Lucia Berlin
Οδηγίες για το διήγημα του 20ου αιώνα.
Το 2015 κυκλοφορεί στην Αμερική η συλλογή διηγημάτων της Λουσία Μπερλίν “A Manual for Cleaning Women: Selected Stories” με πρόλογο της διηγηματογράφου Λίντια Ντέιβις. Σε πρώτη φάση εντοπίζεται από το κύκλωμα των βιβλιόφιλων και ακολουθούν διθυραμβικές κριτικές, bestseller list στους NYT, μεταφράσεις σε δεκάδες γλώσσες, χιλιάδες αντίτυπα που ανατυπώνονται συνεχώς. Η επιτυχία της φτάνει στην Ευρώπη και την Ιαπωνία. Ίσως κάποιοι να θυμήθηκαν ότι πριν τριάντα χρόνια είχαν αγοράσει μια ίδια συλλογή με τον ίδιο τίτλο.
Πράγματι το 1977 η συλλογή “A Manual for Cleaning Ladies” κυκλοφόρησε αλλά με πολύ μικρό τιράζ, ενώ αυτή που ακολούθησε το 1981 “Angels Laundromat: Short Stories” ξεχάστηκε με τον καιρό. Κανείς δεν θυμόταν την συγγραφέα που πέθανε το 2004, χτυπημένη από τον καρκίνο, εντελώς άγνωστη με εξαίρεση λίγους φίλους και ανθρώπους του συγγραφικού κύκλου της.
H Λύντια Ντέιβις, σήμερα 74 ετών, στον πρόλογο της παρούσας έκδοσης με τίτλο “Το ουσιαστικό είναι η ιστορία” ανάμεσα σε άλλα πολλά σημειώνει για την γραφή της Μπερλίν:
“Οι ιστορίες της Λουσία Μπερλίν είναι ηλεκτρισμένες... Ένα μέρος της δόνησης που εμπεριέχει η πεζογραφία της οφείλεται στον ρυθμό της, άλλοτε ήρεμο, ισορροπημένο, αργό και άνετο και άλλοτε στακάτο, τονισμένο, συνεχώς επιταχυνόμενο...Η Λουσία Μπερλίν βάσισε πολλές από τις ιστορίες της σε γεγονότα της δικής της ζωής. Μετά το θάνατό της, ένας από τους γιους της είπε: 'Η μάνα μας έγραφε αληθινές ιστορίες, όχι απαραίτητα αυτοβιογραφικές, αλλά κοντά σε όσα είχε ζήσει, όπως το πέταλο στην οπλή”.
Η Λύντια Ντέιβις συνεχίζει: “Οι ιστορίες της της θυμίζουν τον Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς και τον Τσέχωφ που αποδεδειγμένα αγαπούσε η Μπερλίν. Δεν παρεισδύουν περιττές λέξεις. Αποστασιοποίηση, συμπόνια, λεπτομέρεια και οικονομία - και να που βρισκόμαστε μπροστά στα πιο σημαντικά στοιχεία της καλής γραφής. Να και το σχόλιό της για το πώς χειρίζεται η ίδια το δύσκολο υλικό: “'Κάπως θα πρέπει να συντελεστεί η πιο ανεπαίσθητη μετάλλαξη της πραγματικότητας. Μια μεταμόρφωση, όχι μια στρέβλωση της αλήθειας. Η ίδια η ιστορία γίνεται η αλήθεια, όχι μόνο για τον συγγραφέα αλλά και για τον αναγνώστη. Σε κάθε καλό γραπτό το συναρπαστικό δεν είναι η ταύτιση με μια κατάσταση, αλλά αυτή η αναγνώριση της αλήθειας'. Μια μεταμόρφωση, όχι μια στρέβλωση της αλήθειας”.
Μέσα από τις ιστορίες της η μνήμη της είναι σαν μια απρόβλεπτη θάλασσα, σαν κύματα που ξεσπάνε, το ένα μετά το άλλο και φτάνουν αποσπασματικά σε κάθε διήγημα ενώ επανέρχονται σε κάποια άλλα συμπληρώνοντας το αυτοβιογραφικό πλαίσιο της ζωής της. Έτσι οι ιστορίες, χωρίς να θυμίζουν μια προσωπική ημερολογιακή καταγραφή, δημιουργούν ένα έργο, εν μέρει αυτοβιογραφικό, εν μέρει αυτομυθοπλαστικό και ταυτόχρονα έναν εκτεταμένο κύκλο διηγημάτων. Ένα αποσπασματικό μυθιστόρημα.
Άλλη μια φράση κλειδί για την ανάγνωση του έργου της είναι η ρευστότητα της ταυτότητας και ο επαναπροσδιορισμός της ανάλογα με τον τόπο και την εσωτερική της διάθεση. Προσπαθεί να θυμηθεί ποια είναι στα αγγλικά, στη γλώσσα της στην ιστορία “Το πάνθεον της Ντολόρες”. Αποδομώντας την γλώσσα, την καταγωγή και τις ρίζες της, ζώντας νομαδικά, περιπλανώμενη σε έναν εξωτερικό κόσμο - άλλοτε ερημικό και άλλοτε κοσμικό - και σε έναν περίπλοκο εσωτερικό εαυτό, βαθύ και απροσπέλαστο, μερικές φορές παρά τις χειρονομίες, τις φωνές και τα ξεσπάσματα.
Ζει δύσκολα αλλά τι πάθος για την ζωή και την τέχνη! Ζώντας την εποχή της μέσα από την τέχνη, τις αισθήσεις και τις παραισθήσεις των ουσιών ή του αλκοόλ. Μουσική, εκθέσεις ζωγραφικής, ποίηση, απαγγελίες, ενώ παρεμβάλλονται σκόρπιες ατμοσφαιρικές περιγραφές, διαθλασμένες αφηγήσεις σαν τις νότες της τζαζ και υποβλητικές σαν τις χρωματικές επιφάνειες του Ρόθκο. Στην ίδια παράγραφο η ζωή, ο θάνατος της αδελφής της και μετά η χώρα της:
“Άραγε τι είναι ακριβώς ο γάμος; Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω. Και τώρα αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι ο θάνατος. Δεν κατανοώ τον θάνατο, και όχι μόνο τον θάνατο της Σάλι. Αλλά και τον θάνατο της χώρας μου, μετά τον Ρόντνει Κινγκ και τις ταραχές. Παντού στον κόσμο, οργή και απελπισία”.
Οι μνήμες της είναι εύθραυστες, αντιφατικές, επιρρεπείς σε διαφορετικές ερμηνείες. “Ξέρω πως πράγματι ο παππούς τον πυροβόλησε, αλλά είχα ακούσει δέκα διαφορετικές εκδοχές για το πώς συνέβη” γράφει στην “Σιωπή”.
Σε λίγες σελίδες πολλών διηγημάτων διαγράφει μια μεγάλη διαδρομή, στέκεται σε λεπτομέρειες και σε φάσεις που σε ένα μυθιστόρημα θα αναλώνονταν εκατοντάδες σελίδες. Μικρές λεπτομέρειες που χτίζουν ένα ολόκληρο σκηνικό άλλοτε αχανές σαν τις ερήμους του Μεξικό και άλλοτε κλειστοφοβικό, ένα μισοσκότεινο δωμάτιο ή μια γειτονιά στην πόλη όπου αντηχεί όλη τη βουή του κόσμου
*
Αυτή είναι η Λουσία Μπερλίν και αν διαβάσουμε τα βιογραφικά της στοιχεία θα δούμε ότι ταυτίζονται με όσα εκείνη περιγράφει στο τελευταίο της αυτοβιογραφικό βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2018. “Welcome Home: A Memoir with Selected Photographs and Letters”.
Όμως ειδικά για αυτήν την συγγραφέα θα παρακάμψουμε τα αυτοβιογραφικά της κείμενα, πρώτον γιατί είναι τόσο κοντά με εκείνα των διηγημάτων της και επειδή σε αυτά, ξαναγραμμένα και ειδωμένα μέσα από τόσα διαφορετικά φίλτρα ύφους και πραγματολογικών στοιχείων, αναδεικνύονται καλύτερα. Ας κρατήσουμε την Λουσία Μπερλίν μέσα από τις αφηγήσεις της. Και καθώς δεν μπόρεσε να περιγράψει το τέλος της απλώς θα πούμε ότι η, γεννημένη στην Αλάσκα το 1936 συγγραφέας, βουτηγμένη στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά και ταλαιπωρημένη από μια χρόνια σκολίωση, θα πεθάνει από καρκίνο, μην έχοντας προλάβει να εκδώσει ένα μυθιστόρημα. Ωστόσο, ανάμεσα στις δεκάδες ευκαιριακές δουλειές της, πρόλαβε να διδάξει ως επισκέπτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, για δύο χρόνια, όπου γίνεται πολύ δημοφιλής και αγαπητή από τους φοιτητές της.
Άφησε πίσω της 76 ιστορίες που αγαπήθηκαν, ιστορίες κοντά στο πνεύμα του Μπουκόφσκι όσον αφορά το εξομολογητικό και κουβεντιαστό ύφος, αστείες και λυπημένες, παρμένες από την ακατάσταστη ζωή της. Άλλωστε πολλές από αυτές διαδραματίζονται σε καταστήματα με δημόσια πλυντήρια, ένας οικείος τόπος των ηρωίδων της. Ακόμη και όταν αλλάζουν τα ονόματα των αφηγητριών (Lucia, Dolores, Claudia), η ζωή τους παραμένει η ίδια; Και φυσικά όπως όλες και η ίδια ήταν αλκοολική.
Μπορεί η Μπερλίν να αδιαφόρησε για την κριτική και εμπορική αποδοχή της όμως μέσα στην ίδια τη γραφή της δεν βλέπεις καμιά έκπτωση της ποιότητας. Οι προτάσεις της είναι κατασταλαγμένες, πιστεύεις ότι είναι αφοριστικές και απαθείς αλλά ακριβώς από πίσω υποβόσκει η ζωή αποσταγμένη, βιωμένη χωρίς υποχωρήσεις και μαρτυρολόγια. Η ίδια παραδέχεται ότι συμβαδίζει με τον Ρέιμοντ Κάρβερ. Το ύφος μας, έλεγε, έχει το ίδιο υπόβαθρο. ‘Don’t show your feelings. Don’t cry. Don’t let anyone know you.’
Σε ένα γράμμα της έλεγε:“Έγραψα σαν κι αυτόν πριν ακόμη τον διαβάσω. Του άρεσε η δουλειά μου, επίσης - τα λέγαμε. Αναγνωρίσαμε αμέσως ο ένα τον άλλον”. Τον θαύμαζε στα πρώτα του όμως διηγήματα «πριν ξεθυμάνει και λειάνει το τέλος των ιστοριών του».
Άλλες συγγραφικές συγγένειες διακρίνουμε με την Γκρέις Πάλι, τον Μπάρι Χάνα (ένας συγγραφέας του νότου του οποίου ο πατέρας πήγαινε στο ίδιο σχολείο με τον Φώκνερ) και σε ορισμένες ιστορίες φέρνει στο νου τον Τζέιμς Σάλτερ, αμφότεροι πάντως στυλίστες και τεχνίτες της πρότασης.
Ωστόσο πάνω απ΄όλους βρίσκεται ο Τσέχωφ. Η επιρροή του καθόλου τυχαία: σε μια ιστορία της χρησιμοποιεί ένα επίγραφο από τον “Θείο Βάνια” και σε μια άλλη αναγνωρίζει την επιρροή του γράφοντας “after Chekhov”. Το κοινά τους στοιχεία η βαθιά ανθρώπινη συμπόνοια απέναντι στους ανθρώπους αφού ποτέ δεν τους διαχωρίζουν σε καλούς και κακούς.
Μήπως τελικά η Λουσία Μπερλίν έχει γράψει ένα τεράστιο, αποσπασματικό μυθιστόρημα; Στα περισσότερα διηγήματα οι τόποι παραμένουν οι ίδιοι: Ελ Πάσο, Σαντιάγκο, Μεξικό, Μπέρκλει. Οι χαρακτήρες πηγαινοέρχονται από το ένα στο άλλο, ο διεφθαρμένος παππούς, η μισητή μητέρα, ο ναρκομανής σύζυγος. Αυτό που αλλάζει όμως είναι η οπτική ματιά, η αφηγηματική φωνή σε κάθε διήγημα και τα ψευδώνυμα της συγγραφέως: Lucia, L.B., ή Carlotta, Dolores, Lucille. Το ομολογεί και η ίδια σε μια συνέντευξη το 1990:
“Ό,τι γράφω είναι αυτοβιογραφικό. Δεν ξέρω γιατί σε κάποιες ιστορίες έχω το δικό μου όνομα και σε άλλες ιστορίες το αλλάζω. Αν σκεφτώ γιατί το κάνω, δεν έχω απάντηση. Ούτε μπορώ να φανταστώ τι συνέπεια θα είχε πάνω στους αναγνώστες μου. Ελπίζω να αισθάνονται την ιστορία ως αληθινή”.
Μήπως όμως αυτό ακριβώς ήταν μια ασφαλιστική δικλείδα για να μιλήσει κάθε φορά για τόσο ξεχωριστές και σκληρές καταστάσεις;
Από την άλλη μερικές από τις φάσεις αυτές μας φαίνονται κάπως παλιές αλλά είναι πράγματι ξεπερασμένες;
Πάνω απ΄όλα η Μπερλίν δείχνει ξεκάθαρα ότι είχε κάτι πολύ συγκεκριμένο στο μυαλό της όσον αφορά το διήγημα. Είχε το δικό της σχέδιο. Ο φίλος της Μάικελ Γουλφ που επιμελήθηκε μια συλλογή της το 1984, Phantom Pain, έγραφε πόσο διαβασμένη ήταν πάνω στο διήγημα και πόσο παθιασμένα και με χιούμορ μιλούσε για αυτό. Άλλωστε φαίνεται και στις αναφορές που κάνει διαρκώς μέσα στα κείμενά της αναφέροντας και παραπέμποντας συνεχώς σε συγγραφείς. Κάπου πηγαίνει σε μια ομάδα όπου διαβάζουν Ισιγκούρο. Αλλού αναφέρεται στον Ντ. Χ. Λώρενς. Ακόμη και για την Τζέιν Ώστιν έλεγε ότι ο κόσμος της ήταν τόσο σκληρός όσο ένας αλκοολικός σε ένα δωμάτιο μοτέλ σε μια ιστορία του Ρέιμοντ Κάρβερ.
Οι εμπειρίες της από τις άπειρες μετακινήσεις ευνοούσαν την παρατηρητικότητα και την εναλλαγή των συναισθημάτων της. Και σε κάθε τόπο ζούσε όχι σαν ξένη αλλά λες και ήταν ντόπια. Ζούσε για να ζει και για να γράφει με τους δικούς της όρους, χωρίς να παραλείπει τους χυμούς της ζωής. Πολλοί έρωτες, εραστές, τέσσερα παιδιά, αλκοολισμός και κατάθλιψη. Κι αν δεν είχε την μεγάλη αναγνωρισιμότητα όσο ζούσε, κι αυτό ήταν μια δική της επιλογή. Τώρα άλλωστε μεταφράζεται σε όλο τον κόσμο.
Όταν, το 1960, ο εκδοτικός οίκος Little Brown της πρόσφερε μια προκαταβολή για ένα μυθιστόρημα που ξεκίνησε να γράφει, φοβήθηκε να το τελειώσει για να μην υποταγεί στο εμπορικό κύκλωμα και χάσει την πίστη στα πιστεύω της. Δεν ήθελε ως συγγραφέας να νοιάζεται περισσότερο για όσα έβλεπε και έλεγε, προτιμούσε εκείνα που αισθανόταν, αυτό που ήταν.
Τελειώνουμε με λίγα λόγια για το πώς αντιμετώπιζε τη ζωή, τον έρωτα και τον θάνατο, αψηφώντας τις συνέπειες, διεκδικώντας με ρίσκα, χωρίς μεμψιμοιρία: "When some people die they just vanish, like pebbles into a pool," "Other people die but stay around for a long time ... because their spirit just won't let go." Το ίδιο συμβαίνει και με το πνεύμα της Λουσία Μπερλίν.
Εργογραφία
A Manual for Cleaning Ladies. 1977.
Angels Laundromat: Short Stories. 1981
Homesick: New & Selected Stories. 1990.
So Long: Stories, 1987-1992. 1993
Where I Live Now: Stories, 1993-1998. 1999.
A Manual for Cleaning Women: Selected Stories με πρόλογο της Lydia Davis 2015
Evening in Paradise: More Stories. 2018
Welcome Home: A Memoir with Selected Photographs and Letters. 2018.
LINKS
The Story Is the Thing: On Lucia Berlin, By Lydia Davis
Θεόδωρος Γρηγοριάδης - Συγγραφέας
Το 2015 κυκλοφορεί στην Αμερική η συλλογή διηγημάτων της Λουσία Μπερλίν “A Manual for Cleaning Women: Selected Stories” με πρόλογο της διηγηματογράφου Λίντια Ντέιβις. Σε πρώτη φάση εντοπίζεται από το κύκλωμα των βιβλιόφιλων και ακολουθούν διθυραμβικές κριτικές, bestseller list στους NYT, μεταφράσεις σε δεκάδες γλώσσες, χιλιάδες αντίτυπα που ανατυπώνονται συνεχώς. Η επιτυχία της φτάνει στην Ευρώπη και την Ιαπωνία. Ίσως κάποιοι να θυμήθηκαν ότι πριν τριάντα χρόνια είχαν αγοράσει μια ίδια συλλογή με τον ίδιο τίτλο.
Πράγματι το 1977 η συλλογή “A Manual for Cleaning Ladies” κυκλοφόρησε αλλά με πολύ μικρό τιράζ, ενώ αυτή που ακολούθησε το 1981 “Angels Laundromat: Short Stories” ξεχάστηκε με τον καιρό. Κανείς δεν θυμόταν την συγγραφέα που πέθανε το 2004, χτυπημένη από τον καρκίνο, εντελώς άγνωστη με εξαίρεση λίγους φίλους και ανθρώπους του συγγραφικού κύκλου της.
H Λύντια Ντέιβις, σήμερα 74 ετών, στον πρόλογο της παρούσας έκδοσης με τίτλο “Το ουσιαστικό είναι η ιστορία” ανάμεσα σε άλλα πολλά σημειώνει για την γραφή της Μπερλίν:
“Οι ιστορίες της Λουσία Μπερλίν είναι ηλεκτρισμένες... Ένα μέρος της δόνησης που εμπεριέχει η πεζογραφία της οφείλεται στον ρυθμό της, άλλοτε ήρεμο, ισορροπημένο, αργό και άνετο και άλλοτε στακάτο, τονισμένο, συνεχώς επιταχυνόμενο...Η Λουσία Μπερλίν βάσισε πολλές από τις ιστορίες της σε γεγονότα της δικής της ζωής. Μετά το θάνατό της, ένας από τους γιους της είπε: 'Η μάνα μας έγραφε αληθινές ιστορίες, όχι απαραίτητα αυτοβιογραφικές, αλλά κοντά σε όσα είχε ζήσει, όπως το πέταλο στην οπλή”.
Η Λύντια Ντέιβις συνεχίζει: “Οι ιστορίες της της θυμίζουν τον Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς και τον Τσέχωφ που αποδεδειγμένα αγαπούσε η Μπερλίν. Δεν παρεισδύουν περιττές λέξεις. Αποστασιοποίηση, συμπόνια, λεπτομέρεια και οικονομία - και να που βρισκόμαστε μπροστά στα πιο σημαντικά στοιχεία της καλής γραφής. Να και το σχόλιό της για το πώς χειρίζεται η ίδια το δύσκολο υλικό: “'Κάπως θα πρέπει να συντελεστεί η πιο ανεπαίσθητη μετάλλαξη της πραγματικότητας. Μια μεταμόρφωση, όχι μια στρέβλωση της αλήθειας. Η ίδια η ιστορία γίνεται η αλήθεια, όχι μόνο για τον συγγραφέα αλλά και για τον αναγνώστη. Σε κάθε καλό γραπτό το συναρπαστικό δεν είναι η ταύτιση με μια κατάσταση, αλλά αυτή η αναγνώριση της αλήθειας'. Μια μεταμόρφωση, όχι μια στρέβλωση της αλήθειας”.
Μέσα από τις ιστορίες της η μνήμη της είναι σαν μια απρόβλεπτη θάλασσα, σαν κύματα που ξεσπάνε, το ένα μετά το άλλο και φτάνουν αποσπασματικά σε κάθε διήγημα ενώ επανέρχονται σε κάποια άλλα συμπληρώνοντας το αυτοβιογραφικό πλαίσιο της ζωής της. Έτσι οι ιστορίες, χωρίς να θυμίζουν μια προσωπική ημερολογιακή καταγραφή, δημιουργούν ένα έργο, εν μέρει αυτοβιογραφικό, εν μέρει αυτομυθοπλαστικό και ταυτόχρονα έναν εκτεταμένο κύκλο διηγημάτων. Ένα αποσπασματικό μυθιστόρημα.
Άλλη μια φράση κλειδί για την ανάγνωση του έργου της είναι η ρευστότητα της ταυτότητας και ο επαναπροσδιορισμός της ανάλογα με τον τόπο και την εσωτερική της διάθεση. Προσπαθεί να θυμηθεί ποια είναι στα αγγλικά, στη γλώσσα της στην ιστορία “Το πάνθεον της Ντολόρες”. Αποδομώντας την γλώσσα, την καταγωγή και τις ρίζες της, ζώντας νομαδικά, περιπλανώμενη σε έναν εξωτερικό κόσμο - άλλοτε ερημικό και άλλοτε κοσμικό - και σε έναν περίπλοκο εσωτερικό εαυτό, βαθύ και απροσπέλαστο, μερικές φορές παρά τις χειρονομίες, τις φωνές και τα ξεσπάσματα.
Ζει δύσκολα αλλά τι πάθος για την ζωή και την τέχνη! Ζώντας την εποχή της μέσα από την τέχνη, τις αισθήσεις και τις παραισθήσεις των ουσιών ή του αλκοόλ. Μουσική, εκθέσεις ζωγραφικής, ποίηση, απαγγελίες, ενώ παρεμβάλλονται σκόρπιες ατμοσφαιρικές περιγραφές, διαθλασμένες αφηγήσεις σαν τις νότες της τζαζ και υποβλητικές σαν τις χρωματικές επιφάνειες του Ρόθκο. Στην ίδια παράγραφο η ζωή, ο θάνατος της αδελφής της και μετά η χώρα της:
“Άραγε τι είναι ακριβώς ο γάμος; Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω. Και τώρα αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι ο θάνατος. Δεν κατανοώ τον θάνατο, και όχι μόνο τον θάνατο της Σάλι. Αλλά και τον θάνατο της χώρας μου, μετά τον Ρόντνει Κινγκ και τις ταραχές. Παντού στον κόσμο, οργή και απελπισία”.
Οι μνήμες της είναι εύθραυστες, αντιφατικές, επιρρεπείς σε διαφορετικές ερμηνείες. “Ξέρω πως πράγματι ο παππούς τον πυροβόλησε, αλλά είχα ακούσει δέκα διαφορετικές εκδοχές για το πώς συνέβη” γράφει στην “Σιωπή”.
Σε λίγες σελίδες πολλών διηγημάτων διαγράφει μια μεγάλη διαδρομή, στέκεται σε λεπτομέρειες και σε φάσεις που σε ένα μυθιστόρημα θα αναλώνονταν εκατοντάδες σελίδες. Μικρές λεπτομέρειες που χτίζουν ένα ολόκληρο σκηνικό άλλοτε αχανές σαν τις ερήμους του Μεξικό και άλλοτε κλειστοφοβικό, ένα μισοσκότεινο δωμάτιο ή μια γειτονιά στην πόλη όπου αντηχεί όλη τη βουή του κόσμου
*
Αυτή είναι η Λουσία Μπερλίν και αν διαβάσουμε τα βιογραφικά της στοιχεία θα δούμε ότι ταυτίζονται με όσα εκείνη περιγράφει στο τελευταίο της αυτοβιογραφικό βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2018. “Welcome Home: A Memoir with Selected Photographs and Letters”.
Όμως ειδικά για αυτήν την συγγραφέα θα παρακάμψουμε τα αυτοβιογραφικά της κείμενα, πρώτον γιατί είναι τόσο κοντά με εκείνα των διηγημάτων της και επειδή σε αυτά, ξαναγραμμένα και ειδωμένα μέσα από τόσα διαφορετικά φίλτρα ύφους και πραγματολογικών στοιχείων, αναδεικνύονται καλύτερα. Ας κρατήσουμε την Λουσία Μπερλίν μέσα από τις αφηγήσεις της. Και καθώς δεν μπόρεσε να περιγράψει το τέλος της απλώς θα πούμε ότι η, γεννημένη στην Αλάσκα το 1936 συγγραφέας, βουτηγμένη στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά και ταλαιπωρημένη από μια χρόνια σκολίωση, θα πεθάνει από καρκίνο, μην έχοντας προλάβει να εκδώσει ένα μυθιστόρημα. Ωστόσο, ανάμεσα στις δεκάδες ευκαιριακές δουλειές της, πρόλαβε να διδάξει ως επισκέπτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, για δύο χρόνια, όπου γίνεται πολύ δημοφιλής και αγαπητή από τους φοιτητές της.
Άφησε πίσω της 76 ιστορίες που αγαπήθηκαν, ιστορίες κοντά στο πνεύμα του Μπουκόφσκι όσον αφορά το εξομολογητικό και κουβεντιαστό ύφος, αστείες και λυπημένες, παρμένες από την ακατάσταστη ζωή της. Άλλωστε πολλές από αυτές διαδραματίζονται σε καταστήματα με δημόσια πλυντήρια, ένας οικείος τόπος των ηρωίδων της. Ακόμη και όταν αλλάζουν τα ονόματα των αφηγητριών (Lucia, Dolores, Claudia), η ζωή τους παραμένει η ίδια; Και φυσικά όπως όλες και η ίδια ήταν αλκοολική.
Μπορεί η Μπερλίν να αδιαφόρησε για την κριτική και εμπορική αποδοχή της όμως μέσα στην ίδια τη γραφή της δεν βλέπεις καμιά έκπτωση της ποιότητας. Οι προτάσεις της είναι κατασταλαγμένες, πιστεύεις ότι είναι αφοριστικές και απαθείς αλλά ακριβώς από πίσω υποβόσκει η ζωή αποσταγμένη, βιωμένη χωρίς υποχωρήσεις και μαρτυρολόγια. Η ίδια παραδέχεται ότι συμβαδίζει με τον Ρέιμοντ Κάρβερ. Το ύφος μας, έλεγε, έχει το ίδιο υπόβαθρο. ‘Don’t show your feelings. Don’t cry. Don’t let anyone know you.’
Σε ένα γράμμα της έλεγε:“Έγραψα σαν κι αυτόν πριν ακόμη τον διαβάσω. Του άρεσε η δουλειά μου, επίσης - τα λέγαμε. Αναγνωρίσαμε αμέσως ο ένα τον άλλον”. Τον θαύμαζε στα πρώτα του όμως διηγήματα «πριν ξεθυμάνει και λειάνει το τέλος των ιστοριών του».
Άλλες συγγραφικές συγγένειες διακρίνουμε με την Γκρέις Πάλι, τον Μπάρι Χάνα (ένας συγγραφέας του νότου του οποίου ο πατέρας πήγαινε στο ίδιο σχολείο με τον Φώκνερ) και σε ορισμένες ιστορίες φέρνει στο νου τον Τζέιμς Σάλτερ, αμφότεροι πάντως στυλίστες και τεχνίτες της πρότασης.
Ωστόσο πάνω απ΄όλους βρίσκεται ο Τσέχωφ. Η επιρροή του καθόλου τυχαία: σε μια ιστορία της χρησιμοποιεί ένα επίγραφο από τον “Θείο Βάνια” και σε μια άλλη αναγνωρίζει την επιρροή του γράφοντας “after Chekhov”. Το κοινά τους στοιχεία η βαθιά ανθρώπινη συμπόνοια απέναντι στους ανθρώπους αφού ποτέ δεν τους διαχωρίζουν σε καλούς και κακούς.
Μήπως τελικά η Λουσία Μπερλίν έχει γράψει ένα τεράστιο, αποσπασματικό μυθιστόρημα; Στα περισσότερα διηγήματα οι τόποι παραμένουν οι ίδιοι: Ελ Πάσο, Σαντιάγκο, Μεξικό, Μπέρκλει. Οι χαρακτήρες πηγαινοέρχονται από το ένα στο άλλο, ο διεφθαρμένος παππούς, η μισητή μητέρα, ο ναρκομανής σύζυγος. Αυτό που αλλάζει όμως είναι η οπτική ματιά, η αφηγηματική φωνή σε κάθε διήγημα και τα ψευδώνυμα της συγγραφέως: Lucia, L.B., ή Carlotta, Dolores, Lucille. Το ομολογεί και η ίδια σε μια συνέντευξη το 1990:
“Ό,τι γράφω είναι αυτοβιογραφικό. Δεν ξέρω γιατί σε κάποιες ιστορίες έχω το δικό μου όνομα και σε άλλες ιστορίες το αλλάζω. Αν σκεφτώ γιατί το κάνω, δεν έχω απάντηση. Ούτε μπορώ να φανταστώ τι συνέπεια θα είχε πάνω στους αναγνώστες μου. Ελπίζω να αισθάνονται την ιστορία ως αληθινή”.
Μήπως όμως αυτό ακριβώς ήταν μια ασφαλιστική δικλείδα για να μιλήσει κάθε φορά για τόσο ξεχωριστές και σκληρές καταστάσεις;
Από την άλλη μερικές από τις φάσεις αυτές μας φαίνονται κάπως παλιές αλλά είναι πράγματι ξεπερασμένες;
Πάνω απ΄όλα η Μπερλίν δείχνει ξεκάθαρα ότι είχε κάτι πολύ συγκεκριμένο στο μυαλό της όσον αφορά το διήγημα. Είχε το δικό της σχέδιο. Ο φίλος της Μάικελ Γουλφ που επιμελήθηκε μια συλλογή της το 1984, Phantom Pain, έγραφε πόσο διαβασμένη ήταν πάνω στο διήγημα και πόσο παθιασμένα και με χιούμορ μιλούσε για αυτό. Άλλωστε φαίνεται και στις αναφορές που κάνει διαρκώς μέσα στα κείμενά της αναφέροντας και παραπέμποντας συνεχώς σε συγγραφείς. Κάπου πηγαίνει σε μια ομάδα όπου διαβάζουν Ισιγκούρο. Αλλού αναφέρεται στον Ντ. Χ. Λώρενς. Ακόμη και για την Τζέιν Ώστιν έλεγε ότι ο κόσμος της ήταν τόσο σκληρός όσο ένας αλκοολικός σε ένα δωμάτιο μοτέλ σε μια ιστορία του Ρέιμοντ Κάρβερ.
Οι εμπειρίες της από τις άπειρες μετακινήσεις ευνοούσαν την παρατηρητικότητα και την εναλλαγή των συναισθημάτων της. Και σε κάθε τόπο ζούσε όχι σαν ξένη αλλά λες και ήταν ντόπια. Ζούσε για να ζει και για να γράφει με τους δικούς της όρους, χωρίς να παραλείπει τους χυμούς της ζωής. Πολλοί έρωτες, εραστές, τέσσερα παιδιά, αλκοολισμός και κατάθλιψη. Κι αν δεν είχε την μεγάλη αναγνωρισιμότητα όσο ζούσε, κι αυτό ήταν μια δική της επιλογή. Τώρα άλλωστε μεταφράζεται σε όλο τον κόσμο.
Όταν, το 1960, ο εκδοτικός οίκος Little Brown της πρόσφερε μια προκαταβολή για ένα μυθιστόρημα που ξεκίνησε να γράφει, φοβήθηκε να το τελειώσει για να μην υποταγεί στο εμπορικό κύκλωμα και χάσει την πίστη στα πιστεύω της. Δεν ήθελε ως συγγραφέας να νοιάζεται περισσότερο για όσα έβλεπε και έλεγε, προτιμούσε εκείνα που αισθανόταν, αυτό που ήταν.
Τελειώνουμε με λίγα λόγια για το πώς αντιμετώπιζε τη ζωή, τον έρωτα και τον θάνατο, αψηφώντας τις συνέπειες, διεκδικώντας με ρίσκα, χωρίς μεμψιμοιρία: "When some people die they just vanish, like pebbles into a pool," "Other people die but stay around for a long time ... because their spirit just won't let go." Το ίδιο συμβαίνει και με το πνεύμα της Λουσία Μπερλίν.
Εργογραφία
A Manual for Cleaning Ladies. 1977.
Angels Laundromat: Short Stories. 1981
Homesick: New & Selected Stories. 1990.
So Long: Stories, 1987-1992. 1993
Where I Live Now: Stories, 1993-1998. 1999.
A Manual for Cleaning Women: Selected Stories με πρόλογο της Lydia Davis 2015
Evening in Paradise: More Stories. 2018
Welcome Home: A Memoir with Selected Photographs and Letters. 2018.
LINKS
The Story Is the Thing: On Lucia Berlin, By Lydia Davis
Θεόδωρος Γρηγοριάδης - Συγγραφέας