Bernard Malamud
Ένα βαρέλι γεμάτο ιστορίες
1.
Οι Εβραίοι συγγραφείς κυριαρχούν στη μεταπολεμική διανόηση και πολιτική σκηνή της Αμερικής διαμορφώνοντας το Εβραϊκό αμερικανικό διήγημα, ειδικά τις δεκαετίες 1950–1980 (The Jewish American short story). Λογικά κανένας συγγραφέας δεν θα ήθελε να εκπροσωπεί αποκλειστικά και μόνον μια εθνοτική ή τοπική ταυτότητα ωστόσο πολύ σημαντικοί συγγραφείς εκπροσώπησαν την εθνότητα και την καταγωγή τους. Μια τέτοια δυνατή ομάδα είναι οι Αμερικανοεβραίοι του 20ου αιώνα, ο Isaac Bashevis Singer, ο Saul Bellow, ο Philip Roth, ο Bernard Malamud, η Grace Paley και η Tillie Olsen για να μείνουμε σε όσους έγραψαν και διηγήματα.
Ο Μπέρναντ Μάλαμουντ (1904-1986) ήταν ο καλύτερος διηγηματογράφος της εβραϊκής κουλτούρας στην Αμερική και ένας από τους κλασικούς Αμερικανούς διηγηματογράφους. Αληθινά δεξιοτέχνης συνδυάζει τον ρεαλισμό με ένα είδος υπέρβασης, με στεγνό χιούμορ και με μια μελαγχολική νότα. Τον αποκάλεσαν Εβραίο Χώθορν αλλά και Εβραίο Σοπέν που έγραψε σε πρόζα πρελούδια και νυχτερινά.
Σε όλη του την ζωή εκδόθηκαν πέντε συλλογές διηγημάτων The Magic Barrel (1958), Idiots First (1963), Pictures of Fidelman: An Exhibition (1969), Rembrandt’s Hat (1973), The Stories of Bernard Malamud (1983) που όλες τον ανεβάζουν στην ίδια υψηλή κατηγορία με τον Χώθορν, τον Πόε και την Φλάνερι Ο΄Κονορ η οποία το 1958 έγραψε σε έναν φίλο της: “Ανακάλυψα έναν διηγηματογράφο που είναι καλύτερος από αυτούς και του εαυτού συμπεριλαμβανομένου”.
Το 1997 εκδόθηκαν όλα του τα διηγήματα σε έναν τόμο. Και παρά το γεγονός ότι ο Μάλαμουντ εξέδωσε επτά μυθιστορήματα πριν τον θάνατό του το 1986 περισσότερο παραμένει γνωστός για τα διηγήματα του.
Στα διηγήματα συνυπάρχει η απόσταξη της ίδιας του της ζωής και όσων γνώρισε: άνθρωποι παραμερισμένοι ζούνε μέσα στην απογοήτευση, στο ημίφως, έτοιμοι να αποδεχθούν ακόμη και την ανυπαρξία τους, την στενότητα της ύπαρξής τους.
Ο Μπέρναντ Μάλαμουντ δεν ήταν άνθρωπος της δημοσιότητας και για αυτό για την ζωή του γνωρίζουμε τα πιο βασικά. Γεννήθηκε το 1914 από Ρωσοεβραίους μετανάστες γονείς που έφυγαν από την Ουκρανία ξεφεύγοντας από τα πογκρόμ και εγκαταστάθηκαν στο Μπρούκλιν. Ο πατέρας του ήταν παντοπώλης που τα έβγαζε πέρα με δυσκολία. Σκηνές από την παιδική του ηλικία περιγράφονται σε κάποια διηγήματα με τα μπακάλικα όπως και στο μυθιστόρημά του “Ο Βοηθός”. Ο ίδιος κάπου θυμάται ότι παιδί, δεν είχαν βιβλία στο σπίτι, δεν υπήρχε πνευματική τροφή · μονάχα τις Κυριακές άκουγε κάποιον να παίζει πιάνο, η μουσική ερχόταν από το ανοιχτό παράθυρο στο σαλόνι. Στα δεκατρία του μπαίνοντας μια μέρα στο σπίτι βρήκε τη μητέρα του στο πάτωμα · είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Πέθανε σε ψυχιατρείο λίγα χρόνια μετά. Ο αδελφός του νοσηλεύτηκε δύο φορές με σχιζοφρένεια. Η αυτοκτονία της μητέρα του ήρθε σαν καταπέλτης, δεν το ξεπέρασε ποτέ, φαίνεται στις ιστορίες που έγραψε αργότερα, στους γυναικείους χαρακτήρες που δημιούργησε με κατατρεγμένες και τραγικές γυναίκες.
Σπούδασε στο City College της Νέας Υόρκης και στην συνέχεια έκανε μεταπτυχιακό στο Κολούμπια πάνω στον Τόμας Χάρντι. Την ίδια περίοδο άσκησε διάφορα επαγγέλματα, υπάλληλος ξενοδοχείου, εργάτης σε φάρμα, δάσκαλος σε σχολείο, ιδιωτικός υπάλληλος ενώ έγραφε σε σταθερή βάση. Οι πρώτες του ιστορίες εμφανίστηκαν το 1943 και το 1951 άρχισε να δημοσιεύει στο Harper’s Bazaar, στο Partisan Review και στο Commentary. Παρά το γεγονός ότι ο Μάλαμουντ δεν ήταν άνθρωπος των ιδεών και της θεωρίας ο συγγραφικός του χαρακτήρας διαμορφώθηκε μέσα στον κύκλο των διανοούμενων της Νέας Υόρκης οι οποίοι τον αποδέχθηκαν και τον προώθησαν για την ιδιόμορφη γραφή του και ματιά.
Το 1945, στα είκοσι επτά, παντρεύτηκε την Άν ντε Κιάρα, κόρη Ιταλών μεταναστών που είχαν όμως καλλιτεχνικές τάσεις και ενδιαφέροντα και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Πωλ και την Γιάννα. Πάντως την είχε προειδοποιήσει να μην τον παντρευτεί γιατί, παρά την αγάπη τους, θα αφοσιωνόταν με όλη του την ψυχή στον συγγραφέα εαυτό του. Ο πατέρας του δεν του μιλούσε επειδή παντρεύτηκε μια μη Εβραία αλλά αργότερα συμβιβάστηκε όταν απέκτησε εγγόνια. Ο γάμος του είχε συνέπεια και στη μυθοπλασία του. Οι περισσότεροι Εβραίοι του ήταν ευγενικοί, αντιερωτικοί, δοτικοί, ενώ οι Ιταλοί πιο εγκληματικοί, αισθησιακοί ή τρελαμένοι. Τελικά ό,τι δεν αποδεχόταν στον εαυτό του τα απέδιδε σε ένα Ιταλό, κρυβόταν πίσω από μια μάσκα.
Δίδαξε σε λύκεια και στο Κολέγιο του Όρεγκον το 1949 έκαψε το πρώτο του μυθιστόρημα και άρχισε να γράφει το “The Natural”, το πρώτο του μυθιστόρημα που βρήκε εκδότη. Μάλιστα στο μυθιστόρημα αυτό δεν υπήρχαν οι Εβραίοι μαγαζάτορες, οι σερβιτόροι, οι άνεργοι ηθοποιοί όπως στα διηγήματα, συνήθως αντιεμπορικά θέματα για ένα μεγάλο πετυχημένο βιβλίο, αλλά το δημοφιλέστερο θέμα στην Αμερική, το μπέιζμπολ. Αργότερα δίδαξε στον Κολέγιο Μπένινγτον γράφοντας ταυτόχρονα διηγήματα και μυθιστορήματα. Μεσολάβησαν κάποια ταξίδια ενώ πέρασε από το Χάρβαρντ για μια διετία ως επισκέπτης καθηγητής. Τουλάχιστον έντεκα ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους στηρίχτηκαν πάνω στα βιβλία του με πιο γνωστή την ταινία “The Natural” το 1984 σε σκηνοθεσία Μπάρι Λέβινσον και πρωταγωνιστές τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, την Γκλεν Κλοουζ κα.
Στη διάρκεια της 37χρονης συγγραφικής καριέρας του ο Μάλαμουντ βραβεύτηκε δύο φορές με το National Book Award, με το Pulitzer Prize και το Gold Medal for lifetime achievement.
Προτίμησε μια ήσυχη και απλή ζωή, μια καθημερινότητα που του έδινε άλλα εφόδια, και πιο δημιουργικές δυνάμεις για να περιγράψει τα εσωτερικά δράματα των ανθρώπων, της ψυχής και της φαντασίας. Εκεί λοιπόν μεταφέροντας αυτές τις ζωές, στις σελίδες των βιβλίων του, διέκρινες μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Έναν αφοσιωμένο και επίμονο γραφιά, με ισχυρή θέληση να προχωρήσει τη δουλειά του και έτσι μέχρι τέλους κατόρθωσε να παράγει επτά μυθιστορήματα και πενήντα πέντε διηγήματα που τα χαρακτηρίζει η ακριβολογία και η γεωμετρική και συμπυκνωμένη γραφή του.
Τα περισσότερα γραπτά του απέπνεαν θλίψη κάτι που το εξέλαβαν ως ίδιο της εβραϊκότητας του. Ειδικά τις πρώτες δύο δεκαετίες μετά το Ολοκαύτωμα, με την έκδοση των τριών πρώτων βιβλίων του, στην κορύφωση της αποδοχής του, το θρηνητικό στοιχείο στις ιστορίες του αποδιδόταν ως ένα πανεβραϊκό χαρακτηριστικό.
Στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης, μετάφραση της αντίστοιχης αμερικανικής το 1997, ο Ρόμπερτ Ζιρού, που υπήρξε και ο εκδότης του, αναφέρεται διθυραμβικά στον Μάλαμουντ πλέκοντας το εγκώμιό του ως συγγραφέα και παραθέτει την δήλωση που έκανε ο συγγραφέας Ντάνιελ Στερν στο μνημόσυνο: “Ο Μάλαμουντ πλησίασε όσο κοντύτερα μπορούσε στο να δημιουργήσει μία θρησκεία της τέχνης. Μία θρησκεία οδύνης και κωμωδίας, παίρνοντας τον Εβραίο ως το δικό του σημείο εκκίνησης για ό,τι ήταν πιο ανθρώπινο στην ανθρωπότητα. “Όλοι οι άνθρωποι είναι Εβραίοι” – είναι ίσως η πιο διάσημη και πιο αινιγματική αράδα του”.
Ωστόσο ο Μάλαμουντ ήταν ένας Εβραίος περισσότερο στην συμπεριφορά και στα γονίδια, αφού ο ίδιος δεν έδειχνε να είναι προσκολλημένος σε ούτε στο Τορά και στο Ταλμούδ και στις προπατορικές του ρίζες. Αναγνώριζε την καταγωγή του και τους ανθρώπους του δικού του περιβάλλοντος. Στη διαμόρφωση του συγγραφικού του αισθητηρίου έπαιξε ρόλο η δυτική κουλτούρα παρά η εβραϊκή και επιλέγει σκόπιμα να εξυφαίνει στη μυθιστορία του την εβραϊκή πολιτιστική παράδοση περιγράφοντας το εβραϊκό πεδίο από μέσα.
2.
Οι πιο πολυδιαβασμένες ιστορίες του Μάλαμουντ είναι το “Μαγικό Βαρέλι” και ο “Τελευταίος των Μοϊκανών”. Αλλά υπάρχουν τόσα ακόμη διαμάντια όπως οι “Πενθούντες” (που θυμίζει τον Μπάρτλεμπι του Μέλβιλ), “Τα πρώτα επτά χρόνια” (μια Ιώβεια σχέση αγάπης), η “Συγγνώμη” για να μείνω σε όσες μπορούμε να διαβάσουμε προς το παρόν στην συλλογή αυτή σε μετάφραση Σταυρούλας Αργυροπούλου.
Αργότερα θα γράψει ιστορίες με μεγαλύτερη πολιτική εμβάθυνση όπως “Ο Γερμανός πρόσφυγας” και το “Άνθρωπος στο συρτάρι” για ένα Σοβιετικό συγγραφέα που προσπαθεί να εκδοθεί στο εξωτερικό καθώς ήταν απαγορευμένος στη χώρα του μη όντας αρκούντως ρεαλιστής στην γραφή του. Κι εκείνος αισθανόταν κλειδωμένος στο συρτάρι μαζί με τις ιστορίες του.
Η συγγραφέας Σίνθια Όζικ, στο συγκινητικό της λόγο στο μνημόσυνο που έγινε προς τιμήν του στο πολιτιστικό κέντρο της Νέας Υόρκης, τον θυμήθηκε να διαβάζει το διήγημά του “Το ασημένιο στέμμα”, μια ιστορία με στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, το οποίο ήταν “τόσο ηλεκτρισμένο, ώστε ευχήθηκα ολόψυχα να ήταν δικό μου”. Και επαίνεσε τα υφολογικά δώρα του, ανέφεροντας “τη θέρμη μιας πρότασης του Μάλαμουντ”. Η Όζικ ρωτά: “Είναι ένας Αμερικανός δεξιοτέχνης; Φυσικά. Όχι μόνο έγραψε στην αμερικάνικη γλώσσα, την εμπλούτισε με δροσερή πλαστικότητα, σμίλεψε τα αγγλικά μας σε νέες καταπληκτικές μορφές... Έγραψε για Εβραίους που υποφέρουν, για φτωχούς Εβραίους, για μπακάληδες και μαστόρους, και πουλιά και άλογα και αγγέλους στο Χάρλεμ και προξενητές και πωλητές και ραβί και σπιτονοικοκύρηδες και νοικάρηδες και δοκιμαστές αυγών και συγγραφείς και χιμπανζτήδες. Έγραψε για την πληρότητα και την ενότητα του κόσμου”.
Όμως έγραψε επίσης ιστορίες με τέτοια ωμότητα όπως “Οι ηλίθιοι πρώτα” που ανταγωνίζεται τον Μπέκετ. Προς το τέλος της ζωής του επέλεξε να γράψει βιογραφικές ιστορίες βασισμένες πάνω σε αληθινές φιγούρες όπως η Βιρτζίνια Γουλφ και Άλμα Μάλερ.
Στις εκδόσεις Καστανιώτης κυκλοφορούν οι μισές περίπου από τις ιστορίες του Μάλαμουντ και αναμένεται ένας δεύτερος τόμος μέσα στο 2022. Οι ιστορίες είναι σε χρονολογική σειρά, για να φανεί και βαθμός της εξέλιξης στην γραφή του.
Στην συλλογή υπάρχει η ιστορία “Ανοιξιάτικη βροχή”, γραμμένη το 1942, όπου είναι ολοφάνερη η επιρροή του Τζέιμς Τζόις από τον “Νεκρό” στους Δουβλινέζους.
Στην “Ομολογία φόνου” (1952) υπάρχει και μια ελληνική παρουσία, μια γυναίκα η Έλεν, στην πιο ερωτική σκηνή και που επίσης φτιάχνει ελληνικό καφεδάκι.
Στο διήγημα “Η φυλακή” (1950) ένας μαγαζάτορας που πουλάει ψιλικά και ζαχαρωτά αντιλαμβάνεται ένα φτωχό κορίτσι να κλέβει κάθε τόσο ένα ζαχαρωτό και, όταν γίνεται αντιληπτό από την γυναίκα του, αρνείται να το τιμωρήσει, λέγοντας ότι εκείνος την άφηνε να το παίρνει.
Στο “Μαγικό βαρέλι” (1953) ο Λίο Φινκλ, ένας χλωμός, ανέραστος και αδύναμος ιεροσπουδαστής, ένας άντρας που είχε αρνηθεί τις επιθυμίες της σάρκας, αποφασίζει πριν χειροτονηθεί να βρει μια σύζυγο μέσω ενός προξενητή, του Πίνι Σάλτσμαν. Εδώ ως χαρακτήρας θυμίζει τον ζωγράφο Φίντελμαν στον οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω. Ο Φινκλ δεν αναζητά το πάθος στην γυναίκα, απορρίπτει συνεχώς όσες προτάσεις του κάνει ο προξενητής δείχνοντάς του τις φωτογραφίες γυναικών που κουβαλάει μέσα στον χαρτοφύλακά του. Οι σκηνές και οι διάλογοι ανάμεσά τους είναι πραγματικά σπαρταριστοί.
Η συλλογή του 1969 “Εικόνες του Φίντελμαν” έχουν ως βασικό χαρακτήρα έναν φοιτητή Αμερικανό ζωγράφο, όμως δεν θα τις βρούμε και τις δέκα στον τόμο αυτό γιατί όπως είπαμε η τελική ανθολόγηση έγινε χρονολογικά. Οι ιστορίες αυτές πραγματεύονται θέματα που ξεφεύγουν από τις γειτονιές της Νέας Υόρκης και αφορούν τις γενικότερες πολιτιστικές και συναισθηματικές επαφές ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Αμερική. Με πρώτους διδάξαντες τον Χώθορν και τον Χένρι Τζέιμς τα ταξίδια στην Ευρώπη έδωσαν έμπνευση για πολλά βιβλία, περισσότερα από την πλευρά των Αμερικανών φυσικά.
Η πιο γνωστή ιστορία από την συλλογή “Εικόνες του Φίντελμαν” είναι “Ο τελευταίος των Μοϊκανών” (1958) με πρωταγωνιστή τον Φιντελμαν. Φοιτητής, ζωγράφος, ανήσυχος αφού δεν έχει ακόμη βρει τον δρόμο του, μάζεψε λεφτά για να ζήσει ένα χρόνο στην Ιταλία · έχει φέρει μαζί του το πρώτο κεφάλαιο μιας εργασίας που αφορά τον Τζότο, έναν από τους προδρόμους της αναγεννησιακής Ιταλίας. Θα έχει επίσης τη δυνατό. Εκεί θα συναντήσει τον Σάσκιντ. Είναι ο περιπλανώμενος Εβραίος που δεν μπορεί να ενταχθεί στην μεταπολεμική Ευρώπη που θα τον φέρει αντιμέτωπο με πολλά ερωτήματα και την ίδια του την καταγωγή.
Η “Νεκρή φύση” (1962) είναι άλλη μια ιστορία που προτείνεται για διάβασμα μέσα από την συλλογή αυτή και επίσης με ήρωα τον Φίντελμαν διαδραματίζεται στην Ρώμη και σε ένα καλλιτεχνικό, μποέμικο περιβάλλον.
3.
Μεγάλος συγγραφέας, χαμηλότονος ο Μάλαμουντ. Από τις πρώτες ηθογραφικές του ιστορίες πειραματίστηκε με τις μετέπειτα παρώδησε ακόμη και τη δομή τους. Σε μια τελευταία του, “In Kew Gardens,” γράφει για τις τελευταίες μέρες της Βιρτζίνια Γουλφ, ήδη κι αυτός επηρεασμένος από τον μοντερνισμό τόσο θεματικά όσο και στην αφήγηση. Πιο αβέβαιος, πιο ανορθολογικός. Έτσι από τους μικρούς μαγαζάτορες περνάει στους ανήσυχους καλλιτέχνες, όμως οι περισσότεροι χαρακτήρες του παραμένουν μόνοι, κυνηγημένοι, στο μισοκότεινο περιθώριο που τους έσπρωξαν κάποιες πράξεις τους, τα χρέη, οι εντάσεις με την οικογένειά τους. Πολλοί δεν γνώρισαν καν μια ανθρώπινη ζεστή αγκαλιά. Κάποιοι αρνήθηκαν να τη δώσουν. Δεν απολαμβάνουν το σεξ, ο γάμος δεν τους δίνει καμιά ευχαρίστηση.
Υπάρχει πόνος και θλίψη που διαπερνάνε τον Μάλαμουντ αλλά κάπως έτσι είχε διαμορφωθεί το κλίμα της γραφής εκείνης της γενιάς των Εβραίων συγγραφέων που είχαν μεγαλώσει με την φτώχεια της προσφυγιάς και της παγκόσμιας ύφεσης, της πρώτης γενιάς που βίωνε το Ολοκαύτωμα αν όχι άμεσα τουλάχιστον της συνέπειές του στον κόσμο; Πώς να γράψουν;
Και η γραφή του, άμεση, απλή χωρίς πολλά στολίδια και περικοκλάδες. Ακόμη και η γλώσσα του ήταν περιορισμένη: βασική αγγλική, απλή, αστόλιστη. Όμως μπορεί να δραπετεύσει από την θλίψη και να απογειωθεί με χιούμορ όπως έκανε στις έξη ιστορίες του Φίντελμαν. Γι αυτό και οι ιστορίες του, κάθε φορά που ξεπερνάνε τις προηγούμενες και τον ίδιο επανέρχονται πιο φρέσκες και πιο ανανεωμένες.
Σε ένα άρθρο του Φίλιπ Ροθ που περιλαμβάνεται στην συλλογή δοκιμίων “Κουβέντες του σιναφιού” (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ) περιγράφεται η σχέση των δύο και οι επιρροές του Ροθ από το έργο του Μάλαμουντ. Στο μυθιστόρημά του Ροθ “Ο συγγραφέας φάντασμα” (1979) το πρώτο βιβλίο της σημαντικής τριλογίας του “Ζούκερμαν Δεσμώτης”, ο νεαρός Ζούκερμαν συναντάει τον συγγραφέα Λόνοφ ο οποίος παραπέμπει στον Μπέρναρντ Μάλαμουντ. Μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο αυτό ολόκληρο και στην μορφή που πρωτοδημοσιεύτηκε στο LRB “Pictures of Malamud” το 1986. Καθόλου τυχαίο τίτλος μιας και παραπέμπει στην συλλογή για την οποία μιλάμε “Pictures of Fidleman”.
https://www.lrb.co.uk/the-paper/v08/n08/philip-roth/pictures-of-malamud
Ο Μπέρναρντ Μάλαμουντ είναι ένας παθιασμένος συγγραφέας και ταυτίζεται με αυτό που είχε πει ο ίδιος “Η τέχνη γιορτάζει τη ζωή και μας προσφέρει το μέτρο μας”.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης (c) Οκτώβριος 2021
Οι Εβραίοι συγγραφείς κυριαρχούν στη μεταπολεμική διανόηση και πολιτική σκηνή της Αμερικής διαμορφώνοντας το Εβραϊκό αμερικανικό διήγημα, ειδικά τις δεκαετίες 1950–1980 (The Jewish American short story). Λογικά κανένας συγγραφέας δεν θα ήθελε να εκπροσωπεί αποκλειστικά και μόνον μια εθνοτική ή τοπική ταυτότητα ωστόσο πολύ σημαντικοί συγγραφείς εκπροσώπησαν την εθνότητα και την καταγωγή τους. Μια τέτοια δυνατή ομάδα είναι οι Αμερικανοεβραίοι του 20ου αιώνα, ο Isaac Bashevis Singer, ο Saul Bellow, ο Philip Roth, ο Bernard Malamud, η Grace Paley και η Tillie Olsen για να μείνουμε σε όσους έγραψαν και διηγήματα.
Ο Μπέρναντ Μάλαμουντ (1904-1986) ήταν ο καλύτερος διηγηματογράφος της εβραϊκής κουλτούρας στην Αμερική και ένας από τους κλασικούς Αμερικανούς διηγηματογράφους. Αληθινά δεξιοτέχνης συνδυάζει τον ρεαλισμό με ένα είδος υπέρβασης, με στεγνό χιούμορ και με μια μελαγχολική νότα. Τον αποκάλεσαν Εβραίο Χώθορν αλλά και Εβραίο Σοπέν που έγραψε σε πρόζα πρελούδια και νυχτερινά.
Σε όλη του την ζωή εκδόθηκαν πέντε συλλογές διηγημάτων The Magic Barrel (1958), Idiots First (1963), Pictures of Fidelman: An Exhibition (1969), Rembrandt’s Hat (1973), The Stories of Bernard Malamud (1983) που όλες τον ανεβάζουν στην ίδια υψηλή κατηγορία με τον Χώθορν, τον Πόε και την Φλάνερι Ο΄Κονορ η οποία το 1958 έγραψε σε έναν φίλο της: “Ανακάλυψα έναν διηγηματογράφο που είναι καλύτερος από αυτούς και του εαυτού συμπεριλαμβανομένου”.
Το 1997 εκδόθηκαν όλα του τα διηγήματα σε έναν τόμο. Και παρά το γεγονός ότι ο Μάλαμουντ εξέδωσε επτά μυθιστορήματα πριν τον θάνατό του το 1986 περισσότερο παραμένει γνωστός για τα διηγήματα του.
Στα διηγήματα συνυπάρχει η απόσταξη της ίδιας του της ζωής και όσων γνώρισε: άνθρωποι παραμερισμένοι ζούνε μέσα στην απογοήτευση, στο ημίφως, έτοιμοι να αποδεχθούν ακόμη και την ανυπαρξία τους, την στενότητα της ύπαρξής τους.
Ο Μπέρναντ Μάλαμουντ δεν ήταν άνθρωπος της δημοσιότητας και για αυτό για την ζωή του γνωρίζουμε τα πιο βασικά. Γεννήθηκε το 1914 από Ρωσοεβραίους μετανάστες γονείς που έφυγαν από την Ουκρανία ξεφεύγοντας από τα πογκρόμ και εγκαταστάθηκαν στο Μπρούκλιν. Ο πατέρας του ήταν παντοπώλης που τα έβγαζε πέρα με δυσκολία. Σκηνές από την παιδική του ηλικία περιγράφονται σε κάποια διηγήματα με τα μπακάλικα όπως και στο μυθιστόρημά του “Ο Βοηθός”. Ο ίδιος κάπου θυμάται ότι παιδί, δεν είχαν βιβλία στο σπίτι, δεν υπήρχε πνευματική τροφή · μονάχα τις Κυριακές άκουγε κάποιον να παίζει πιάνο, η μουσική ερχόταν από το ανοιχτό παράθυρο στο σαλόνι. Στα δεκατρία του μπαίνοντας μια μέρα στο σπίτι βρήκε τη μητέρα του στο πάτωμα · είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Πέθανε σε ψυχιατρείο λίγα χρόνια μετά. Ο αδελφός του νοσηλεύτηκε δύο φορές με σχιζοφρένεια. Η αυτοκτονία της μητέρα του ήρθε σαν καταπέλτης, δεν το ξεπέρασε ποτέ, φαίνεται στις ιστορίες που έγραψε αργότερα, στους γυναικείους χαρακτήρες που δημιούργησε με κατατρεγμένες και τραγικές γυναίκες.
Σπούδασε στο City College της Νέας Υόρκης και στην συνέχεια έκανε μεταπτυχιακό στο Κολούμπια πάνω στον Τόμας Χάρντι. Την ίδια περίοδο άσκησε διάφορα επαγγέλματα, υπάλληλος ξενοδοχείου, εργάτης σε φάρμα, δάσκαλος σε σχολείο, ιδιωτικός υπάλληλος ενώ έγραφε σε σταθερή βάση. Οι πρώτες του ιστορίες εμφανίστηκαν το 1943 και το 1951 άρχισε να δημοσιεύει στο Harper’s Bazaar, στο Partisan Review και στο Commentary. Παρά το γεγονός ότι ο Μάλαμουντ δεν ήταν άνθρωπος των ιδεών και της θεωρίας ο συγγραφικός του χαρακτήρας διαμορφώθηκε μέσα στον κύκλο των διανοούμενων της Νέας Υόρκης οι οποίοι τον αποδέχθηκαν και τον προώθησαν για την ιδιόμορφη γραφή του και ματιά.
Το 1945, στα είκοσι επτά, παντρεύτηκε την Άν ντε Κιάρα, κόρη Ιταλών μεταναστών που είχαν όμως καλλιτεχνικές τάσεις και ενδιαφέροντα και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Πωλ και την Γιάννα. Πάντως την είχε προειδοποιήσει να μην τον παντρευτεί γιατί, παρά την αγάπη τους, θα αφοσιωνόταν με όλη του την ψυχή στον συγγραφέα εαυτό του. Ο πατέρας του δεν του μιλούσε επειδή παντρεύτηκε μια μη Εβραία αλλά αργότερα συμβιβάστηκε όταν απέκτησε εγγόνια. Ο γάμος του είχε συνέπεια και στη μυθοπλασία του. Οι περισσότεροι Εβραίοι του ήταν ευγενικοί, αντιερωτικοί, δοτικοί, ενώ οι Ιταλοί πιο εγκληματικοί, αισθησιακοί ή τρελαμένοι. Τελικά ό,τι δεν αποδεχόταν στον εαυτό του τα απέδιδε σε ένα Ιταλό, κρυβόταν πίσω από μια μάσκα.
Δίδαξε σε λύκεια και στο Κολέγιο του Όρεγκον το 1949 έκαψε το πρώτο του μυθιστόρημα και άρχισε να γράφει το “The Natural”, το πρώτο του μυθιστόρημα που βρήκε εκδότη. Μάλιστα στο μυθιστόρημα αυτό δεν υπήρχαν οι Εβραίοι μαγαζάτορες, οι σερβιτόροι, οι άνεργοι ηθοποιοί όπως στα διηγήματα, συνήθως αντιεμπορικά θέματα για ένα μεγάλο πετυχημένο βιβλίο, αλλά το δημοφιλέστερο θέμα στην Αμερική, το μπέιζμπολ. Αργότερα δίδαξε στον Κολέγιο Μπένινγτον γράφοντας ταυτόχρονα διηγήματα και μυθιστορήματα. Μεσολάβησαν κάποια ταξίδια ενώ πέρασε από το Χάρβαρντ για μια διετία ως επισκέπτης καθηγητής. Τουλάχιστον έντεκα ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους στηρίχτηκαν πάνω στα βιβλία του με πιο γνωστή την ταινία “The Natural” το 1984 σε σκηνοθεσία Μπάρι Λέβινσον και πρωταγωνιστές τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, την Γκλεν Κλοουζ κα.
Στη διάρκεια της 37χρονης συγγραφικής καριέρας του ο Μάλαμουντ βραβεύτηκε δύο φορές με το National Book Award, με το Pulitzer Prize και το Gold Medal for lifetime achievement.
Προτίμησε μια ήσυχη και απλή ζωή, μια καθημερινότητα που του έδινε άλλα εφόδια, και πιο δημιουργικές δυνάμεις για να περιγράψει τα εσωτερικά δράματα των ανθρώπων, της ψυχής και της φαντασίας. Εκεί λοιπόν μεταφέροντας αυτές τις ζωές, στις σελίδες των βιβλίων του, διέκρινες μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Έναν αφοσιωμένο και επίμονο γραφιά, με ισχυρή θέληση να προχωρήσει τη δουλειά του και έτσι μέχρι τέλους κατόρθωσε να παράγει επτά μυθιστορήματα και πενήντα πέντε διηγήματα που τα χαρακτηρίζει η ακριβολογία και η γεωμετρική και συμπυκνωμένη γραφή του.
Τα περισσότερα γραπτά του απέπνεαν θλίψη κάτι που το εξέλαβαν ως ίδιο της εβραϊκότητας του. Ειδικά τις πρώτες δύο δεκαετίες μετά το Ολοκαύτωμα, με την έκδοση των τριών πρώτων βιβλίων του, στην κορύφωση της αποδοχής του, το θρηνητικό στοιχείο στις ιστορίες του αποδιδόταν ως ένα πανεβραϊκό χαρακτηριστικό.
Στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης, μετάφραση της αντίστοιχης αμερικανικής το 1997, ο Ρόμπερτ Ζιρού, που υπήρξε και ο εκδότης του, αναφέρεται διθυραμβικά στον Μάλαμουντ πλέκοντας το εγκώμιό του ως συγγραφέα και παραθέτει την δήλωση που έκανε ο συγγραφέας Ντάνιελ Στερν στο μνημόσυνο: “Ο Μάλαμουντ πλησίασε όσο κοντύτερα μπορούσε στο να δημιουργήσει μία θρησκεία της τέχνης. Μία θρησκεία οδύνης και κωμωδίας, παίρνοντας τον Εβραίο ως το δικό του σημείο εκκίνησης για ό,τι ήταν πιο ανθρώπινο στην ανθρωπότητα. “Όλοι οι άνθρωποι είναι Εβραίοι” – είναι ίσως η πιο διάσημη και πιο αινιγματική αράδα του”.
Ωστόσο ο Μάλαμουντ ήταν ένας Εβραίος περισσότερο στην συμπεριφορά και στα γονίδια, αφού ο ίδιος δεν έδειχνε να είναι προσκολλημένος σε ούτε στο Τορά και στο Ταλμούδ και στις προπατορικές του ρίζες. Αναγνώριζε την καταγωγή του και τους ανθρώπους του δικού του περιβάλλοντος. Στη διαμόρφωση του συγγραφικού του αισθητηρίου έπαιξε ρόλο η δυτική κουλτούρα παρά η εβραϊκή και επιλέγει σκόπιμα να εξυφαίνει στη μυθιστορία του την εβραϊκή πολιτιστική παράδοση περιγράφοντας το εβραϊκό πεδίο από μέσα.
2.
Οι πιο πολυδιαβασμένες ιστορίες του Μάλαμουντ είναι το “Μαγικό Βαρέλι” και ο “Τελευταίος των Μοϊκανών”. Αλλά υπάρχουν τόσα ακόμη διαμάντια όπως οι “Πενθούντες” (που θυμίζει τον Μπάρτλεμπι του Μέλβιλ), “Τα πρώτα επτά χρόνια” (μια Ιώβεια σχέση αγάπης), η “Συγγνώμη” για να μείνω σε όσες μπορούμε να διαβάσουμε προς το παρόν στην συλλογή αυτή σε μετάφραση Σταυρούλας Αργυροπούλου.
Αργότερα θα γράψει ιστορίες με μεγαλύτερη πολιτική εμβάθυνση όπως “Ο Γερμανός πρόσφυγας” και το “Άνθρωπος στο συρτάρι” για ένα Σοβιετικό συγγραφέα που προσπαθεί να εκδοθεί στο εξωτερικό καθώς ήταν απαγορευμένος στη χώρα του μη όντας αρκούντως ρεαλιστής στην γραφή του. Κι εκείνος αισθανόταν κλειδωμένος στο συρτάρι μαζί με τις ιστορίες του.
Η συγγραφέας Σίνθια Όζικ, στο συγκινητικό της λόγο στο μνημόσυνο που έγινε προς τιμήν του στο πολιτιστικό κέντρο της Νέας Υόρκης, τον θυμήθηκε να διαβάζει το διήγημά του “Το ασημένιο στέμμα”, μια ιστορία με στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, το οποίο ήταν “τόσο ηλεκτρισμένο, ώστε ευχήθηκα ολόψυχα να ήταν δικό μου”. Και επαίνεσε τα υφολογικά δώρα του, ανέφεροντας “τη θέρμη μιας πρότασης του Μάλαμουντ”. Η Όζικ ρωτά: “Είναι ένας Αμερικανός δεξιοτέχνης; Φυσικά. Όχι μόνο έγραψε στην αμερικάνικη γλώσσα, την εμπλούτισε με δροσερή πλαστικότητα, σμίλεψε τα αγγλικά μας σε νέες καταπληκτικές μορφές... Έγραψε για Εβραίους που υποφέρουν, για φτωχούς Εβραίους, για μπακάληδες και μαστόρους, και πουλιά και άλογα και αγγέλους στο Χάρλεμ και προξενητές και πωλητές και ραβί και σπιτονοικοκύρηδες και νοικάρηδες και δοκιμαστές αυγών και συγγραφείς και χιμπανζτήδες. Έγραψε για την πληρότητα και την ενότητα του κόσμου”.
Όμως έγραψε επίσης ιστορίες με τέτοια ωμότητα όπως “Οι ηλίθιοι πρώτα” που ανταγωνίζεται τον Μπέκετ. Προς το τέλος της ζωής του επέλεξε να γράψει βιογραφικές ιστορίες βασισμένες πάνω σε αληθινές φιγούρες όπως η Βιρτζίνια Γουλφ και Άλμα Μάλερ.
Στις εκδόσεις Καστανιώτης κυκλοφορούν οι μισές περίπου από τις ιστορίες του Μάλαμουντ και αναμένεται ένας δεύτερος τόμος μέσα στο 2022. Οι ιστορίες είναι σε χρονολογική σειρά, για να φανεί και βαθμός της εξέλιξης στην γραφή του.
Στην συλλογή υπάρχει η ιστορία “Ανοιξιάτικη βροχή”, γραμμένη το 1942, όπου είναι ολοφάνερη η επιρροή του Τζέιμς Τζόις από τον “Νεκρό” στους Δουβλινέζους.
Στην “Ομολογία φόνου” (1952) υπάρχει και μια ελληνική παρουσία, μια γυναίκα η Έλεν, στην πιο ερωτική σκηνή και που επίσης φτιάχνει ελληνικό καφεδάκι.
Στο διήγημα “Η φυλακή” (1950) ένας μαγαζάτορας που πουλάει ψιλικά και ζαχαρωτά αντιλαμβάνεται ένα φτωχό κορίτσι να κλέβει κάθε τόσο ένα ζαχαρωτό και, όταν γίνεται αντιληπτό από την γυναίκα του, αρνείται να το τιμωρήσει, λέγοντας ότι εκείνος την άφηνε να το παίρνει.
Στο “Μαγικό βαρέλι” (1953) ο Λίο Φινκλ, ένας χλωμός, ανέραστος και αδύναμος ιεροσπουδαστής, ένας άντρας που είχε αρνηθεί τις επιθυμίες της σάρκας, αποφασίζει πριν χειροτονηθεί να βρει μια σύζυγο μέσω ενός προξενητή, του Πίνι Σάλτσμαν. Εδώ ως χαρακτήρας θυμίζει τον ζωγράφο Φίντελμαν στον οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω. Ο Φινκλ δεν αναζητά το πάθος στην γυναίκα, απορρίπτει συνεχώς όσες προτάσεις του κάνει ο προξενητής δείχνοντάς του τις φωτογραφίες γυναικών που κουβαλάει μέσα στον χαρτοφύλακά του. Οι σκηνές και οι διάλογοι ανάμεσά τους είναι πραγματικά σπαρταριστοί.
Η συλλογή του 1969 “Εικόνες του Φίντελμαν” έχουν ως βασικό χαρακτήρα έναν φοιτητή Αμερικανό ζωγράφο, όμως δεν θα τις βρούμε και τις δέκα στον τόμο αυτό γιατί όπως είπαμε η τελική ανθολόγηση έγινε χρονολογικά. Οι ιστορίες αυτές πραγματεύονται θέματα που ξεφεύγουν από τις γειτονιές της Νέας Υόρκης και αφορούν τις γενικότερες πολιτιστικές και συναισθηματικές επαφές ανάμεσα στην Ευρώπη και στην Αμερική. Με πρώτους διδάξαντες τον Χώθορν και τον Χένρι Τζέιμς τα ταξίδια στην Ευρώπη έδωσαν έμπνευση για πολλά βιβλία, περισσότερα από την πλευρά των Αμερικανών φυσικά.
Η πιο γνωστή ιστορία από την συλλογή “Εικόνες του Φίντελμαν” είναι “Ο τελευταίος των Μοϊκανών” (1958) με πρωταγωνιστή τον Φιντελμαν. Φοιτητής, ζωγράφος, ανήσυχος αφού δεν έχει ακόμη βρει τον δρόμο του, μάζεψε λεφτά για να ζήσει ένα χρόνο στην Ιταλία · έχει φέρει μαζί του το πρώτο κεφάλαιο μιας εργασίας που αφορά τον Τζότο, έναν από τους προδρόμους της αναγεννησιακής Ιταλίας. Θα έχει επίσης τη δυνατό. Εκεί θα συναντήσει τον Σάσκιντ. Είναι ο περιπλανώμενος Εβραίος που δεν μπορεί να ενταχθεί στην μεταπολεμική Ευρώπη που θα τον φέρει αντιμέτωπο με πολλά ερωτήματα και την ίδια του την καταγωγή.
Η “Νεκρή φύση” (1962) είναι άλλη μια ιστορία που προτείνεται για διάβασμα μέσα από την συλλογή αυτή και επίσης με ήρωα τον Φίντελμαν διαδραματίζεται στην Ρώμη και σε ένα καλλιτεχνικό, μποέμικο περιβάλλον.
3.
Μεγάλος συγγραφέας, χαμηλότονος ο Μάλαμουντ. Από τις πρώτες ηθογραφικές του ιστορίες πειραματίστηκε με τις μετέπειτα παρώδησε ακόμη και τη δομή τους. Σε μια τελευταία του, “In Kew Gardens,” γράφει για τις τελευταίες μέρες της Βιρτζίνια Γουλφ, ήδη κι αυτός επηρεασμένος από τον μοντερνισμό τόσο θεματικά όσο και στην αφήγηση. Πιο αβέβαιος, πιο ανορθολογικός. Έτσι από τους μικρούς μαγαζάτορες περνάει στους ανήσυχους καλλιτέχνες, όμως οι περισσότεροι χαρακτήρες του παραμένουν μόνοι, κυνηγημένοι, στο μισοκότεινο περιθώριο που τους έσπρωξαν κάποιες πράξεις τους, τα χρέη, οι εντάσεις με την οικογένειά τους. Πολλοί δεν γνώρισαν καν μια ανθρώπινη ζεστή αγκαλιά. Κάποιοι αρνήθηκαν να τη δώσουν. Δεν απολαμβάνουν το σεξ, ο γάμος δεν τους δίνει καμιά ευχαρίστηση.
Υπάρχει πόνος και θλίψη που διαπερνάνε τον Μάλαμουντ αλλά κάπως έτσι είχε διαμορφωθεί το κλίμα της γραφής εκείνης της γενιάς των Εβραίων συγγραφέων που είχαν μεγαλώσει με την φτώχεια της προσφυγιάς και της παγκόσμιας ύφεσης, της πρώτης γενιάς που βίωνε το Ολοκαύτωμα αν όχι άμεσα τουλάχιστον της συνέπειές του στον κόσμο; Πώς να γράψουν;
Και η γραφή του, άμεση, απλή χωρίς πολλά στολίδια και περικοκλάδες. Ακόμη και η γλώσσα του ήταν περιορισμένη: βασική αγγλική, απλή, αστόλιστη. Όμως μπορεί να δραπετεύσει από την θλίψη και να απογειωθεί με χιούμορ όπως έκανε στις έξη ιστορίες του Φίντελμαν. Γι αυτό και οι ιστορίες του, κάθε φορά που ξεπερνάνε τις προηγούμενες και τον ίδιο επανέρχονται πιο φρέσκες και πιο ανανεωμένες.
Σε ένα άρθρο του Φίλιπ Ροθ που περιλαμβάνεται στην συλλογή δοκιμίων “Κουβέντες του σιναφιού” (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ) περιγράφεται η σχέση των δύο και οι επιρροές του Ροθ από το έργο του Μάλαμουντ. Στο μυθιστόρημά του Ροθ “Ο συγγραφέας φάντασμα” (1979) το πρώτο βιβλίο της σημαντικής τριλογίας του “Ζούκερμαν Δεσμώτης”, ο νεαρός Ζούκερμαν συναντάει τον συγγραφέα Λόνοφ ο οποίος παραπέμπει στον Μπέρναρντ Μάλαμουντ. Μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο αυτό ολόκληρο και στην μορφή που πρωτοδημοσιεύτηκε στο LRB “Pictures of Malamud” το 1986. Καθόλου τυχαίο τίτλος μιας και παραπέμπει στην συλλογή για την οποία μιλάμε “Pictures of Fidleman”.
https://www.lrb.co.uk/the-paper/v08/n08/philip-roth/pictures-of-malamud
Ο Μπέρναρντ Μάλαμουντ είναι ένας παθιασμένος συγγραφέας και ταυτίζεται με αυτό που είχε πει ο ίδιος “Η τέχνη γιορτάζει τη ζωή και μας προσφέρει το μέτρο μας”.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης (c) Οκτώβριος 2021