Grace Paley
Η δύναμη της αυθεντικής φωνής
Η πολιτεία της Νέας Υόρκης την ονόμασε πρώτη Επίσημο Συγγραφέα της, το 1986. Όταν άλλαξε τόπο διαμονής και μετακόμισε στο Βερμόντ, έγινε η επίσημη ποιήτρια της πολιτείας, επί τέσσερα χρόνια. Ο μυθιστοριογράφος Φίλιπ Ροθ είπε για τις ιστορίες της πως επιδεικνύουν μια «κατανόηση της μοναξιάς, της λαγνείας, αλλά και του αλτρουϊσμού και της κόπωσης από την ζωή που δεν θυμίζει καθόλου γυναικείες – ladylike - προσεγγίσεις». Την έχουν αποκαλέσει Μαρκ Τουέιν γεννημένη στο Μπρόνξ. Αλλά ίσως αυτό που την περιγράφει καλύτερα είναι κάτι που είπε η ίδια σε έναν νέο συγγραφέα… «αυτό που κάνεις όταν γράφεις είναι να φωτίζεις ό,τι είναι κρυμμένο – σηκώνεις μια πέτρα και ρίχνεις φως από κάτω της, και είναι σαν να λες ‘να, δείτε ετούτη την ζωή!’».
Είναι η αρχετυπικά Νεοϋορκέζικη φωνή, που χαρακτηρίζεται από παραστατικότητα, ενέργεια δημιουργίας εικόνων, και που αποτελεί ένα αμάλγαμα των ρυθμών των αστικών αγγλικών, των Γίντις και των Ρωσικών (αλλά και της γλώσσας του δρόμου των Ιρλανδών, των Πορτορικανών και των Αφροαμερικανών της γειτονιάς όπου γεννήθηκε, του Μπρόνξ - γλώσσες που στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα ακούγονταν περισσότερο από τα Αγγλικά στις γειτονιές που κυκλοφορούσε η Paley).
Είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός από τα σύγχρονα μονοπάτια της συγγραφής μυθοπλασίας – τα διηγήματα μοιάζουν να γεννιούνται όχι από τους χαρακτήρες, ή από την πλοκή, αλλά από την αφηγηματική φωνή. Σαν να τα δημιουργεί η γλώσσα, η φωνή, το ύφος, ο ρυθμός.
Έχουν πει για εκείνη πως οι ιστορίες της σου δίνουν την εντύπωση ότι έχουν δημιουργηθεί οργανικά, καθώς «ανακαλύπτει» η ίδια η αφήγηση ποια είναι η ιδανική μορφή για να ειπωθεί. Οι αφηγήσεις της έχουν μια αυτοσχεδιαστική χαλαρότητα, σαν να μην υπάρχει τεχνική, σαν να μην υπήρξε επεξεργασία, επιτήδευση. Αλλά υπενθυμίζω το αληθές στερεότυπο - δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα από το να δείχνεις ατημέλητος, ανεπιτήδευτος, χαλαρός.
Η σταδιοδρομία της θεωρείται "ανωμαλία" στα γράμματα του 20ου αιώνα στις ΗΠΑ. Ξεκίνησε αρκετά αργά, στα 34 της, σε μια ηλικία που μεγάλοι συγγραφείς είχαν ήδη αφήσει πίσω τα καλύτερά τους έργα, και δεν είναι πολυγραφότατη. Μάλλον είναι η μοναδική σημαντική συγγραφέας της εποχής της που ποτέ δεν δημοσίευσε μυθιστόρημα.
Αν και εργάστηκε αποκλειστικά σε μια θεωρούμενη δευτερεύουσα μορφή τέχνης, κατάφερε να γίνει σημαντική συγγραφέας, λόγω της σπουδαιότητας του έργου της. Θεωρείται από τους συγγραφείς που είναι εξαιρετικοί στην τέχνη της συμπύκνωσης, της ενθυλάκωσης – δηλαδή της μαγικής ικανότητας να βάζει έναν ολόκληρο κόσμο μέσα σε μια φράση και πέντε σελίδες της να έχουν το εύρος ενός πολυσέλιδου μυθιστορήματος.
Αν το διήγημα στην καλύτερή του εκδοχή έχει κάτι από την ακρίβεια της ποίησης, η Paley είναι από τις σημαντικότερες συγγραφείς που επιβεβαιώνουν την παράδοση αυτή. Την έχουν αποκαλέσει «ποιήτρια που αφηγείται ιστορίες», δηλαδή γράφει ιστορίες που βασική τους ενέργεια είναι η γλώσσα και μετά ο χαρακτήρας (ποτέ, δε, δεν είναι η πλοκή).
Η ζωή της
Οι γονείς της ήταν Ουκρανοί σοσιαλιστές, που μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1906, αφού τους είχαν συλλάβει στην Τσαρική αυτοκρατορία για την συμμετοχή τους σε διαδηλώσεις εργατών. Έφτασαν στις ΗΠΑ ένα χρόνο μετά από την δολοφονία του 17χρονου θείου της από την αστυνομία. Εκείνη γεννήθηκε πολύ μετά, το 1922, είναι η μικρότερη από τρία αδέλφια, είχε δεκατρία χρόνια διαφορά από την αμέσως μεγαλύτερή της αδελφή.
Στην αρχή οι γονείς της είχαν δυσκολίες μεγάλες. Φτώχεια. Πολλή. Αλλά και ελευθερία. Ο μπαμπάς, ο Άιζακ, πρώτα έμαθε Ιταλικά και μετά σιγά σιγά Αγγλικά - από τα μυθιστορήματα του Ντίκενς... Η κληρονομικότητα της λογοτεχνίας. Τελείωσε σε τέσσερα χρόνια την Ιατρική σχολή και επειδή ήταν 1918, η ολέθρια επιδημία της Ισπανικής γρίπης, είχε αμέσως πολλή πελατεία. Μια χαρακτηριστική εικόνα, να επιστρέφει στο σπίτι, να βγάζει και να αναποδογυρίζει το παντελόνι του και να πέφτουν τα χαρτονομίσματα του ενός δολαρίου. Πάντως όταν το 1922 γεννήθηκε η τρίτη κόρη, το νοικοκυριό ήταν ξεκάθαρα μεσοαστικό. Υπήρχε οικονομική άνεση.
Η οικογενειακή της ζωή ήταν «πολύγλωσση». Στο σπίτι εκτός από την άμεση οικογένεια ζούσαν και η πατρική της γιαγιά μαζί με δύο αδελφές της, που δεν ήξεραν Αγγλικά καλά. Οπότε άκουγε, Γίντις, Ρωσικά (την ουκρανική διάλεκτο) αλλά και τις άλλες γλώσσες που ανταγωνίζονταν τα Αγγλικά στους δρόμους του Μπρονξ. Επίσης, το σπίτι της οικογένειας ήταν συχνά μεταβατικός σταθμός για τους μετανάστες που έρχονταν από την Ουκρανία, κάποιοι από τους οποίους μπορεί να έμεναν και εβδομάδες ή μήνες.
Μια πολύ χαρακτηριστική εικόνα, κάθε βράδυ η οικογένεια διάβαζε, μαζεμένη όλοι μαζί στο κεντρικό δωμάτιο. Ακόμη μια: ο πατέρας, που είχε αγοράσει έναν εξαιρετικό φωνογράφο victrola, μαζί με την μητέρα άκουγαν κλασική μουσική από την καταπληκτική συλλογή του από δίσκους. Μια φορά την εβδομάδα, καλούσαν και φίλους στις ακροάσεις.
Υποτίθεται πως ήταν η τυχερή από τα τρία παιδιά, ότι έζησε στην καλή εποχή της οικογένειας, αλλά πολλές φορές η μοίρα του ανθρώπου είναι όταν γλιτώνει από τις βασικές απειλές, την πείνα, το κρύο, την φτώχεια, να γίνεται βορά των «δευτερευόντων» προβλημάτων. Η μαμά και ο μπαμπάς είχαν παράξενη σχέση, εκείνος ήταν πολύ όμορφος, χαρισματικός, εκείνη κάπως πιο συνηθισμένη νοικοκυρά, στο σπίτι υπήρχε παράξενο κλίμα, η μαμά ένιωθε παραμελημένη… φαίνεται, ότι πολλές σκηνές από ορισμένα από τα καλλίτερά της διηγήματα είναι απηχήσεις/αντηχήσεις εκείνων των παράξενων απογευμάτων στην οικογένειά της με τις υφέρπουσες συγκρούσεις των γονιών της. (Η μητέρα αρρωσταίνει με καρκίνο στο στήθος και πεθαίνει το 1944. Ο μπαμπάς πεθαίνει το 1973. Σκιαγραφεί πλήρη εικόνα τους στα διηγήματά της, με τον πολύ ξεχωριστό της τρόπο.)
Τελείωσε το σχολείο, έγραφε ποίηση, πήγε για λίγο σε κάποια σχολή, αλλά την παράτησε, και μετά ξεκίνησε να εργάζεται σε διάφορες δουλειές γραφείου, και να παρακολουθεί σεμινάρια. Ένα από αυτά ήταν με τον μεγάλο ποιητή W.H. Auden – ήταν εισηγητής σε ένα σεμινάριο γραφής και μια μέρα ρώτησε τους 200 συμμετέχοντες αν υπάρχει κάποιος που γράφει ποίηση και θα ήθελε να του δείξει την δουλειά του. Η Grace σήκωσε το χέρι, τολμηρή, θαρραλέα και επαναστάτρια, ελάχιστοι το έκαναν, και μερικές μέρες μετά οι δυο τους βγήκαν για φαγητό. Της έδωσε μια καθοριστική συμβουλή: της είπε να απηχεί στο έργο της την προφορική γλώσσα μέσα στην οποία ζούσε, αντί για την γλώσσα κάποιου λογοτεχνικού ιδεώδους, για το οποίο κάπου ίσως να είχε διαβάσει. Ακολούθησε την συμβουλή του τόσο στα ποιήματά της όσο και στα διηγήματα, τα οποία ξεκίνησε να γράφει αργότερα αρκετά, γύρω στα δέκα χρόνια μετά, στα μέσα της δεκαετίας του 1950 δηλαδή. Εκεί γύρω παντρεύεται, κάνει δύο παιδιά, χωρίζει, αλλά παραμένει φίλη με τον άντρα της, για όλη την ζωή της.
Και μετά, η ίδια αφηγείται: «το 1954 – 55 αποφάσισα να γράψω ένα διήγημα. Πριν, είχα γράψει μερικές παραγράφους με μερικές πολύ καλές φράσεις, αλλά δεν ήξερα ακόμη τον τρόπο να βάλω ζωντανούς γυναίκες και άντρες μέσα στην γλώσσα, και επιπλέον δεν μπορούσα να βρω μια ιστορία σε εκείνα τα κομμάτια πρόζας.
Αλλά το 1954 – 55 είχα ανάγκη να μιλήσω με κάπως ευρηματικό τρόπο για τις ζωές των γυναικών και των αντρών εκείνα τα χρόνια. Είχα κάποια γνώση πια για την ζωή η οποία μου δημιουργούσε μια σωματική πίεση, κάπου στο μέρος της καρδιάς. Είχα αρχίσει να έχω τον πόνο του αφηγητή: Ακούστε με! Πρέπει να σας διηγηθώ κάτι!»
