Ο Denis Johnson στα έγκατα της ψυχής και της γραφής
Ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος ο Ντένις Τζόνσον γεννήθηκε το 1949 στο Μόναχο και μεγάλωσε στο Τόκιο, την Μανίλα και την Ουάσινγκτον, ακολουθώντας τις μετακινήσεις του πατέρα του, υπαλλήλου του State Department. Είναι πτυχιούχος του Πανεπιστημίου της Αϊόβα και έχει βραβευτεί από το περιοδικό Paris Review και άλλα λογοτεχνικά ιδρύματα. Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε το 1969 όταν ήταν 19 ετών. Στο πανεπιστήμιο της Αϊόβα είχε δάσκαλο στη δημιουργική γραφή τον Ρέιμοντ Κάρβερ και εκεί κατέληξε το 1993 να διδάσκει δημιουργική γραφή, ως επισκέπτης συγγραφέας, έχοντας σαν βάση το μυθιστόρημα του Malcolm Lowry “Under the Volcano”.
Στην συνέχεια όμως προέκυψε μια άγονη δεκαετία εξ αιτίας του αλκοόλ και της χρήσης ναρκωτικών αν και κάποια γραπτά του δημοσιεύονταν στο New Yorker και στο Esquire. Το 1992, η πρώτη του συλλογή διηγημάτων “Jesus’s Son”, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και καλές κριτικές που κρατάνε ακόμη.
Συγγραφείς όπως ο Φίλιπ Ροθ και ο Τζόνοθαν Φράνζεν τον επαίνεσαν. Ειδικά στην Αγγλία διαβάστηκε προσεκτικά και αναγνωρίστηκε πολύ περισσότερο ακόμη και από την πατρίδα του-πάντα η Ευρώπη ήταν πιο ανοιχτή στους δύσκολους Αμερικανούς συγγραφείς. Ταυτόχρονα ο Τζόνσον είχε και μια περιπετειώδη δημοσιογραφική καριέρα καλύπτοντας αποστολές σε αιματηρά σημεία του πλανήτη, όπως η Λιβερία τον καιρό του εμφυλίου και το Ιράκ.
Το 2007 το «Δέντρο από καπνό» βραβεύτηκε με το National Book Award. Το βραβείο παρέλαβε η σύζυγός του Σίντι καθώς εκείνος έλειπε σε δημοσιογραφική αποστολή στο Ιράκ. Το 2012 ήταν ανάμεσα στους φιναλίστες του του Pulitzer Prize με την νουβέλα “Train Dreams” που αναμένεται να κυκλοφορήσει μέσα στο 2022 από τις εκδόσεις Αντίποδες.
Στα ελληνικά μεταφράστηκαν τρία μυθιστορήματά του, «Άγγελοι», «Τ' αστέρια το απομεσήμερο», «Φισκαντόρο» (Ζαχαρόπουλος) ενώ στη συλλογή διηγημάτων «Της αγάπης μου ο σπουργίτης πέταξε» (Libro), που επιμελήθηκε ο Τζέφρυ Ευγενίδης, περιλαμβάνεται ένα διήγημά του.
Τώρα προστίθεται και η επιμελημένη έκδοση των εκδόσεων Αντίποδες, η τελευταία του συλλογή διηγημάτων, “Η γενναιοδωρία της γοργόνας” που δεν πρόλαβε να την δει ο ίδιος αφού πέθανε πριν σε ηλικία 67 ετών βαριά άρρωστος. Στο δημοσιευμένα του βιβλία δοκιμάζεται σε διαφορετικά είδη λόγου, γράφει ιστορίες γκόθικ, δυστοπίας αλλά οι σύγχρονες ιστορίες του αποδεικνύονται πιο δυστοπικές με τον ρεαλισμό τους και την εκκεντρικότητα των χαρακτήρων.
*
Το πρώτο του μυθιστόρημα “Άγγελοι” (1983) είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, ένα οδοιπορικό στην εξαθλιωμένη Αμερική μέσα από τα μάτια και τις ιστορίες του Μπιλ και της Τζέιμι. Η τελευταία έχει εγκαταλείψει τον άντρα της και μαζί με τις δύο κόρες της αναζητά την τύχη της αλλού. Μέσα σε ένα λεωφορείο γνωρίζει τον Μπιλ Χιούστον, ήρωα και σε άλλες ιστορίες του Τζόνσον, εθισμένο σε κάθε είδους εξαρτήσεις. Διανύουν πολύωρες διαδρομές, μένουν σε εξαθλιωμένα μοτέλ. Κάποια στιγμή η Τζέιμι απομένει μόνη, και βρίσκεται βιασμένη από μια παρέα εκκεντρικών τύπων του υπόκοσμου και αποφασίζει να τους μηνύσει. Ξαναβρίσκεται με τον Μπιλ και συνεχίζουν αυτό το οδοιπορικό τους σε μια ιστορία που δεν λείπει η ανθρωπιά, η συγκίνηση και το χιούμορ, χαρακτηριστικά άλλωστε της μετέπειτα γραφής του συγγραφέα. Το μυθιστόρημα είναι καλογραμμένο και διαβάζεται ακούραστα, το δεύτερο όμως μέρος βαραίνει, γίνεται ασφυκτικό ειδικά στις στιγμές της φυλάκισης του Μπιλ. Ένα συναίσθημα πνιγερό και για τον αναγνώστη, το ένιωσα σε ένα άλλο κοινωνικό μυθιστόρημα του Ζορζ Σιμενόν, “Το χιόνι ήταν βρόμικο” για να αναφέρω το πιο πρόσφατο από ανάλογης θεματολογίας μυθιστορήματα.
*
“Το δέντρο από καπνό” θα μπορούσε να έχει υπότιτλο «Οι Δαιμονισμένοι του Βιετνάμ». Ένα βιβλίο ποταμός για τον πόλεμο του Βιετνάμ, ένας πόλεμος που διεξάγεται όχι μόνον στην χώρα της Άπω Ανατολής αλλά κυρίως στο μυαλό των ηρώων τους. Διαταραγμένες προσωπικότητες, μεταλλαγμένες συμπεριφορές, απεμπόληση κάθε ανθρώπινου κώδικα ηθικής. Στον περίγυρο κυκλοφορούν επίσης διπλοί ντόπιοι πράκτορες, ιεραπόστολοι που δολοφονούνται ανεξήγητα σε διφορούμενες ανθρωπιστικές αποστολές, αμερικανοί στρατιώτες που δοκιμάζουν την έξοδό τους στον κόσμο μέσα στην αδιάβατη ζούγκλα και στα λασπερά ποτάμια. Γιατί εκεί τους προσφέρεται μια «οικογένεια πιο βαθιά απ' το αίμα». Για τους Αμερικανούς στρατιωτικούς ο πόλεμος αυτός «είναι ένας ροκ εντ ρολ πόλεμος, το μέρος είναι η Ντίσνεϋλαντ με LSD». Μια ζώνη εμπόλεμη όπου δεν μετράει κανείς, όπου μερικοί δεν συνειδητοποιούν σε ποια χώρα βρίσκονται, αισθάνονται όμως σαν το σπίτι τους. Εδώ επικεντρώνεται και το μυθιστόρημα: όχι τόσο σε περιγραφές μαχών αλλά στις ενδιάμεσες εμπόλεμες ζώνες, σε ιδεολογικές φρεναπάτες όπου κυριαρχούν ιδεοληψίες και συμβολισμοί. Οι σήραγγες, βαθιά στη γη, που χαρτογραφούνται με το «Σχέδιο Λαβύρινθος» από την Υπηρεσία του Σαντς είναι γεμάτες τέρατα και διαμελισμένα πτώματα. Ο λαβύρινθος όμως εξέρχεται και από την κόλαση της γης και εισέρχεται στις κατακόμβες του ανθρώπινου μυαλού.
*
“Η γενναιοδωρία της γοργόνας” (The L'argesse of the Sea Maiden)
περιλαμβάνει πέντε εκτενή διηγήματα, αφηγήσεις ή εξιστορήσεις μιας και γέρνουν προς τη μεριά αυτή καθώς η πρωτοπρόσωπη αφήγηση κυριαρχεί παντού, χωρίς όμως να είναι ο ίδιος αφηγητής σε όλες τις ιστορίες.
Ένα εξαιρετικά ώριμο έργο που έρχεται να συμπληρώσει τον κύκλο των διηγημάτων που είχε ανοίξει με το “Jesus's son”. Βασικά στοιχεία κάθε ιστορίας είναι ο θάνατος, η ματαιότητας της ζωής καθώς και η έννοια αθανασίας που ελπίζουν ή προσδοκούν οι άνθρωποι στις χειρότερες στιγμές της ζωής τους. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι σε κάθε ιστορία εγγράφεται μια ενδογενής αφήγηση, δηλαδή μαθαίνουμε κάτι που κάποιος άλλος έχει ήδη πει και για αυτό πολλά επί μέρους θέματα δεν ολοκληρώνονται ποτέ. Κάθε επίσης ιστορία έχει μια δική της δομή όπως θα δούμε.
Το πρώτο διήγημα, η “Γενναιοδωρία της γοργόνας” χωρίζεται σε εννέα μικρότερες ιστορίες, επεισόδια ή σκηνές. Ενδιαφέρουσα δομή για ένα εκτενές διήγημα με τις επί μέρους αυτές ιστορίες. Η πρώτη, “Σιωπές”, διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια ενός πάρτι που οργανώνει ένα ζευγάρι, ο αφηγητής και η Έλεν. Ενώ πίνουν και χαλαρώνουν κάποιος προτείνει να μιλήσουν για το πιο δυνατό ήχο που άκουσαν στη ζωή τους, κάποιος είπε ότι ήταν η φωνή της γυναίκας του όταν της ανακοίνωσε ότι χωρίζουν, κάποιος άλλος άκουσε πολύ δυνατά την καρδιά του ενώ πάθαινε έμφραγμα και άλλα. Στο μεταξύ ο Κρις άρχισε να μιλά για το θέμα των σιωπών και μετά αμέσως αποκαλύπτει την πιο σιωπηλή στιγμή του όταν μια νάρκη του έκοψε το πόδι λεξω από την Καμπούλ στο Αφγανιστάν. Άλλη όμως σιωπή δεν είχε κανείς να περιγράχει και έτσι η παρέα βυθίζεται στην σιωπή. Όμως η Ντέιρντρε επαναφέρει την συζήτηση και του ζητάει να τους δείξει το δεξό πόδι που λείπει-μιας και ούτε που το φαντάστηκαν μερικοί. Ο Κρις συμφωνεί αρκεί εκείνη να το φιλήσει. Το αποτέλεσμα όλης αυτής της ιστορίας, μας αποκαλύπτει ο αφηγητής, είναι ότι έξι μήνες αργότερα παντρεύτηκαν.
Στο “Συνένοχοι” ο αφηγητής κάνει γέφυρα αμέσως με το προηγούμενο λέγοντας “Ακόμα μια σιωπή μου έρχεται στο νού”. Θυμάται ότι με τη γυναίκα του Ελέιν ήταν καλεσμένοι στο σπίτι του πρώην διευθυντή του, σε διαφημιστική εταιρεία. Υπήρχε μια υποβόσκουσα ένταση στη βραδιά αυτή και επειδή του έκαναν παρατήρηση ότι ένας πίνακας γνωστού ζωγράφου δεν έπρεπε να βρίσκεται τοποθετημένος πάνω από το τζάκι, εκείνος τον καίει μπροστά τους. “Η ξύλινη κορνίζα έσπασε με ένα θεσπέσιο ήχο μέσα στη σιωπή, ενώ ο σπουδαίος πίνακας καιγόταν, πρώτα έγινε μαύρος, μετά γκρίζος και κυματιστός, κι έπειτα η φωτιά τον κατάπιε ολόκληρο”.
“Ο διαφημιστής” ξεκινάει: “Σήμερα το πρωί με κυρίευσε μια θλίψη για την ταχύτητα της ζωής”. Ενώ βραβεύεται για μια διαφημιστική του καμπάνια, ζει μέσα στην ένταση, το σώμα του είναι αγκυλωμένο από τους πόνους της δουλειάς και της ψυχής του. Δεν υπάρχει εδώ ένα κεντρικό θέμα, μέσα από μια καταφυγή του σε μια πινακοθήκη στο εκπληκτικό πάρκο Μπαλμπόα.
Είναι μια εσωτερική στιγμή αποκάλυψης, όταν μέσα σε ένα χώρο τέχνης συνειδητοποιεί τη δική του ανημποριά να διαχειριστεί το σώμα και την ζωή του.
Αλλού, στο “Αποχαιρετισμός”, ο ίδιος πάντα, δέχεται ένα τηλεφώνημα από την πρώην γυναίκα του που πέθαινε, ένα αβάσταχτο τηλεφώνημα που τον αναγκάζει να περάσει σε μια φάση ενός εσωτερικού διαλογισμού που τον αποπροσανατολίζει, σε βαθμό δυσφορίας, αφού δεν ήταν σίγουρος καν αν είχε ακούσει τη φωνή της. “Αναρωτιέμα αν κι εσείς, όπως κι εγώ, συλλέγετε και κρύβετε στην ψυχή σας, εκείνες τις σπάνιες στιγμές, όταν σας κλείνει το μάτι το Μυστήριο...”
Στην “Χήρα” ο αφηγητής συναντιέται με έναν παλιό του φίλο, τον Τομ Έλλις, δημοσιογράφο που έγραφε ένα θεατρικό σε δύο πράξεις βασισμένο σε συνεντεύξεις που είχε μαγνητοφωνήσει σχετικά με την θανατική ποινή. Δύο συνεντεύξεις. Στην πρώτη ένας μελλοθάνατος, (την επομένη που τα λέγανε θα θανατωνόταν), ανάμεσα στα άλλα, περί ζωής και μετά θάνατον ζωής, μιλούσε με θαυμασμό για την γυναίκα του, που την παντρεύτηκε αφότου μεταφέρθηκε στην πτέρυγα των μελλοθανάτων. Ήταν ξαδέλφη ενός συγκρατούμενού του. Λίγο αργότερα ο Έλλις πήρε συνέντευξη από την χήρα και έμαθε τα εντελώς αντίθετα: εκείνη δούλευε σε ένα sex shop και έκανε στριπ τιζ σε peep show. Κι έτσι για άλλη μια φορά, το ψέμμα, η πραγματικότητα, η αφήγηση, η θεατρική αναπαράσταση, ο διπλασιασμός δύο διαφορετικών κελιών, προσδίδει στο κείμενο μια αμφισημία αλλά και πολυσημία ταυτόχρονα. Έχει ενδιαφέρον επίσης πώς χτίζεται αφηγηματικά μέσα από διαφορετικές αφηγήσεις:ο συγγραφέας αφηγητής, ο Έλλις ο δημοσιογράφος και δύο ακόμη υπο-διηγήσεις από τον φυλακισμένο και την φυλακισμένη σεξεργάτρια.
Στο “Ορφανό” μας αφηγείται την ιστορία ενός οραματικού θρησκευτικού ζωγράφου και πώς γνώρισε μια γυναίκα βρίσκοντας τυχαία το κινητό του συζύγου της που μόλις είχε σκοτωθεί στην διασταύρωση παραδίπλα όταν τον πάτησε μια Κάντιλακ που οδηγούσε μια γριά. Άλλη μια αινιγματική ιστορία που χάνει το κέντρο της πάντα και οδηγεί όμως σε μια κορύφωση: ο ζωγράφος Τόνι θα αυτοκτονήσει και αυτό το μαθαίνει ο αφηγητής μας από ένα τηλεφώνημα μια κοινής γνωστής με τον νεκρό. Αυτήν όμως δεν την είχε γνωρίσει.
*
Στην επόμενη ιστορία “Αστροφεγγιά στο Αιντάχο” ένας άντρας σε ίδρυμα αποκατάστασης αλκοολικών γράφει κάθε τόσο γράμματα με διαφορετικό αποδέκτη, σε συγγενείς, φίλες και φίλους, σε περιοδικά, στον Πάπα Ιωάννη Παύλο, αλλά κυρίως στον Σατανά. Παρακολουθεί τις ομαδικές θεραπείες χωρίς να συμμετέχει ουσιαστικά, κινείται ανάμεσα στην αλήθεια της στιγμής και στο παράλογο της ψυχικής του διαταραχής. Ανάμεσα στα παρανοϊκά γραπτά του και στις εξομολογήσεις της ομάδας μεσολαβεί ένα ανυπέρβλητο κενό που δεν μπορεί να το γεφυρώσει ψυχικά και νοητικά. Για άλλη μια φορά, οι αφηγήσεις σώζουν ζωές και προσχήματα. Το εκτενές διήγημα τελειώνει: “Πολλές φορές ξύπνησα έχοντας από πάνω μου έναν γιατρό που μου έλεγε: 'Θα έπρεπε να χεις πεθάνει'.
Αυτό θα γράφει πάνω στον τάφο μου-
“ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΧΩ ΠΕΘΑΝΕΙ”
Άραγε πόσο συναίσθηση είχε του επερχόμενου θανάτου του ώστε να μπορεί ακόμη και τότε, τόσο γενναιόδωρα, σαρκαστικά να τον παρωδεί;
Ο “Μπομπ ο στραγγαλιστής” είναι άλλη μια ιστορία της φυλακής που μας μεταφέρεται πρωτοπρόσωπα από τον αφηγητή και αφορά άλλους φυλακισμένους, τρελαμένους και επικίνδυνους.
“Ο θρίαμβος επί του τάφου” είναι εξ ολοκλήρου ένα παραλήρημα έστω και γραμμένο μεταγενέστερα από τον αφηγητή που διδάσκει δημιουργική γραφή αλλά δεν μπορεί να συγκροτήσει τις σκέψεις του για να μεταφέρει τις καταστάσεις που πέρασε και τους αλλόκοτους χαρακτήρες που γνώρισε. Κυρίαρχα θέματα ο θάνατος, η ματαιότητα της ζωή, η θνητότητα, το τέλος που βιώνεται στη σκέψη και στην εμπειρία κάθε τόσο. Άλλωστε η ιστορία τελειώνει: “Ο κόσμος συνεχίζει να γυρνάει. Καταλαβαίνετε προφανώς ότι την ώρα που τα γράφω αυτά, δεν έχω πεθάνει. Μπορεί όμως να έχω μέχρι να τα διαβάσετε”.
Η τελευταία ιστορία “Doppelgänger, Poltergeist,” παρουσιάζει διαφορετικές ιστορίες εμπλεκόμενες μεταξύ τους με βασικό μοτίβο, τον δίδυμο, τον διπλό άνθρωπο, το αντίγραφο, τον σωσία και όπου το φάντασμα του Έλβις Πρίσλεϊ και η μανιακή λατρεία του οδηγούν σε παρανοϊκές θεωρίες. Πρόκειται για μια εξωφρενική ιστορία που την διαβάζεις χωρίς να κοπιάσεις να μπεις στην λογική των ταρακουνημένων ηρώων αλλά για να διασκεδάσεις όσο μπορείς με τα φαντάσματα, τις θεωρίες συνομωσίας γιατί όπως τελειώνει και η ιστορία “μα εννοείται, τα θεωρούμε όλα αυτά δεδομένα. Αλλιώς δεν έχει πλάκα”.
*
Ο Ντένις Τζόνσον γράφει όχι μέσα από το γραφείο αλλά από τη μέση του δρόμου, από τη μέση του πουθενά. Και κάπου εκτός κειμένου έχει πει:
* Να γράφεις γυμνός. Νὰ γράφεις, δηλαδή, ὅ,τι δὲν θὰ ἔλεγες ποτέ.
* Να γράφεις μὲ αἷμα. Λὲς καὶ τὸ μελάνι εἶναι τόσο πολύτιμο ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ σπαταλήσεις.
* Να γράφεις σὲ κατάσταση ἐξορίας, λὲς καὶ δὲν πρόκειται νὰ γυρίσεις ποτὲ πίσω, και οφείλεις ν’ ανακαλέσεις στὴ μνήμη σου την κάθε λεπτομέρεια.
Ο ρεαλισμός του Ντένις Τζόνσον ξεπερνάει τα όρια του “βρώμικου ρεαλισμού” που είδαμε στον Τομπάιας Γουλφ και την Αν Μπίτι. Πάει λίγο παραπέρα, παραπάνω από το ρεαλιστικό από άποψη ύφους. Και σε αντίθεση με τους ρεαλιστές που αρκούνται στο είδος που υπηρετούν πιστά, και τέτοιοι είναι οι πλειοψηφία των Αμερικανών συγγραφέων, εκείνος δοκιμάστηκε σε πολλά είδη-απρόβλεπτος και ακατάταχτος για την αγορά και το ευρύτερο κοινό. Στον Τζόνσον πάντως, μέσα σε όλο αυτό το χάος και την παράνοια, ξεχωρίζει η φροντίδα του για κάθε απόκληρο, αποτρελαμένο και αποκομμένο άνθρωπο, και δεν είναι λίγοι αυτοί ανάμεσά μας άλλοτε φανερά και άλλοτε όχι. Σίγουρα πάντως μυθοπλαστικά βρίσκουν μια φωνή και μια δικαίωση μιας και ο ίδιος ο συγγραφέας είναι ένας χαρακτήρας της δικής του μυθοπλασίας.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης (c) 2022
Στην συνέχεια όμως προέκυψε μια άγονη δεκαετία εξ αιτίας του αλκοόλ και της χρήσης ναρκωτικών αν και κάποια γραπτά του δημοσιεύονταν στο New Yorker και στο Esquire. Το 1992, η πρώτη του συλλογή διηγημάτων “Jesus’s Son”, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και καλές κριτικές που κρατάνε ακόμη.
Συγγραφείς όπως ο Φίλιπ Ροθ και ο Τζόνοθαν Φράνζεν τον επαίνεσαν. Ειδικά στην Αγγλία διαβάστηκε προσεκτικά και αναγνωρίστηκε πολύ περισσότερο ακόμη και από την πατρίδα του-πάντα η Ευρώπη ήταν πιο ανοιχτή στους δύσκολους Αμερικανούς συγγραφείς. Ταυτόχρονα ο Τζόνσον είχε και μια περιπετειώδη δημοσιογραφική καριέρα καλύπτοντας αποστολές σε αιματηρά σημεία του πλανήτη, όπως η Λιβερία τον καιρό του εμφυλίου και το Ιράκ.
Το 2007 το «Δέντρο από καπνό» βραβεύτηκε με το National Book Award. Το βραβείο παρέλαβε η σύζυγός του Σίντι καθώς εκείνος έλειπε σε δημοσιογραφική αποστολή στο Ιράκ. Το 2012 ήταν ανάμεσα στους φιναλίστες του του Pulitzer Prize με την νουβέλα “Train Dreams” που αναμένεται να κυκλοφορήσει μέσα στο 2022 από τις εκδόσεις Αντίποδες.
Στα ελληνικά μεταφράστηκαν τρία μυθιστορήματά του, «Άγγελοι», «Τ' αστέρια το απομεσήμερο», «Φισκαντόρο» (Ζαχαρόπουλος) ενώ στη συλλογή διηγημάτων «Της αγάπης μου ο σπουργίτης πέταξε» (Libro), που επιμελήθηκε ο Τζέφρυ Ευγενίδης, περιλαμβάνεται ένα διήγημά του.
Τώρα προστίθεται και η επιμελημένη έκδοση των εκδόσεων Αντίποδες, η τελευταία του συλλογή διηγημάτων, “Η γενναιοδωρία της γοργόνας” που δεν πρόλαβε να την δει ο ίδιος αφού πέθανε πριν σε ηλικία 67 ετών βαριά άρρωστος. Στο δημοσιευμένα του βιβλία δοκιμάζεται σε διαφορετικά είδη λόγου, γράφει ιστορίες γκόθικ, δυστοπίας αλλά οι σύγχρονες ιστορίες του αποδεικνύονται πιο δυστοπικές με τον ρεαλισμό τους και την εκκεντρικότητα των χαρακτήρων.
*
Το πρώτο του μυθιστόρημα “Άγγελοι” (1983) είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα, ένα οδοιπορικό στην εξαθλιωμένη Αμερική μέσα από τα μάτια και τις ιστορίες του Μπιλ και της Τζέιμι. Η τελευταία έχει εγκαταλείψει τον άντρα της και μαζί με τις δύο κόρες της αναζητά την τύχη της αλλού. Μέσα σε ένα λεωφορείο γνωρίζει τον Μπιλ Χιούστον, ήρωα και σε άλλες ιστορίες του Τζόνσον, εθισμένο σε κάθε είδους εξαρτήσεις. Διανύουν πολύωρες διαδρομές, μένουν σε εξαθλιωμένα μοτέλ. Κάποια στιγμή η Τζέιμι απομένει μόνη, και βρίσκεται βιασμένη από μια παρέα εκκεντρικών τύπων του υπόκοσμου και αποφασίζει να τους μηνύσει. Ξαναβρίσκεται με τον Μπιλ και συνεχίζουν αυτό το οδοιπορικό τους σε μια ιστορία που δεν λείπει η ανθρωπιά, η συγκίνηση και το χιούμορ, χαρακτηριστικά άλλωστε της μετέπειτα γραφής του συγγραφέα. Το μυθιστόρημα είναι καλογραμμένο και διαβάζεται ακούραστα, το δεύτερο όμως μέρος βαραίνει, γίνεται ασφυκτικό ειδικά στις στιγμές της φυλάκισης του Μπιλ. Ένα συναίσθημα πνιγερό και για τον αναγνώστη, το ένιωσα σε ένα άλλο κοινωνικό μυθιστόρημα του Ζορζ Σιμενόν, “Το χιόνι ήταν βρόμικο” για να αναφέρω το πιο πρόσφατο από ανάλογης θεματολογίας μυθιστορήματα.
*
“Το δέντρο από καπνό” θα μπορούσε να έχει υπότιτλο «Οι Δαιμονισμένοι του Βιετνάμ». Ένα βιβλίο ποταμός για τον πόλεμο του Βιετνάμ, ένας πόλεμος που διεξάγεται όχι μόνον στην χώρα της Άπω Ανατολής αλλά κυρίως στο μυαλό των ηρώων τους. Διαταραγμένες προσωπικότητες, μεταλλαγμένες συμπεριφορές, απεμπόληση κάθε ανθρώπινου κώδικα ηθικής. Στον περίγυρο κυκλοφορούν επίσης διπλοί ντόπιοι πράκτορες, ιεραπόστολοι που δολοφονούνται ανεξήγητα σε διφορούμενες ανθρωπιστικές αποστολές, αμερικανοί στρατιώτες που δοκιμάζουν την έξοδό τους στον κόσμο μέσα στην αδιάβατη ζούγκλα και στα λασπερά ποτάμια. Γιατί εκεί τους προσφέρεται μια «οικογένεια πιο βαθιά απ' το αίμα». Για τους Αμερικανούς στρατιωτικούς ο πόλεμος αυτός «είναι ένας ροκ εντ ρολ πόλεμος, το μέρος είναι η Ντίσνεϋλαντ με LSD». Μια ζώνη εμπόλεμη όπου δεν μετράει κανείς, όπου μερικοί δεν συνειδητοποιούν σε ποια χώρα βρίσκονται, αισθάνονται όμως σαν το σπίτι τους. Εδώ επικεντρώνεται και το μυθιστόρημα: όχι τόσο σε περιγραφές μαχών αλλά στις ενδιάμεσες εμπόλεμες ζώνες, σε ιδεολογικές φρεναπάτες όπου κυριαρχούν ιδεοληψίες και συμβολισμοί. Οι σήραγγες, βαθιά στη γη, που χαρτογραφούνται με το «Σχέδιο Λαβύρινθος» από την Υπηρεσία του Σαντς είναι γεμάτες τέρατα και διαμελισμένα πτώματα. Ο λαβύρινθος όμως εξέρχεται και από την κόλαση της γης και εισέρχεται στις κατακόμβες του ανθρώπινου μυαλού.
*
“Η γενναιοδωρία της γοργόνας” (The L'argesse of the Sea Maiden)
περιλαμβάνει πέντε εκτενή διηγήματα, αφηγήσεις ή εξιστορήσεις μιας και γέρνουν προς τη μεριά αυτή καθώς η πρωτοπρόσωπη αφήγηση κυριαρχεί παντού, χωρίς όμως να είναι ο ίδιος αφηγητής σε όλες τις ιστορίες.
Ένα εξαιρετικά ώριμο έργο που έρχεται να συμπληρώσει τον κύκλο των διηγημάτων που είχε ανοίξει με το “Jesus's son”. Βασικά στοιχεία κάθε ιστορίας είναι ο θάνατος, η ματαιότητας της ζωής καθώς και η έννοια αθανασίας που ελπίζουν ή προσδοκούν οι άνθρωποι στις χειρότερες στιγμές της ζωής τους. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι σε κάθε ιστορία εγγράφεται μια ενδογενής αφήγηση, δηλαδή μαθαίνουμε κάτι που κάποιος άλλος έχει ήδη πει και για αυτό πολλά επί μέρους θέματα δεν ολοκληρώνονται ποτέ. Κάθε επίσης ιστορία έχει μια δική της δομή όπως θα δούμε.
Το πρώτο διήγημα, η “Γενναιοδωρία της γοργόνας” χωρίζεται σε εννέα μικρότερες ιστορίες, επεισόδια ή σκηνές. Ενδιαφέρουσα δομή για ένα εκτενές διήγημα με τις επί μέρους αυτές ιστορίες. Η πρώτη, “Σιωπές”, διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια ενός πάρτι που οργανώνει ένα ζευγάρι, ο αφηγητής και η Έλεν. Ενώ πίνουν και χαλαρώνουν κάποιος προτείνει να μιλήσουν για το πιο δυνατό ήχο που άκουσαν στη ζωή τους, κάποιος είπε ότι ήταν η φωνή της γυναίκας του όταν της ανακοίνωσε ότι χωρίζουν, κάποιος άλλος άκουσε πολύ δυνατά την καρδιά του ενώ πάθαινε έμφραγμα και άλλα. Στο μεταξύ ο Κρις άρχισε να μιλά για το θέμα των σιωπών και μετά αμέσως αποκαλύπτει την πιο σιωπηλή στιγμή του όταν μια νάρκη του έκοψε το πόδι λεξω από την Καμπούλ στο Αφγανιστάν. Άλλη όμως σιωπή δεν είχε κανείς να περιγράχει και έτσι η παρέα βυθίζεται στην σιωπή. Όμως η Ντέιρντρε επαναφέρει την συζήτηση και του ζητάει να τους δείξει το δεξό πόδι που λείπει-μιας και ούτε που το φαντάστηκαν μερικοί. Ο Κρις συμφωνεί αρκεί εκείνη να το φιλήσει. Το αποτέλεσμα όλης αυτής της ιστορίας, μας αποκαλύπτει ο αφηγητής, είναι ότι έξι μήνες αργότερα παντρεύτηκαν.
Στο “Συνένοχοι” ο αφηγητής κάνει γέφυρα αμέσως με το προηγούμενο λέγοντας “Ακόμα μια σιωπή μου έρχεται στο νού”. Θυμάται ότι με τη γυναίκα του Ελέιν ήταν καλεσμένοι στο σπίτι του πρώην διευθυντή του, σε διαφημιστική εταιρεία. Υπήρχε μια υποβόσκουσα ένταση στη βραδιά αυτή και επειδή του έκαναν παρατήρηση ότι ένας πίνακας γνωστού ζωγράφου δεν έπρεπε να βρίσκεται τοποθετημένος πάνω από το τζάκι, εκείνος τον καίει μπροστά τους. “Η ξύλινη κορνίζα έσπασε με ένα θεσπέσιο ήχο μέσα στη σιωπή, ενώ ο σπουδαίος πίνακας καιγόταν, πρώτα έγινε μαύρος, μετά γκρίζος και κυματιστός, κι έπειτα η φωτιά τον κατάπιε ολόκληρο”.
“Ο διαφημιστής” ξεκινάει: “Σήμερα το πρωί με κυρίευσε μια θλίψη για την ταχύτητα της ζωής”. Ενώ βραβεύεται για μια διαφημιστική του καμπάνια, ζει μέσα στην ένταση, το σώμα του είναι αγκυλωμένο από τους πόνους της δουλειάς και της ψυχής του. Δεν υπάρχει εδώ ένα κεντρικό θέμα, μέσα από μια καταφυγή του σε μια πινακοθήκη στο εκπληκτικό πάρκο Μπαλμπόα.
Είναι μια εσωτερική στιγμή αποκάλυψης, όταν μέσα σε ένα χώρο τέχνης συνειδητοποιεί τη δική του ανημποριά να διαχειριστεί το σώμα και την ζωή του.
Αλλού, στο “Αποχαιρετισμός”, ο ίδιος πάντα, δέχεται ένα τηλεφώνημα από την πρώην γυναίκα του που πέθαινε, ένα αβάσταχτο τηλεφώνημα που τον αναγκάζει να περάσει σε μια φάση ενός εσωτερικού διαλογισμού που τον αποπροσανατολίζει, σε βαθμό δυσφορίας, αφού δεν ήταν σίγουρος καν αν είχε ακούσει τη φωνή της. “Αναρωτιέμα αν κι εσείς, όπως κι εγώ, συλλέγετε και κρύβετε στην ψυχή σας, εκείνες τις σπάνιες στιγμές, όταν σας κλείνει το μάτι το Μυστήριο...”
Στην “Χήρα” ο αφηγητής συναντιέται με έναν παλιό του φίλο, τον Τομ Έλλις, δημοσιογράφο που έγραφε ένα θεατρικό σε δύο πράξεις βασισμένο σε συνεντεύξεις που είχε μαγνητοφωνήσει σχετικά με την θανατική ποινή. Δύο συνεντεύξεις. Στην πρώτη ένας μελλοθάνατος, (την επομένη που τα λέγανε θα θανατωνόταν), ανάμεσα στα άλλα, περί ζωής και μετά θάνατον ζωής, μιλούσε με θαυμασμό για την γυναίκα του, που την παντρεύτηκε αφότου μεταφέρθηκε στην πτέρυγα των μελλοθανάτων. Ήταν ξαδέλφη ενός συγκρατούμενού του. Λίγο αργότερα ο Έλλις πήρε συνέντευξη από την χήρα και έμαθε τα εντελώς αντίθετα: εκείνη δούλευε σε ένα sex shop και έκανε στριπ τιζ σε peep show. Κι έτσι για άλλη μια φορά, το ψέμμα, η πραγματικότητα, η αφήγηση, η θεατρική αναπαράσταση, ο διπλασιασμός δύο διαφορετικών κελιών, προσδίδει στο κείμενο μια αμφισημία αλλά και πολυσημία ταυτόχρονα. Έχει ενδιαφέρον επίσης πώς χτίζεται αφηγηματικά μέσα από διαφορετικές αφηγήσεις:ο συγγραφέας αφηγητής, ο Έλλις ο δημοσιογράφος και δύο ακόμη υπο-διηγήσεις από τον φυλακισμένο και την φυλακισμένη σεξεργάτρια.
Στο “Ορφανό” μας αφηγείται την ιστορία ενός οραματικού θρησκευτικού ζωγράφου και πώς γνώρισε μια γυναίκα βρίσκοντας τυχαία το κινητό του συζύγου της που μόλις είχε σκοτωθεί στην διασταύρωση παραδίπλα όταν τον πάτησε μια Κάντιλακ που οδηγούσε μια γριά. Άλλη μια αινιγματική ιστορία που χάνει το κέντρο της πάντα και οδηγεί όμως σε μια κορύφωση: ο ζωγράφος Τόνι θα αυτοκτονήσει και αυτό το μαθαίνει ο αφηγητής μας από ένα τηλεφώνημα μια κοινής γνωστής με τον νεκρό. Αυτήν όμως δεν την είχε γνωρίσει.
*
Στην επόμενη ιστορία “Αστροφεγγιά στο Αιντάχο” ένας άντρας σε ίδρυμα αποκατάστασης αλκοολικών γράφει κάθε τόσο γράμματα με διαφορετικό αποδέκτη, σε συγγενείς, φίλες και φίλους, σε περιοδικά, στον Πάπα Ιωάννη Παύλο, αλλά κυρίως στον Σατανά. Παρακολουθεί τις ομαδικές θεραπείες χωρίς να συμμετέχει ουσιαστικά, κινείται ανάμεσα στην αλήθεια της στιγμής και στο παράλογο της ψυχικής του διαταραχής. Ανάμεσα στα παρανοϊκά γραπτά του και στις εξομολογήσεις της ομάδας μεσολαβεί ένα ανυπέρβλητο κενό που δεν μπορεί να το γεφυρώσει ψυχικά και νοητικά. Για άλλη μια φορά, οι αφηγήσεις σώζουν ζωές και προσχήματα. Το εκτενές διήγημα τελειώνει: “Πολλές φορές ξύπνησα έχοντας από πάνω μου έναν γιατρό που μου έλεγε: 'Θα έπρεπε να χεις πεθάνει'.
Αυτό θα γράφει πάνω στον τάφο μου-
“ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΧΩ ΠΕΘΑΝΕΙ”
Άραγε πόσο συναίσθηση είχε του επερχόμενου θανάτου του ώστε να μπορεί ακόμη και τότε, τόσο γενναιόδωρα, σαρκαστικά να τον παρωδεί;
Ο “Μπομπ ο στραγγαλιστής” είναι άλλη μια ιστορία της φυλακής που μας μεταφέρεται πρωτοπρόσωπα από τον αφηγητή και αφορά άλλους φυλακισμένους, τρελαμένους και επικίνδυνους.
“Ο θρίαμβος επί του τάφου” είναι εξ ολοκλήρου ένα παραλήρημα έστω και γραμμένο μεταγενέστερα από τον αφηγητή που διδάσκει δημιουργική γραφή αλλά δεν μπορεί να συγκροτήσει τις σκέψεις του για να μεταφέρει τις καταστάσεις που πέρασε και τους αλλόκοτους χαρακτήρες που γνώρισε. Κυρίαρχα θέματα ο θάνατος, η ματαιότητα της ζωή, η θνητότητα, το τέλος που βιώνεται στη σκέψη και στην εμπειρία κάθε τόσο. Άλλωστε η ιστορία τελειώνει: “Ο κόσμος συνεχίζει να γυρνάει. Καταλαβαίνετε προφανώς ότι την ώρα που τα γράφω αυτά, δεν έχω πεθάνει. Μπορεί όμως να έχω μέχρι να τα διαβάσετε”.
Η τελευταία ιστορία “Doppelgänger, Poltergeist,” παρουσιάζει διαφορετικές ιστορίες εμπλεκόμενες μεταξύ τους με βασικό μοτίβο, τον δίδυμο, τον διπλό άνθρωπο, το αντίγραφο, τον σωσία και όπου το φάντασμα του Έλβις Πρίσλεϊ και η μανιακή λατρεία του οδηγούν σε παρανοϊκές θεωρίες. Πρόκειται για μια εξωφρενική ιστορία που την διαβάζεις χωρίς να κοπιάσεις να μπεις στην λογική των ταρακουνημένων ηρώων αλλά για να διασκεδάσεις όσο μπορείς με τα φαντάσματα, τις θεωρίες συνομωσίας γιατί όπως τελειώνει και η ιστορία “μα εννοείται, τα θεωρούμε όλα αυτά δεδομένα. Αλλιώς δεν έχει πλάκα”.
*
Ο Ντένις Τζόνσον γράφει όχι μέσα από το γραφείο αλλά από τη μέση του δρόμου, από τη μέση του πουθενά. Και κάπου εκτός κειμένου έχει πει:
* Να γράφεις γυμνός. Νὰ γράφεις, δηλαδή, ὅ,τι δὲν θὰ ἔλεγες ποτέ.
* Να γράφεις μὲ αἷμα. Λὲς καὶ τὸ μελάνι εἶναι τόσο πολύτιμο ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ σπαταλήσεις.
* Να γράφεις σὲ κατάσταση ἐξορίας, λὲς καὶ δὲν πρόκειται νὰ γυρίσεις ποτὲ πίσω, και οφείλεις ν’ ανακαλέσεις στὴ μνήμη σου την κάθε λεπτομέρεια.
Ο ρεαλισμός του Ντένις Τζόνσον ξεπερνάει τα όρια του “βρώμικου ρεαλισμού” που είδαμε στον Τομπάιας Γουλφ και την Αν Μπίτι. Πάει λίγο παραπέρα, παραπάνω από το ρεαλιστικό από άποψη ύφους. Και σε αντίθεση με τους ρεαλιστές που αρκούνται στο είδος που υπηρετούν πιστά, και τέτοιοι είναι οι πλειοψηφία των Αμερικανών συγγραφέων, εκείνος δοκιμάστηκε σε πολλά είδη-απρόβλεπτος και ακατάταχτος για την αγορά και το ευρύτερο κοινό. Στον Τζόνσον πάντως, μέσα σε όλο αυτό το χάος και την παράνοια, ξεχωρίζει η φροντίδα του για κάθε απόκληρο, αποτρελαμένο και αποκομμένο άνθρωπο, και δεν είναι λίγοι αυτοί ανάμεσά μας άλλοτε φανερά και άλλοτε όχι. Σίγουρα πάντως μυθοπλαστικά βρίσκουν μια φωνή και μια δικαίωση μιας και ο ίδιος ο συγγραφέας είναι ένας χαρακτήρας της δικής του μυθοπλασίας.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης (c) 2022
Links
Stories in New Yorker
Emergency from "Jesus son"
Σταθερά χέρια στὴ Γενικὴ Κλινική τοῦ Σιάτλ - ένα διήγημα στα ελληνικά.
Μικρή σκηνή από το πρώτο διήγημα της συλλογής Η γενναιοδωρία της γοργόνας:
Emergency from "Jesus son"
Σταθερά χέρια στὴ Γενικὴ Κλινική τοῦ Σιάτλ - ένα διήγημα στα ελληνικά.
Μικρή σκηνή από το πρώτο διήγημα της συλλογής Η γενναιοδωρία της γοργόνας:
Denis Johnson reads from his work: