωποι του ρεύματος αυτού, με την τεράστια επιρροή είναι μεταξύ άλλων ο Frederick Barthelme, η Bobbie Ann Mason, η Mary Robinson και κυρίως βέβαια, το μεγάλο αστέρι της Αμερικανικής διηγηματογραφίας, ο Raymond Carver. Που τους έχουν αποκαλέσει ως γενιά λογοτεχνική «τα σκυθρωπά ανίψια του Hemingway». Η Ανν παραδόξως αν και γράφει «έτσι», δεν λογίζεται σε αυτούς, διότι οι ήρωες της δεν ανήκουν στην εργατική τάξη. Τότε. Όμως, σήμερα πια, εκείνη και ο Κάρβερ έχουν ανυψωθεί στο τέμπλο δεξιά και αριστερά της ωραίας πύλης του ναού του βρώμικου ρεαλισμού. Και αλληλοσυμπληρώνονται: εκείνος blue collar και Seattle, εκείνη μέση τάξη, και Νέα Αγγλία.
Το 1985 επιστρέφει από την Νέα Υόρκη στην επαρχία, παντρεύεται έναν ζωγράφο, και έκτοτε ζει μια ζωή άνετη, και συγγραφική. Τον χειμώνα πηγαίνει στην Φλόριντα, το καλοκαίρι στο σπίτι της, ένα αρχοντικό στα παράλια του Μέιν. Όποτε έχει διάθεση διδάσκει ελάχιστες ώρες για ένα εξάμηνο σε κάποιο πανεπιστήμιο. Και αν και δεν κάνει συγγραφικές σχέσεις, είναι πολλά χρόνια μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων, και έτσι πολλοί συγγραφείς και ειδικά διηγηματογράφοι αναφέρουν ότι προσπαθεί πάντα να κερδίζουν υποτροφίες Γκούγκενχαϊμ. Επίσης, έχει βραβευτεί πολύ αλλά όπως δηλώνει… «αυτό που έχει σημασία είναι να γράφεις το βιβλίο. Αυτό που έχει σημασία είναι οι ιστορίες. Μου αρέσει να γράφω, μου αρέσουν τα διηγήματα. Μου αρέσουν και ως αντικείμενα. Μου αρέσουν τα χειρόγραφα. Μου αρέσει να τα κρατάω στα χέρια μου».
Πως γράφει
Κάνει τον σημαντικό διαχωρισμό ανάμεσα στο γκάζι και στο φρένο. Ξεκινά με πολλή ταχύτητα και ενστικτώδικα. Λέει ότι πολύ συχνά ένα αντικείμενο, μια εικόνα, ή μια φράση, μπορεί να της προκαλέσουν κάποιου είδους «περιέργεια» για να δει, να ανακαλύψει που ακριβώς θα μπορούσαν να μπουν σε μια ιστορία, στην ζωή ανθρώπων. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το διήγημα Janus, όπου πρωταγωνιστεί ένα κεραμικό μπολ.
Janus
Η Άντρεα έχει εμμονή με ένα κεραμικό μπολάκι που της έχει χαρίσει ο πρώην εραστής της, απλά επειδή δεν μπόρεσε να κρατήσει την σχέση. Αυτό δεν ακούγεται ιδιαίτερα εντυπωσιακό, δεν μοιάζει να φτάνει για να γίνει το βασικό όχημα μιας από τις πλέον ανθολογημένες ιστορίες της σύγχρονης Αμερικανικής διηγηματογραφίας, αλλά όμως μερικές πτυχές της ιστορίας είναι πολύ δουλεμένες και σαγηνευτικές. Και, πολύ χαρακτηριστικό της Beattie, αναφέρονται σχεδόν a propo. Αιφνίδια και πολύ συνοπτικά.
Συχνά λοιπόν η Beattie ξεκινά από ένα αντικείμενο και από αυτό ανακαλύπτει τον κόσμο αλλά και την πορεία του διηγήματος. Αυτή η τεχνική βέβαια, που είναι επικεντρωμένη σε ένα ερέθισμα, μάλλον δύσκολα είναι γόνιμη για ένα μυθιστόρημα.
Σε πολλές συνεντεύξεις της δεν κρύβει πως πολύ συχνά οι χαρακτήρες της καταλήγουν να λένε πράγματα που της έχουν πει στην πραγματική ζωή φίλοι ή γνωστοί – ή που τα έχει ακούσει. Είναι, λέει, «λες και ολόκληρη η ιστορία γράφτηκε από μια ασυνείδητη επιθυμία να κατανοήσω την φράση και την σχέση που την δημιούργησε… αν και κατά κανόνα είναι μια φράση που την είχα ξεχάσει εντελώς». Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι από το The Burning House, όπου η φράση κλειδί που λέει ο πρωταγωνιστής είναι μια φράση που έναν χρόνο πριν είχε πει κάποιος στην ίδια την Ann Beattie, κάτι σαν «κάνεις παρέα με πάρα πολλούς άντρες».
Είναι ανελέητη στο edit των ιστοριών (as opposed στο drafting) στο φρένο μετά το γκάζι της πρώτης γραφής. Λέει πως έχει πετάξει ολόκληρα μυθιστορήματα, πάνω από πέντε. Για κάθε μία από τις 125 ιστορίες της, έχει απορρίψει τρεις. Αλλά επίσης αφαιρεί και μεγάλα κομμάτια και από τις ιστορίες της που της αρέσουν. Αν και η ίδια απορρίπτει τον χαρακτηρισμό minimalistic, και η αλήθεια είναι πως μπορεί να μην έχει την συνειδητή πρόθεση να γράφει έτσι, πάντως έτσι λειτουργούν οι ιστορίες της. Με την επιδέξια χρήση όσων δεν λέγονται και όσων απουσιάζουν δίνεται έμφαση σε αυτά που λέγονται. Το μήνυμα περνάει έμμεσα, υπαινικτικά, πλάγια, και αυτό είναι που το κάνει πιο ισχυρό όταν φτάσει σε εμάς.
Αν αυτό μας θυμίζει την τεχνική που εισήγαγε και καθιέρωσε ο Χέμινγουεϊ, καλώς μας το θυμίζει. Από αυτόν έχει κρατήσει ακόμη και την έμφαση που δίνει στην χρήση του διαλόγου. Σπανιότατα έχουμε «είπε» ή «λέει». Είναι ελλειπτικός και μάλλον σύντομος, για να προκαλέσει τον αναγνώστη να γεμίσει τα κενά. Επιφανειακά, είναι έξυπνος διάλογος, ευφυής, αλλά σε ένα πολύ περιορισμένο επίπεδο – ένα κυνήγι ατάκας περισσότερο, παρά προσπάθεια να ειπωθεί κάτι αληθινό.
Τα τελευταία χρόνια, είναι πολύ κατεστημένη, αλλά οι κριτικές που παίρνει δεν είναι ισάξιες του παρελθόντος. Πολύ διατυπώνουν μια απογοήτευση... Όμως ίσως να υπάρχει μια τραγική ειρωνεία στην σταδιοδρομία της. Η Ann Beattie βοήθησε μια γενιά να κατανοήσει τον εαυτό της, την θέση της στον κόσμο. Και όταν το έκανε αυτό, πρώτη, εξαιρετικά καλά, αλλάζοντας ταυτόχρονα την Αμερικανική λογοτεχνία και την διηγηματογραφία, αυτή η γενιά είχε μεγαλώσει και αναζητούσε άλλες απολαύσεις και διεξόδους… και ξέχασε την παλιά της φωνή.
Είναι όμως μια σπουδαία συγγραφέας. Τολμηρή, παθιασμένη, ακόμη και στην έλλειψη έντασης, ειλικρινής. Πειραματίζεται, άφοβα. Είναι εξαιρετική στην τέχνη της αναγωγής, από δέκα λέξεις να καταλάβεις έναν τεράστιο κόσμο, ή όλες της πτυχές μιας ψυχικής, ανθρώπινης κατάστασης. Φωτίζει, αλλά με ένα φως που και το ίδιο είναι κομμάτι του φωτιζόμενου... Και αν και είναι η φωνή μιας συγκεκριμένης γενιάς, ή ίσως ακριβώς για αυτό, είναι και μια εξαιρετική αφηγήτρια των διαχρονικών και θεμελιωδών εκδοχών της ανθρώπινης συνθήκης. Αξίζει να διαβαστεί και να μεταφραστεί! Είθε.
Η εργογραφία της
Μυθιστορήματα
Chilly Scenes of Winter (1976)
Falling In Place (1981);
Love Always (1986);
Picturing Will (1989);
Another You (1995);
My Life, Starring Dara Falcon (1997);
The Doctor's House (2002);
Mrs. Nixon: A Novelist Imagines A Life (2011)
A Wonderful Stroke of Luck (2019)
Συλλογές διηγημάτων
Distortions (1976);
Secrets and Surprises (1978);
The Burning House (1982);
What Was Mine (1991); ISBN 0-517-10541-1
Where You’ll Find Me and Other Stories (1986);
Park City (1998);
Perfect Recall (2000);
Follies: New Stories (2005);
The New Yorker Stories (2011);
The State We're In: Maine Stories (2015)
The Accomplished Guest (2017)
Βαγγέλης Προβιάς, Ιανουάριος 2022
Links
Το διήγημά της Janus
Το διήγημά της The Burning House
Μια συμβατική της βιογραφία
Οι ιστορίες της στο περιοδικό New Yorker
Η συνέντευξή της για την τέχνη της μυθοπλασίας στο περιοδικό The Paris Review
Το διήγημά της Janus
Το διήγημά της The Burning House
Μια συμβατική της βιογραφία
Οι ιστορίες της στο περιοδικό New Yorker
Η συνέντευξή της για την τέχνη της μυθοπλασίας στο περιοδικό The Paris Review