Και ύστερα, τις συμβαίνουν δύο μικρά, τυχερά, γεγονότα… Αρρωσταίνει, αναγκάζεται να μείνει στο σπίτι, άλλα όχι πολύ ώστε να μην μπορεί να γράφει ενώ τα παιδιά της βρίσκονται στο ολοήμερο σχολείο. Αρχίζει να γράφει, τελειώνει λίγες ιστορίες, δύο, τρεις, και μετά τις στέλνει προς δημοσίευση. Κανένα αποτέλεσμα. Δεν απογοητεύεται, συνεχίζει να γράφει, έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου κάπως, και παρατηρεί αλλιώς τον κόσμο πια…
Και τότε, η δεύτερη μικρή ευλογία. Μετά από μερικά χρόνια, προς το τέλος της δεκαετίας του 1950, ένα απόγευμα έρχεται στο σπίτι της ο πρώην άντρας μιας φίλης της να πάρει τα δυο παιδιά του, που παίζουν με τα παιδιά της Grace. Αυτός έχει μάθει από την πρώην σύζυγό του ότι η Grace γράφει, και μάλιστα καλά, και ζητά να δει μερικές ιστορίες της. Γιατί; Επειδή είναι επιμελητής στην Doubleday, τότε τον μεγαλύτερο Αμερικανικό εκδοτικό οίκο. Της προτείνει να κυκλοφορήσει τις ιστορίες της αλλά της ζητά να γράψει ένα μυθιστόρημα, που είναι «εμπορικό» προϊόν αλλά και αυτό που κάνει τους συγγραφείς «σοβαρούς και πραγματικούς». Εκείνη υπόσχεται, θα γράψει μυθιστόρημα – το παλεύει για δύο χρόνια, αλλά τελικά δεν τηρεί ποτέ την υπόσχεσή της. Ποτέ δεν έγραψε μυθιστόρημα, και το σημαντικότατο της έργο χωράει σε έναν τόμο μισού μεγέθους από τα μεγάλα μυθιστορήματα του Χέμινγουεϊ, λόγου χάρη.
Τρεις συλλογές διηγημάτων έβγαλε, κυκλοφορούν σε έναν τόμο, με τον τίτλο The Collected Stories, που ήταν υποψήφιος για πολλά βραβεία, γιατί το 1994 που κυκλοφόρησε ήταν πια πολύ καθιερωμένη, πολύ αναγνωρισμένη.
Οι μικρές ενοχλήσεις του ανθρώπου – 1959.
Χαμηλές πωλήσεις, αλλά η πρώτη της συλλογή τράβηξε την προσοχή των κριτικών, και δημιούργησε κοινό που την αγάπησε πολύ. Είπαν ότι ήταν πρωτότυπο και παραστατικό γράψιμο, καθώς και ότι έχει μια πολύ δική της άποψη για την ζωή. Καλή ισορροπία ανάμεσα στο χιουμοριστικό και στο συγκινητικό, απλό, ανεπιδήτευτο αφηγηματικό ύφος. Οι δέκα ιστορίες έχουν πρωταγωνιστές πρόσωπα από μια φασαριόζα, σχεδόν χαοτική, γειτονιά, με πόρτες που κοπανάνε, πιάτα που σπάνε, και όπου κάθε παράθυρο είναι ένα στόμα μαμάς που φωνάζει «σκάσε, πήγαινε να παίξεις αλλού, πάνε σπίτι σου».
Οι μικρές ενοχλήσεις συμβαίνουν σε μικρούς, συνηθισμένους, μέσους ανθρώπους (αν υπάρχει αυτός ο όρος, που κάθε άνθρωπος που διαβάζει ξέρει πως δεν υπάρχει...) – και αν διακρίνει κάτι τις ιστορίες είναι η εφευρετικότητα της παρουσίασης του κόσμου, που γίνεται περισσότερο μέσω της φωνής, καθώς και το ενδιαφέρον και η προσοχή της Paley στις ενδεικτικές λεπτομέρειες. Όχι συναισθηματικό ενδιαφέρον, δεν λυπάται, δεν στενοχωριέται με αυτούς – κάνει κάτι πολύ σημαντικότερο. Πάρα πολύ. Λέει τις ιστορίες τους με φοβερή ακρίβεια και δίχως ίχνος επίκρισης και αυστηρότητας. H συλλογή είναι εκείνη με τις πιο συμβατικές ιστορίες, σε σχέση με τις επόμενες δύο – υπάρχουν ιστορίες που δεν τις αφηγείται η συγγραφέας και που έχουν περιστατικά που θυμίζουν πλοκή.
Τρομερές αλλαγές, την τελευταία στιγμή, 1974.
Είναι η δεύτερη συλλογή, ο τίτλος είναι μια αντίθεση με τον τίτλο της πρώτης. Βλέπουμε τους ίδιους χαρακτήρες, το ίδιο setting. Υπάρχει όμως μια αλλαγή που κάνει πιο ευρεία την συλλογή, πιο Αμερικανική – δεν έχει τόσο να κάνει με την τεχνική, όσο με τα θέματα της. Της αναγνωρίζουν ακόμη πως είναι από τους ελάχιστους συγγραφείς που τους απολαμβάνεις όχι λόγω θεμάτων ή χαρακτήρων, αλλά γλώσσας. Της αποδίδουν πως απαιτεί από τον αναγνώστη να ενεργοποιήσει ξανά την γλωσσική του ευαισθησία…
Εκεί πια η πλοκή είναι κάτι σαν επιπλέον δεδομένο, σαν συμπλήρωμα, όχι προτεραιότητα. Το τέλος είναι ανοιχτό, υπάρχει αποσπασματικότητα, και συχνά έλλειψη δράσης. Υπενθυμίζω πως σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, αυτό αποτελεί σχολή σχεδόν πλήρως δικαιωμένη και καθιερωμένη.
Δεν αρέσει σε κάποιους, αλλά στο κοινό της αρέσει πολύ. Η ίδια λέει σε μια συνέντευξη: «Αυτές τις ιστορίες τις ξεκίνησα από την γλώσσα τους και μόνο… έγραφα μία, δύο προτάσεις, και τις άφηνα έτσι. Όχι επίτηδες, απλά μου ήταν αδύνατον να καταλάβω τι θα επακολουθούσε… δούλευα πάντα στα τυφλά».
Και πάμε πια στο 1985, όπου κυκλοφορεί η τρίτη συλλογή της, Αργότερα την ίδια ημέρα.
Ίδιοι χαρακτήρες, ίδιο setting, αν βέβαια έχεις την τόλμη από την αποσπασματικότητά της να διακρίνεις με βεβαιότητα setting. Εκεί, γίνεται και λίγο meta… γράφει ιστορίες για την αφήγηση, για την κοινοποίηση μέσω του γραπτού λόγου, της λογοτεχνικής γραφής, των προσωπικών μας ιστοριών.
Υπάρχει μια δυναμική εξέλιξη στα βιβλία της, που αν και ανήκουν στην ίδια «ευθεία», στην ίδια πορεία, που αποτυπώνει τη σχέση που έχει το γράψιμο με την γλώσσα αλλά και με την ζωή, ωστόσο είναι πολύ διαφορετικά ως δείγματα διαφορετικών σταδίων της πορείας αυτής.
Σαράντα πέντε ιστορίες έχει γράψει, αλλά θεωρείτο, και μάλιστα όσο ήταν ακόμη εν ζωή, μια από τις επιδραστικότερες Αμερικανίδες διηγηματογράφους του 20 αιώνα. Επίσης, δημοσίευσε και αρκετές ποιητικές συλλογές.
Αν την διαβάσετε και την λατρέψετε, μια καλή επιλογή είναι και η συλλογή της Just As I thought, που κυκλοφόρησε το 1998 και περιλαμβάνει πολιτικά κείμενα, δημοσιογραφικά, ομιλίες.
Αναρωτιέται κανείς; Τι έκανε όλα αυτά τα χρόνια; Γιατί δε έγραψε περισσότερο; Ανάμεσα στην πρώτη και την δεύτερη συλλογή ήταν κυρίως μητέρα, αφοσιωμένη. Αλλά σιγά σιγά γινόταν και αυτό που αργότερα θα την έκανε και πολύ διάσημη. Ακτιβίστρια. Η αρχή έγινε με πολύ απλούς και καθημερινούς τρόπους, ήθελε να σταματήσει να περνάνε λεωφορεία από μια πλατεία κοντά στο σπίτι της όπου έπαιζαν τα παιδιά της. Αλλά σιγά σιγά, έφτασε να αγωνίζεται για πολύ σημαντικότερους στόχους και με μεγάλη επένδυση χρόνου και ενέργειας. Είχε πάει στο Βιετνάμ, στην Σοβιετική Ένωση – και ήταν από τις μεγαλύτερες υπερμάχους των Παλαιστινίων. Είπε κάποτε πως ίσως εάν έγραφε ακτιβιστικά να έκανε περισσότερα για ένα σημαντικό σκοπό, αλλά «μου άρεσε πάρα πολύ να είμαι στους δρόμους, και να ταξιδεύω».
Τέλος, μια τρίτη ιδιότητά της, για την οποία επαινέθηκε πολύ, ήταν αυτή της δασκάλας δημιουργικής γραφής, σε πανεπιστήμια στις ΗΠΑ – κάτι αξιοσημείωτο, μιας και η ίδια ποτέ δεν πήρε πτυχίο. Πάντα οι τάξεις της ήταν γεμάτες, από ενθουσιασμένους φοιτητές.
Πέθανε στις 22 Αυγούστου του 2007. Στα Ελληνικά δεν έχει μεταφραστεί ποτέ, παρά μόνο στον συλλογικό τόμο Της αγάπης μου ο σπουργίτης πέταξε - Διαδρομές αγάπης από τον Τσέχοφ στη Μάνρο, όπου υπάρχει ένα διήγημά της. Πολύ μικρή παρουσία στην γλώσσα μας για μια τόσο σημαντική συγγραφέα - η οποία πέτυχε μια εξαιρετική ισορροπία ανάμεσα στην γλωσσική εφευρετικότητα και πρωτοτυπία – που, κάτι πολύ σημαντικό, δεν βασίζεται σε "παράξενες" και σπάνιες λέξεις, αλλά στην προσωπική της θέαση του κόσμου και στην επιλογή των συνθέσεων και λεπτομερειών που αξιοποιεί για να τον περι-γράψει – και από την άλλη στο βίωμα των διαφόρων εμπειριών της ζωής – όλα αυτά που απασχολούν, απασχολούσαν και θα απασχολούν πάντοτε τον άνθρωπο (οικογενειακή ζωή – πολιτική/κοινωνική δραστηριότητα - η χαμένη αγάπη και η αναζήτηση της ευτυχίας στο μαζί – το διαζύγιο – ο γάμος – ο θάνατος – η αρρώστια). Κατά αυτόν τον τρόπο, θεωρείται πως αποτελεί ένα σταυροδρόμι, ένα σημείο καμπής, ανάμεσα στην σύγχρονη λογοτεχνία και στην παραδοσιακή αφήγηση.
(Στην φωτογραφία η συγγραφέας είναι με την μαύρη ζακέτα).
Βαγγέλης Προβιάς - Δεκέμβριος 2021
Είναι η αρχετυπικά Νεοϋορκέζικη φωνή, που χαρακτηρίζεται από παραστατικότητα, ενέργεια δημιουργίας εικόνων, και που αποτελεί ένα αμάλγαμα των ρυθμών των αστικών αγγλικών, των Γίντις και των Ρωσικών (αλλά και της γλώσσας του δρόμου των Ιρλανδών, των Πορτορικανών και των Αφροαμερικανών της γειτονιάς όπου γεννήθηκε, του Μπρόνξ - γλώσσες που στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα ακούγονταν περισσότερο από τα Αγγλικά στις γειτονιές που κυκλοφορούσε η Paley).
Είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός από τα σύγχρονα μονοπάτια της συγγραφής μυθοπλασίας – τα διηγήματα μοιάζουν να γεννιούνται όχι από τους χαρακτήρες, ή από την πλοκή, αλλά από την αφηγηματική φωνή. Σαν να τα δημιουργεί η γλώσσα, η φωνή, το ύφος, ο ρυθμός.
Έχουν πει για εκείνη πως οι ιστορίες της σου δίνουν την εντύπωση ότι έχουν δημιουργηθεί οργανικά, καθώς «ανακαλύπτει» η ίδια η αφήγηση ποια είναι η ιδανική μορφή για να ειπωθεί. Οι αφηγήσεις της έχουν μια αυτοσχεδιαστική χαλαρότητα, σαν να μην υπάρχει τεχνική, σαν να μην υπήρξε επεξεργασία, επιτήδευση. Αλλά υπενθυμίζω το αληθές στερεότυπο - δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα από το να δείχνεις ατημέλητος, ανεπιτήδευτος, χαλαρός.
Η σταδιοδρομία της θεωρείται "ανωμαλία" στα γράμματα του 20ου αιώνα στις ΗΠΑ. Ξεκίνησε αρκετά αργά, στα 34 της, σε μια ηλικία που μεγάλοι συγγραφείς είχαν ήδη αφήσει πίσω τα καλύτερά τους έργα, και δεν είναι πολυγραφότατη. Μάλλον είναι η μοναδική σημαντική συγγραφέας της εποχής της που ποτέ δεν δημοσίευσε μυθιστόρημα.
Αν και εργάστηκε αποκλειστικά σε μια θεωρούμενη δευτερεύουσα μορφή τέχνης, κατάφερε να γίνει σημαντική συγγραφέας, λόγω της σπουδαιότητας του έργου της. Θεωρείται από τους συγγραφείς που είναι εξαιρετικοί στην τέχνη της συμπύκνωσης, της ενθυλάκωσης – δηλαδή της μαγικής ικανότητας να βάζει έναν ολόκληρο κόσμο μέσα σε μια φράση και πέντε σελίδες της να έχουν το εύρος ενός πολυσέλιδου μυθιστορήματος.
Αν το διήγημα στην καλύτερή του εκδοχή έχει κάτι από την ακρίβεια της ποίησης, η Paley είναι από τις σημαντικότερες συγγραφείς που επιβεβαιώνουν την παράδοση αυτή. Την έχουν αποκαλέσει «ποιήτρια που αφηγείται ιστορίες», δηλαδή γράφει ιστορίες που βασική τους ενέργεια είναι η γλώσσα και μετά ο χαρακτήρας (ποτέ, δε, δεν είναι η πλοκή).
Η ζωή της
Οι γονείς της ήταν Ουκρανοί σοσιαλιστές, που μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1906, αφού τους είχαν συλλάβει στην Τσαρική αυτοκρατορία για την συμμετοχή τους σε διαδηλώσεις εργατών. Έφτασαν στις ΗΠΑ ένα χρόνο μετά από την δολοφονία του 17χρονου θείου της από την αστυνομία. Εκείνη γεννήθηκε πολύ μετά, το 1922, είναι η μικρότερη από τρία αδέλφια, είχε δεκατρία χρόνια διαφορά από την αμέσως μεγαλύτερή της αδελφή.
Στην αρχή οι γονείς της είχαν δυσκολίες μεγάλες. Φτώχεια. Πολλή. Αλλά και ελευθερία. Ο μπαμπάς, ο Άιζακ, πρώτα έμαθε Ιταλικά και μετά σιγά σιγά Αγγλικά - από τα μυθιστορήματα του Ντίκενς... Η κληρονομικότητα της λογοτεχνίας. Τελείωσε σε τέσσερα χρόνια την Ιατρική σχολή και επειδή ήταν 1918, η ολέθρια επιδημία της Ισπανικής γρίπης, είχε αμέσως πολλή πελατεία. Μια χαρακτηριστική εικόνα, να επιστρέφει στο σπίτι, να βγάζει και να αναποδογυρίζει το παντελόνι του και να πέφτουν τα χαρτονομίσματα του ενός δολαρίου. Πάντως όταν το 1922 γεννήθηκε η τρίτη κόρη, το νοικοκυριό ήταν ξεκάθαρα μεσοαστικό. Υπήρχε οικονομική άνεση.
Η οικογενειακή της ζωή ήταν «πολύγλωσση». Στο σπίτι εκτός από την άμεση οικογένεια ζούσαν και η πατρική της γιαγιά μαζί με δύο αδελφές της, που δεν ήξεραν Αγγλικά καλά. Οπότε άκουγε, Γίντις, Ρωσικά (την ουκρανική διάλεκτο) αλλά και τις άλλες γλώσσες που ανταγωνίζονταν τα Αγγλικά στους δρόμους του Μπρονξ. Επίσης, το σπίτι της οικογένειας ήταν συχνά μεταβατικός σταθμός για τους μετανάστες που έρχονταν από την Ουκρανία, κάποιοι από τους οποίους μπορεί να έμεναν και εβδομάδες ή μήνες.
Μια πολύ χαρακτηριστική εικόνα, κάθε βράδυ η οικογένεια διάβαζε, μαζεμένη όλοι μαζί στο κεντρικό δωμάτιο. Ακόμη μια: ο πατέρας, που είχε αγοράσει έναν εξαιρετικό φωνογράφο victrola, μαζί με την μητέρα άκουγαν κλασική μουσική από την καταπληκτική συλλογή του από δίσκους. Μια φορά την εβδομάδα, καλούσαν και φίλους στις ακροάσεις.
Υποτίθεται πως ήταν η τυχερή από τα τρία παιδιά, ότι έζησε στην καλή εποχή της οικογένειας, αλλά πολλές φορές η μοίρα του ανθρώπου είναι όταν γλιτώνει από τις βασικές απειλές, την πείνα, το κρύο, την φτώχεια, να γίνεται βορά των «δευτερευόντων» προβλημάτων. Η μαμά και ο μπαμπάς είχαν παράξενη σχέση, εκείνος ήταν πολύ όμορφος, χαρισματικός, εκείνη κάπως πιο συνηθισμένη νοικοκυρά, στο σπίτι υπήρχε παράξενο κλίμα, η μαμά ένιωθε παραμελημένη… φαίνεται, ότι πολλές σκηνές από ορισμένα από τα καλλίτερά της διηγήματα είναι απηχήσεις/αντηχήσεις εκείνων των παράξενων απογευμάτων στην οικογένειά της με τις υφέρπουσες συγκρούσεις των γονιών της. (Η μητέρα αρρωσταίνει με καρκίνο στο στήθος και πεθαίνει το 1944. Ο μπαμπάς πεθαίνει το 1973. Σκιαγραφεί πλήρη εικόνα τους στα διηγήματά της, με τον πολύ ξεχωριστό της τρόπο.)
Τελείωσε το σχολείο, έγραφε ποίηση, πήγε για λίγο σε κάποια σχολή, αλλά την παράτησε, και μετά ξεκίνησε να εργάζεται σε διάφορες δουλειές γραφείου, και να παρακολουθεί σεμινάρια. Ένα από αυτά ήταν με τον μεγάλο ποιητή W.H. Auden – ήταν εισηγητής σε ένα σεμινάριο γραφής και μια μέρα ρώτησε τους 200 συμμετέχοντες αν υπάρχει κάποιος που γράφει ποίηση και θα ήθελε να του δείξει την δουλειά του. Η Grace σήκωσε το χέρι, τολμηρή, θαρραλέα και επαναστάτρια, ελάχιστοι το έκαναν, και μερικές μέρες μετά οι δυο τους βγήκαν για φαγητό. Της έδωσε μια καθοριστική συμβουλή: της είπε να απηχεί στο έργο της την προφορική γλώσσα μέσα στην οποία ζούσε, αντί για την γλώσσα κάποιου λογοτεχνικού ιδεώδους, για το οποίο κάπου ίσως να είχε διαβάσει. Ακολούθησε την συμβουλή του τόσο στα ποιήματά της όσο και στα διηγήματα, τα οποία ξεκίνησε να γράφει αργότερα αρκετά, γύρω στα δέκα χρόνια μετά, στα μέσα της δεκαετίας του 1950 δηλαδή. Εκεί γύρω παντρεύεται, κάνει δύο παιδιά, χωρίζει, αλλά παραμένει φίλη με τον άντρα της, για όλη την ζωή της.
Και μετά, η ίδια αφηγείται: «το 1954 – 55 αποφάσισα να γράψω ένα διήγημα. Πριν, είχα γράψει μερικές παραγράφους με μερικές πολύ καλές φράσεις, αλλά δεν ήξερα ακόμη τον τρόπο να βάλω ζωντανούς γυναίκες και άντρες μέσα στην γλώσσα, και επιπλέον δεν μπορούσα να βρω μια ιστορία σε εκείνα τα κομμάτια πρόζας.
Αλλά το 1954 – 55 είχα ανάγκη να μιλήσω με κάπως ευρηματικό τρόπο για τις ζωές των γυναικών και των αντρών εκείνα τα χρόνια. Είχα κάποια γνώση πια για την ζωή η οποία μου δημιουργούσε μια σωματική πίεση, κάπου στο μέρος της καρδιάς. Είχα αρχίσει να έχω τον πόνο του αφηγητή: Ακούστε με! Πρέπει να σας διηγηθώ κάτι!»
Και ύστερα, τις συμβαίνουν δύο μικρά, τυχερά, γεγονότα… Αρρωσταίνει, αναγκάζεται να μείνει στο σπίτι, άλλα όχι πολύ ώστε να μην μπορεί να γράφει ενώ τα παιδιά της βρίσκονται στο ολοήμερο σχολείο. Αρχίζει να γράφει, τελειώνει λίγες ιστορίες, δύο, τρεις, και μετά τις στέλνει προς δημοσίευση. Κανένα αποτέλεσμα. Δεν απογοητεύεται, συνεχίζει να γράφει, έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου κάπως, και παρατηρεί αλλιώς τον κόσμο πια…
Και τότε, η δεύτερη μικρή ευλογία. Μετά από μερικά χρόνια, προς το τέλος της δεκαετίας του 1950, ένα απόγευμα έρχεται στο σπίτι της ο πρώην άντρας μιας φίλης της να πάρει τα δυο παιδιά του, που παίζουν με τα παιδιά της Grace. Αυτός έχει μάθει από την πρώην σύζυγό του ότι η Grace γράφει, και μάλιστα καλά, και ζητά να δει μερικές ιστορίες της. Γιατί; Επειδή είναι επιμελητής στην Doubleday, τότε τον μεγαλύτερο Αμερικανικό εκδοτικό οίκο. Της προτείνει να κυκλοφορήσει τις ιστορίες της αλλά της ζητά να γράψει ένα μυθιστόρημα, που είναι «εμπορικό» προϊόν αλλά και αυτό που κάνει τους συγγραφείς «σοβαρούς και πραγματικούς». Εκείνη υπόσχεται, θα γράψει μυθιστόρημα – το παλεύει για δύο χρόνια, αλλά τελικά δεν τηρεί ποτέ την υπόσχεσή της. Ποτέ δεν έγραψε μυθιστόρημα, και το σημαντικότατο της έργο χωράει σε έναν τόμο μισού μεγέθους από τα μεγάλα μυθιστορήματα του Χέμινγουεϊ, λόγου χάρη.
Τρεις συλλογές διηγημάτων έβγαλε, κυκλοφορούν σε έναν τόμο, με τον τίτλο The Collected Stories, που ήταν υποψήφιος για πολλά βραβεία, γιατί το 1994 που κυκλοφόρησε ήταν πια πολύ καθιερωμένη, πολύ αναγνωρισμένη.
Οι μικρές ενοχλήσεις του ανθρώπου – 1959.
Χαμηλές πωλήσεις, αλλά η πρώτη της συλλογή τράβηξε την προσοχή των κριτικών, και δημιούργησε κοινό που την αγάπησε πολύ. Είπαν ότι ήταν πρωτότυπο και παραστατικό γράψιμο, καθώς και ότι έχει μια πολύ δική της άποψη για την ζωή. Καλή ισορροπία ανάμεσα στο χιουμοριστικό και στο συγκινητικό, απλό, ανεπιδήτευτο αφηγηματικό ύφος. Οι δέκα ιστορίες έχουν πρωταγωνιστές πρόσωπα από μια φασαριόζα, σχεδόν χαοτική, γειτονιά, με πόρτες που κοπανάνε, πιάτα που σπάνε, και όπου κάθε παράθυρο είναι ένα στόμα μαμάς που φωνάζει «σκάσε, πήγαινε να παίξεις αλλού, πάνε σπίτι σου».
Οι μικρές ενοχλήσεις συμβαίνουν σε μικρούς, συνηθισμένους, μέσους ανθρώπους (αν υπάρχει αυτός ο όρος, που κάθε άνθρωπος που διαβάζει ξέρει πως δεν υπάρχει...) – και αν διακρίνει κάτι τις ιστορίες είναι η εφευρετικότητα της παρουσίασης του κόσμου, που γίνεται περισσότερο μέσω της φωνής, καθώς και το ενδιαφέρον και η προσοχή της Paley στις ενδεικτικές λεπτομέρειες. Όχι συναισθηματικό ενδιαφέρον, δεν λυπάται, δεν στενοχωριέται με αυτούς – κάνει κάτι πολύ σημαντικότερο. Πάρα πολύ. Λέει τις ιστορίες τους με φοβερή ακρίβεια και δίχως ίχνος επίκρισης και αυστηρότητας. H συλλογή είναι εκείνη με τις πιο συμβατικές ιστορίες, σε σχέση με τις επόμενες δύο – υπάρχουν ιστορίες που δεν τις αφηγείται η συγγραφέας και που έχουν περιστατικά που θυμίζουν πλοκή.
Τρομερές αλλαγές, την τελευταία στιγμή, 1974.
Είναι η δεύτερη συλλογή, ο τίτλος είναι μια αντίθεση με τον τίτλο της πρώτης. Βλέπουμε τους ίδιους χαρακτήρες, το ίδιο setting. Υπάρχει όμως μια αλλαγή που κάνει πιο ευρεία την συλλογή, πιο Αμερικανική – δεν έχει τόσο να κάνει με την τεχνική, όσο με τα θέματα της. Της αναγνωρίζουν ακόμη πως είναι από τους ελάχιστους συγγραφείς που τους απολαμβάνεις όχι λόγω θεμάτων ή χαρακτήρων, αλλά γλώσσας. Της αποδίδουν πως απαιτεί από τον αναγνώστη να ενεργοποιήσει ξανά την γλωσσική του ευαισθησία…
Εκεί πια η πλοκή είναι κάτι σαν επιπλέον δεδομένο, σαν συμπλήρωμα, όχι προτεραιότητα. Το τέλος είναι ανοιχτό, υπάρχει αποσπασματικότητα, και συχνά έλλειψη δράσης. Υπενθυμίζω πως σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, αυτό αποτελεί σχολή σχεδόν πλήρως δικαιωμένη και καθιερωμένη.
Δεν αρέσει σε κάποιους, αλλά στο κοινό της αρέσει πολύ. Η ίδια λέει σε μια συνέντευξη: «Αυτές τις ιστορίες τις ξεκίνησα από την γλώσσα τους και μόνο… έγραφα μία, δύο προτάσεις, και τις άφηνα έτσι. Όχι επίτηδες, απλά μου ήταν αδύνατον να καταλάβω τι θα επακολουθούσε… δούλευα πάντα στα τυφλά».
Και πάμε πια στο 1985, όπου κυκλοφορεί η τρίτη συλλογή της, Αργότερα την ίδια ημέρα.
Ίδιοι χαρακτήρες, ίδιο setting, αν βέβαια έχεις την τόλμη από την αποσπασματικότητά της να διακρίνεις με βεβαιότητα setting. Εκεί, γίνεται και λίγο meta… γράφει ιστορίες για την αφήγηση, για την κοινοποίηση μέσω του γραπτού λόγου, της λογοτεχνικής γραφής, των προσωπικών μας ιστοριών.
Υπάρχει μια δυναμική εξέλιξη στα βιβλία της, που αν και ανήκουν στην ίδια «ευθεία», στην ίδια πορεία, που αποτυπώνει τη σχέση που έχει το γράψιμο με την γλώσσα αλλά και με την ζωή, ωστόσο είναι πολύ διαφορετικά ως δείγματα διαφορετικών σταδίων της πορείας αυτής.
Σαράντα πέντε ιστορίες έχει γράψει, αλλά θεωρείτο, και μάλιστα όσο ήταν ακόμη εν ζωή, μια από τις επιδραστικότερες Αμερικανίδες διηγηματογράφους του 20 αιώνα. Επίσης, δημοσίευσε και αρκετές ποιητικές συλλογές.
Αν την διαβάσετε και την λατρέψετε, μια καλή επιλογή είναι και η συλλογή της Just As I thought, που κυκλοφόρησε το 1998 και περιλαμβάνει πολιτικά κείμενα, δημοσιογραφικά, ομιλίες.
Αναρωτιέται κανείς; Τι έκανε όλα αυτά τα χρόνια; Γιατί δε έγραψε περισσότερο; Ανάμεσα στην πρώτη και την δεύτερη συλλογή ήταν κυρίως μητέρα, αφοσιωμένη. Αλλά σιγά σιγά γινόταν και αυτό που αργότερα θα την έκανε και πολύ διάσημη. Ακτιβίστρια. Η αρχή έγινε με πολύ απλούς και καθημερινούς τρόπους, ήθελε να σταματήσει να περνάνε λεωφορεία από μια πλατεία κοντά στο σπίτι της όπου έπαιζαν τα παιδιά της. Αλλά σιγά σιγά, έφτασε να αγωνίζεται για πολύ σημαντικότερους στόχους και με μεγάλη επένδυση χρόνου και ενέργειας. Είχε πάει στο Βιετνάμ, στην Σοβιετική Ένωση – και ήταν από τις μεγαλύτερες υπερμάχους των Παλαιστινίων. Είπε κάποτε πως ίσως εάν έγραφε ακτιβιστικά να έκανε περισσότερα για ένα σημαντικό σκοπό, αλλά «μου άρεσε πάρα πολύ να είμαι στους δρόμους, και να ταξιδεύω».
Τέλος, μια τρίτη ιδιότητά της, για την οποία επαινέθηκε πολύ, ήταν αυτή της δασκάλας δημιουργικής γραφής, σε πανεπιστήμια στις ΗΠΑ – κάτι αξιοσημείωτο, μιας και η ίδια ποτέ δεν πήρε πτυχίο. Πάντα οι τάξεις της ήταν γεμάτες, από ενθουσιασμένους φοιτητές.
Πέθανε στις 22 Αυγούστου του 2007. Στα Ελληνικά δεν έχει μεταφραστεί ποτέ, παρά μόνο στον συλλογικό τόμο Της αγάπης μου ο σπουργίτης πέταξε - Διαδρομές αγάπης από τον Τσέχοφ στη Μάνρο, όπου υπάρχει ένα διήγημά της. Πολύ μικρή παρουσία στην γλώσσα μας για μια τόσο σημαντική συγγραφέα - η οποία πέτυχε μια εξαιρετική ισορροπία ανάμεσα στην γλωσσική εφευρετικότητα και πρωτοτυπία – που, κάτι πολύ σημαντικό, δεν βασίζεται σε "παράξενες" και σπάνιες λέξεις, αλλά στην προσωπική της θέαση του κόσμου και στην επιλογή των συνθέσεων και λεπτομερειών που αξιοποιεί για να τον περι-γράψει – και από την άλλη στο βίωμα των διαφόρων εμπειριών της ζωής – όλα αυτά που απασχολούν, απασχολούσαν και θα απασχολούν πάντοτε τον άνθρωπο (οικογενειακή ζωή – πολιτική/κοινωνική δραστηριότητα - η χαμένη αγάπη και η αναζήτηση της ευτυχίας στο μαζί – το διαζύγιο – ο γάμος – ο θάνατος – η αρρώστια). Κατά αυτόν τον τρόπο, θεωρείται πως αποτελεί ένα σταυροδρόμι, ένα σημείο καμπής, ανάμεσα στην σύγχρονη λογοτεχνία και στην παραδοσιακή αφήγηση.
(Στην φωτογραφία η συγγραφέας είναι με την μαύρη ζακέτα).
Βαγγέλης Προβιάς - Δεκέμβριος 2021
Links
Το βιβλίο της που δεν πρέπει να λείπει από καμία βιβλιοθήκη
Μια πολύ ωραία συνέντευξή της
Η σελίδα της στο Poetry Foundation
Η Βρετανική εφημερίδα Guardian για εκείνη
Η συγγραφέας διαβάζει μερικά διηγήματα και απαντά σε ερωτήσεις:
Το βιβλίο της που δεν πρέπει να λείπει από καμία βιβλιοθήκη
Μια πολύ ωραία συνέντευξή της
Η σελίδα της στο Poetry Foundation
Η Βρετανική εφημερίδα Guardian για εκείνη
Η συγγραφέας διαβάζει μερικά διηγήματα και απαντά σε ερωτήσεις: