Η Lydia Davis και η τέχνη της μινιμαλιστικής αφήγησης
H βράβευσή της Λύντια Ντέιβις με το Βρετανικό βραβείο Man Booker International το 2013 για μη Βρετανό συγγραφέα για το σύνολο του έργου της έστειλε αρκετό κόσμο στα βιβλιοπωλεία να την αναζητήσουν και να μάθουν περισσότερα γι αυτήν. Η Ντέιβις, είναι πρωτίστως διηγηματογράφος και μάλιστα της -πολύ- μικρής φόρμας με ελάχιστες εξαιρέσεις κάποια πολυσέλιδα διηγήματα. “Ασκήσεις ασκητικού μινιμαλισμού” είναι κάποιοι από τους χαρακτηρισμούς που της αποδίδονται από τους κριτικούς.
Πρόκειται για μικροαφηγήσεις εξαιρετικής πυκνότητας, με αφοριστική διάθεση, κείμενα σύντμησης αλλά με διευρυμένη συναισθηματικότητα. Ιστορίες μιας παραγράφου ή ακόμη και μιας πρότασης. Τηλεγραφικές μα και εξαιρετικά διαυγείς, κρυστάλλινες. Οι ήρωές της σκέφτονται πολύ αλλά με έναν αστείο τρόπο, βαθιά ριζωμένο στα δυνατά συναισθήματα. Στις μικροιστορίες της εμφανίζονται άνθρωποι χωρίς να κατονομάζονται, που ζούνε σε πόλεις και πολιτείες χωρίς να κατονομάζονται επίσης, και φυσικά στερούνται εκείνων των βασικών χαρακτηριστικών μια μυθοπλαστικής ιστορίας που ξεκινάει, κορυφώνεται και ολοκληρώνεται ή αφήνει ένα ανοιχτό τέλος στις πιο μοντερνιστικές εκδοχές της.
Αφηγητής είναι συνήθως μια γυναίκα ή φανερά η ίδια η συγγραφέας και θυμίζουν περισσότερο μονόλογο παρά πεζό. Σαν δοκιμιακά ποιήματα, σαν σκίτσα, σαν κουτάκια που τα ανοίγεις και από μέσα πετάγονται κάποια στοιχεία που θα μπορούσαν να πουν μια μικρή ιστορία ή να περιγράψουν ένα περιστατικό.
*
Η Λύντια Ντέιβις δεν συνδέεται με την παράδοση του αμερικανικού διηγήματος όσον αφορά τις μυθοπλαστικές τεχνικές των ρεαλιστών διηγηματογράφων. Ούτε όμως προσπερνάει τους συγγραφείς της · την θυμόμαστε πόση ουσιαστική και ενθουσιώδης ήταν η εισαγωγή της στα διηγήματα της Λουσία Μπερλίν. Λέχθηκε ότι θυμίζει τον Αυστριακό συγγραφέα Τόμας Μπέρνχαρντ, όχι βέβαια όσον αφορά τους μακροσκελείς μονολόγους του, εξαντλητικούς καμιά φορά, αλλά την ένταση της φωνής και την πύκνωση των νοημάτων, την κυριολεξία των λέξεων. Ωστόσο το πνεύμα του Μπέκετ είναι απανταχού στις ιστορίες της όπως θα δούμε παρακάτω.
Σίγουρα η παιδεία και η μελέτη των ευρωπαίων συγγραφέων έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωση του συγγραφικού ύφους της Ντέιβις. Κουβάλησε από την την Ευρώπη όχι τους χώρους, τις χώρες και τους ανθρώπους όπως έκαναν στις υπερατλαντικές τους μετακινήσεις τους οι παλαιότεροι αμερικανοί συγγραφείς (Χένρι Τζέιμς, τον Σέργουντ Άντερσον, τον Έρνεστ Χεμινγουέι) αλλά την ίδια την κουλτούρα, τη γραφή, την ατμόσφαιρα, το πνεύμα της. Το δικό της φιλτράρισμα, έστω και πιο ενδολογοτεχνικό, παραμένει πιο διαχρονικό αν όχι και ατοπικό διευρύνοντας την αμερικανικότητα.
Έχοντας μεταφράσει τον Μισέλ Λέϊρις, τον σουρεαλιστή ποιητή, φίλο του Ζορα Μπατάιγ και του ζωγράφου Φράνσις Μπείκον, αντιλαμβάνεται κανείς τις προσλαμβάνουσες. Μετέφρασε επίσης τον συγγραφέα και θεωρητικό Μωρίς Μπλανσό για να ακολουθήσει αργότερα ο Μαρσέλ Προυστ του οποίου το πρώτο μέρος 'Από τη μεριά του Σουάν' του ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ μετέφρασε δίνοντας μια νέα, φρεσκαρισμένη εκδοχή.
Στους μοντερνιστές της φόρμας και του στοχασμού, θα προστεθεί και ο Ρολάν Μπαρτ · όλοι τους προσέδιδαν και στη δική της φόρμα έναν φιλοσοφικό αναστοχασμό-παιγνιώδη ενίοτε-και μια λαμπερή αύρα στις ταπεινές λέξεις που χρησιμοποιούσε ανάμεσα στις μικροπερίοδες παραγράφους. Ακριβώς αυτό εκτίμησαν και οι λογοτεχνικοί κύκλοι που την ενστερνίστηκαν εξ αρχής. Αμέσως χαρακτηρίστηκε “a writer’s writer” και ορισμένοι πιο ειρωνικά την αποκάλεσαν “ a writer’s writer's writer”!
*
Κάθε συλλογή της μπορείς να διαβαστεί ξεχωριστά, κάθε διήγημα επιλεκτικά και ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Ωστόσο κάθε φορά η αίσθηση ότι διαβάζεις την Λύντια Ντέιβις παραμένει εκεί. Η πρόσφατη κυκλοφορία των διηγημάτων της “The Collected Stories of Lydia Davis” που εκτείνονται σε βάθος τριών δεκαετιών, μια συγκεντρωτική έκδοση, δίνει την ευκαιρία να ξαναδούμε τη δουλειά της από την αρχή ή πίσω μπρος. Αυτές οι επτακόσιες σελίδες, όλες μαζί, αποτελούν μια μοναδική πρόταση στα αμερικανικά γράμματα αλλά σίγουρα όχι την εμπορικότητα. Είναι ένας συνδυασμός διαύγειας, αφοριστικής συντομίας, πρωτοτυπίας μέσα από μια φαινομενική απλότητα, περιπαικτική κωμωδία, μεταφυσική σκοτεινιά, φιλοσοφική βαρύτητα και ανθρώπινη σοφία.
Σίγουρα δεν μπορεί να είναι δημοφιλής αλλά θα το έργο της θα ξεχωρίσει στην αμερικανική λογοτεχνική παράδοση για το προσωπικό της στίγμα όπως εκείνο της Φλάνερι Ο' Κόνορ, του Ντόναλντ Μπάρτλεμι, τονίζει ο κριτικός του New Yorker Τζέιμς Γουντ.
Μερικές φορές οι ιστορίες της Ντέιβις λες και κουβαλάνε μια κατήφεια, παραμένουν όμως αντιδραματικές ενώ από μέσα τους ξεπετιέται ένα πνεύμα παιγνιώδες, πειραχτικό, αστείο. Ενώ δεν σχηματίζουν ολοκληρωμένες αφηγήσεις εμμένει σε κάτι απίθανες λεπτομέρειες που θα τις συναντούσες σε ρεαλιστικά μακρυσέλιδα αναγνώσματα. Άλλοτε πάλι, όπως σημειώνει ο κριτικός Τζέιμς Γουντ, τα πολύ μικρά της κείμενα είναι σαν εκείνες τις λεζάντες στις εγκαταστάσεις μοντέρνας τέχνης, μόνον που εδώ το κείμενο και η ερμηνεία συμπίπτουν.
Ιδού μια ιστορία:
“Mother's reaction to My Travel Plans”
Gainesville! It's too bad your cousin is dead!
Άλλη:
“Suddenly afraid”
because she couldn't write the name of what she was: a wa wam owm pwamn womn
Και άλλη μία:
“The Fly”
At the back of the bus,
inside the bathroom,
this very small illegal passenger,
on its way to Boston
*
Στην ιστορία “Happy Memories” που είναι τέσσερις σελίδες κυριαρχεί ο φόβος των γηρατειών και της μοναξιάς. Οι άνθρωποι λένε πως μια μεγάλη γυναίκα τουλάχιστον κουβαλάει τις ευτυχισμένες στιγμές μαζί της που την ανακουφίζουν.
“When her pain is not too bad, she can go over her happy memories and be comforted.”
Όμως αυτό που απασχολεί την αφηγήτρια είναι ότι δεν είναι σίγουρη πόσες πολλές όμορφες στιγμές θα έχει ή τι είναι αυτό ακριβώς που φτιάχνει μια όμορφη στιγμή.
“I am happy doing the work I do, alone at a desk. That work is a great part of every day. But when I am old and alone all the time, will it be enough to think about the work I used to do?”
Οι ευτυχισμένες στιγμές, αναλογίζεται, έχουν να κάνουν με σχέσεις ανθρώπινες όμως εκείνη, η αφηγήτρια, με δυσκολία μπορεί να σκεφτεί κάποιον τόσο κοντά της. Για μια στιγμή αναφέρει την μητέρα της και μόνον μια φορά σ' όλη την ιστορία μια πραγματική οικογένεια.
“There have been a few times of gardening together as a family that may make a good happy memory.”
Όλους τους υπόλοιπους που αναφέρει, μόλις και με τα βίας ανασύρονται ως προσωπικότητες, κάποιοι εργάτες, ένας γείτονας που της έφερε κάποτε κέικ, o βιβλιοθηκάριος στη γωνία.
Και αν μια ευτυχισμένη στιγμή διαγραφεί από μια πιο άσχημη μέσα στην ίδια μέρα;
“You have to make sure, somehow, that nothing spoils the thing while it is happening, and then that no later experience erases it.”
Και ολοκληρώνει την συγκλονιστική της εσωτερική ομολογία:
“I should check now and then to make sure I am not alone too much, or unhappy with other people too often. I should add them up, now and then: what are my happy memories so far?”
Η λέξη “ευτυχισμένος”, που επαναλαμβάνεται συνεχώς σαν να καταμετριέται, δεν είναι μόνον αυτό που μας θυμίζει τον Μπέκετ. Είναι και ο αμείλικτος τόνος της φωνής, σοβαρός, πένθιμος και κωμικός μαζί, που καθιστά το κείμενο αδιαμφισβήτητα μπεκετικό. Όσοι έχετε δει τις “Ευτυχισμένες μέρες” του Μπέκετ με την ηρωίδα του, την Γουίνι, θαμμένη μέχρι το λαιμό, θα αναγνωρίσετε στοιχεία της στην ανώνυμη αφηγήτρια της Ντέιβις. Γιατί στον πυρήνα όλου του έργου του Μπέκετ υπάρχει μια τραγική αντίληψη του κόσμου και της ανθρώπινης κατάστασης, ταυτόχρονα όμως και η καλοσύνη, το σκώμμα και ο γέλως – ο γέλως του φιλοσόφου και ο γέλως του γελωτοποιού· ποτέ όμως ο σαρκασμός εκείνου που χλευάζει.
Η γυναίκα στις “Ευτυχισμένeς αναμνήσεις” κινείται ανάμεσα σε μια ανικανοποίητη μοναξιά και επικοινωνία με τους άλλους, με την κοινότητα. Και επίσης διαβάζοντας το πρωτότυπο θα αντιληφθούμε ότι πολλές φορές η γραφή της Λύντια Ντέιβις ταιριάζει περισσότερο (αυτό το πρόσεξα στο πρωτότυπο κείμενο του Μπέκετ Happy days) με τις σκηνικές οδηγίες του Μπέκετ που τίθενται παραδίπλα με τον μονόλογο παρά με τον αρθρωμένο λόγο της ηρωίδας.
*
Η Λύντια Ντέιβις γεννήθηκε το 1947 και, έχοντας παντρευτεί τον γνωστό συγγραφέα Πωλ Ώστερ, απέκτησαν ένα παιδί, χώρισαν και στην συνέχεια παντρεύτηκε τον ζωγράφο Άλαν Κότε με τον οποίο εξακολουθεί να είναι παντρεμένη και έχουν επίσης έναν γιο. Το καλοκαίρι του 1973, εκείνη στα είκοσι έξι, με τον φίλο της τον Πωλ ΄Ωστερ πήγαν και έζησαν στη Νότια Γαλλία ως επιστάτες ενός αγροτικού οικήματος του 18ου αιώνα. Είχαν ζήσει ήδη στο Παρίσι για δύο χρόνια, μεταφράζοντας Γαλλικά μυθιστορήματα και ποιήματα αλλά και καταλόγους τέχνης και σενάρια, με την σελίδα, χωρίς να παραμελούν και τα δικά τους γραπτά.
Με τα χρόνια έχει γίνει πρότυπο και για νεότερους συγγραφείς. «Ό, τι φαίνεται σαν παιχνίδι αποκαλύπτεται βαθύτατα σοβαρό, ότι φαίνεται σαν φιλοσοφία κρύβει παιγνιώδη διάθεση, ιλαροτραγωδία, καθημερινότητα, ό, τι φαίνεται σαν καθημερινότητα απαιτεί εμβάθυνση», έγραψε για την Ντέιβις η βρετανίδα συγγραφέας Άλι Σμιθ. «Πάντοτε ζητάει την προσοχή μας και μας την ξεπληρώνει διανοίγοντάς μας νέες δυνατότητες, όπως μια έρημος σπαρμένη με λουλούδια».
Στο μεταξύ έχουν κυκλοφορήσει δύο τόμοι με δοκίμια το Essays One και Essays Two με πολλά άρθρα πάνω στην ανάγνωση, τη γραφή, τις μεταφράσεις της και την εμπειρία της μαθαίνοντας ξένες γλώσσες, τις επιρροές της, επίσης πολύ χρήσιμα βιβλία.
Καμιά φορά στα κείμενα αυτά εμπεριέχεται το ίδιο το έργο της σε μια αμφίδρομη σχέση μιας συγγραφέως που είναι τόσο αφοσιωμένη σε αυτό που κάνει όσο κανείς άλλος σε μια τόσο φλύαρη εποχή.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης (c)
Πρόκειται για μικροαφηγήσεις εξαιρετικής πυκνότητας, με αφοριστική διάθεση, κείμενα σύντμησης αλλά με διευρυμένη συναισθηματικότητα. Ιστορίες μιας παραγράφου ή ακόμη και μιας πρότασης. Τηλεγραφικές μα και εξαιρετικά διαυγείς, κρυστάλλινες. Οι ήρωές της σκέφτονται πολύ αλλά με έναν αστείο τρόπο, βαθιά ριζωμένο στα δυνατά συναισθήματα. Στις μικροιστορίες της εμφανίζονται άνθρωποι χωρίς να κατονομάζονται, που ζούνε σε πόλεις και πολιτείες χωρίς να κατονομάζονται επίσης, και φυσικά στερούνται εκείνων των βασικών χαρακτηριστικών μια μυθοπλαστικής ιστορίας που ξεκινάει, κορυφώνεται και ολοκληρώνεται ή αφήνει ένα ανοιχτό τέλος στις πιο μοντερνιστικές εκδοχές της.
Αφηγητής είναι συνήθως μια γυναίκα ή φανερά η ίδια η συγγραφέας και θυμίζουν περισσότερο μονόλογο παρά πεζό. Σαν δοκιμιακά ποιήματα, σαν σκίτσα, σαν κουτάκια που τα ανοίγεις και από μέσα πετάγονται κάποια στοιχεία που θα μπορούσαν να πουν μια μικρή ιστορία ή να περιγράψουν ένα περιστατικό.
*
Η Λύντια Ντέιβις δεν συνδέεται με την παράδοση του αμερικανικού διηγήματος όσον αφορά τις μυθοπλαστικές τεχνικές των ρεαλιστών διηγηματογράφων. Ούτε όμως προσπερνάει τους συγγραφείς της · την θυμόμαστε πόση ουσιαστική και ενθουσιώδης ήταν η εισαγωγή της στα διηγήματα της Λουσία Μπερλίν. Λέχθηκε ότι θυμίζει τον Αυστριακό συγγραφέα Τόμας Μπέρνχαρντ, όχι βέβαια όσον αφορά τους μακροσκελείς μονολόγους του, εξαντλητικούς καμιά φορά, αλλά την ένταση της φωνής και την πύκνωση των νοημάτων, την κυριολεξία των λέξεων. Ωστόσο το πνεύμα του Μπέκετ είναι απανταχού στις ιστορίες της όπως θα δούμε παρακάτω.
Σίγουρα η παιδεία και η μελέτη των ευρωπαίων συγγραφέων έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωση του συγγραφικού ύφους της Ντέιβις. Κουβάλησε από την την Ευρώπη όχι τους χώρους, τις χώρες και τους ανθρώπους όπως έκαναν στις υπερατλαντικές τους μετακινήσεις τους οι παλαιότεροι αμερικανοί συγγραφείς (Χένρι Τζέιμς, τον Σέργουντ Άντερσον, τον Έρνεστ Χεμινγουέι) αλλά την ίδια την κουλτούρα, τη γραφή, την ατμόσφαιρα, το πνεύμα της. Το δικό της φιλτράρισμα, έστω και πιο ενδολογοτεχνικό, παραμένει πιο διαχρονικό αν όχι και ατοπικό διευρύνοντας την αμερικανικότητα.
Έχοντας μεταφράσει τον Μισέλ Λέϊρις, τον σουρεαλιστή ποιητή, φίλο του Ζορα Μπατάιγ και του ζωγράφου Φράνσις Μπείκον, αντιλαμβάνεται κανείς τις προσλαμβάνουσες. Μετέφρασε επίσης τον συγγραφέα και θεωρητικό Μωρίς Μπλανσό για να ακολουθήσει αργότερα ο Μαρσέλ Προυστ του οποίου το πρώτο μέρος 'Από τη μεριά του Σουάν' του ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ μετέφρασε δίνοντας μια νέα, φρεσκαρισμένη εκδοχή.
Στους μοντερνιστές της φόρμας και του στοχασμού, θα προστεθεί και ο Ρολάν Μπαρτ · όλοι τους προσέδιδαν και στη δική της φόρμα έναν φιλοσοφικό αναστοχασμό-παιγνιώδη ενίοτε-και μια λαμπερή αύρα στις ταπεινές λέξεις που χρησιμοποιούσε ανάμεσα στις μικροπερίοδες παραγράφους. Ακριβώς αυτό εκτίμησαν και οι λογοτεχνικοί κύκλοι που την ενστερνίστηκαν εξ αρχής. Αμέσως χαρακτηρίστηκε “a writer’s writer” και ορισμένοι πιο ειρωνικά την αποκάλεσαν “ a writer’s writer's writer”!
*
Κάθε συλλογή της μπορείς να διαβαστεί ξεχωριστά, κάθε διήγημα επιλεκτικά και ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Ωστόσο κάθε φορά η αίσθηση ότι διαβάζεις την Λύντια Ντέιβις παραμένει εκεί. Η πρόσφατη κυκλοφορία των διηγημάτων της “The Collected Stories of Lydia Davis” που εκτείνονται σε βάθος τριών δεκαετιών, μια συγκεντρωτική έκδοση, δίνει την ευκαιρία να ξαναδούμε τη δουλειά της από την αρχή ή πίσω μπρος. Αυτές οι επτακόσιες σελίδες, όλες μαζί, αποτελούν μια μοναδική πρόταση στα αμερικανικά γράμματα αλλά σίγουρα όχι την εμπορικότητα. Είναι ένας συνδυασμός διαύγειας, αφοριστικής συντομίας, πρωτοτυπίας μέσα από μια φαινομενική απλότητα, περιπαικτική κωμωδία, μεταφυσική σκοτεινιά, φιλοσοφική βαρύτητα και ανθρώπινη σοφία.
Σίγουρα δεν μπορεί να είναι δημοφιλής αλλά θα το έργο της θα ξεχωρίσει στην αμερικανική λογοτεχνική παράδοση για το προσωπικό της στίγμα όπως εκείνο της Φλάνερι Ο' Κόνορ, του Ντόναλντ Μπάρτλεμι, τονίζει ο κριτικός του New Yorker Τζέιμς Γουντ.
Μερικές φορές οι ιστορίες της Ντέιβις λες και κουβαλάνε μια κατήφεια, παραμένουν όμως αντιδραματικές ενώ από μέσα τους ξεπετιέται ένα πνεύμα παιγνιώδες, πειραχτικό, αστείο. Ενώ δεν σχηματίζουν ολοκληρωμένες αφηγήσεις εμμένει σε κάτι απίθανες λεπτομέρειες που θα τις συναντούσες σε ρεαλιστικά μακρυσέλιδα αναγνώσματα. Άλλοτε πάλι, όπως σημειώνει ο κριτικός Τζέιμς Γουντ, τα πολύ μικρά της κείμενα είναι σαν εκείνες τις λεζάντες στις εγκαταστάσεις μοντέρνας τέχνης, μόνον που εδώ το κείμενο και η ερμηνεία συμπίπτουν.
Ιδού μια ιστορία:
“Mother's reaction to My Travel Plans”
Gainesville! It's too bad your cousin is dead!
Άλλη:
“Suddenly afraid”
because she couldn't write the name of what she was: a wa wam owm pwamn womn
Και άλλη μία:
“The Fly”
At the back of the bus,
inside the bathroom,
this very small illegal passenger,
on its way to Boston
*
Στην ιστορία “Happy Memories” που είναι τέσσερις σελίδες κυριαρχεί ο φόβος των γηρατειών και της μοναξιάς. Οι άνθρωποι λένε πως μια μεγάλη γυναίκα τουλάχιστον κουβαλάει τις ευτυχισμένες στιγμές μαζί της που την ανακουφίζουν.
“When her pain is not too bad, she can go over her happy memories and be comforted.”
Όμως αυτό που απασχολεί την αφηγήτρια είναι ότι δεν είναι σίγουρη πόσες πολλές όμορφες στιγμές θα έχει ή τι είναι αυτό ακριβώς που φτιάχνει μια όμορφη στιγμή.
“I am happy doing the work I do, alone at a desk. That work is a great part of every day. But when I am old and alone all the time, will it be enough to think about the work I used to do?”
Οι ευτυχισμένες στιγμές, αναλογίζεται, έχουν να κάνουν με σχέσεις ανθρώπινες όμως εκείνη, η αφηγήτρια, με δυσκολία μπορεί να σκεφτεί κάποιον τόσο κοντά της. Για μια στιγμή αναφέρει την μητέρα της και μόνον μια φορά σ' όλη την ιστορία μια πραγματική οικογένεια.
“There have been a few times of gardening together as a family that may make a good happy memory.”
Όλους τους υπόλοιπους που αναφέρει, μόλις και με τα βίας ανασύρονται ως προσωπικότητες, κάποιοι εργάτες, ένας γείτονας που της έφερε κάποτε κέικ, o βιβλιοθηκάριος στη γωνία.
Και αν μια ευτυχισμένη στιγμή διαγραφεί από μια πιο άσχημη μέσα στην ίδια μέρα;
“You have to make sure, somehow, that nothing spoils the thing while it is happening, and then that no later experience erases it.”
Και ολοκληρώνει την συγκλονιστική της εσωτερική ομολογία:
“I should check now and then to make sure I am not alone too much, or unhappy with other people too often. I should add them up, now and then: what are my happy memories so far?”
Η λέξη “ευτυχισμένος”, που επαναλαμβάνεται συνεχώς σαν να καταμετριέται, δεν είναι μόνον αυτό που μας θυμίζει τον Μπέκετ. Είναι και ο αμείλικτος τόνος της φωνής, σοβαρός, πένθιμος και κωμικός μαζί, που καθιστά το κείμενο αδιαμφισβήτητα μπεκετικό. Όσοι έχετε δει τις “Ευτυχισμένες μέρες” του Μπέκετ με την ηρωίδα του, την Γουίνι, θαμμένη μέχρι το λαιμό, θα αναγνωρίσετε στοιχεία της στην ανώνυμη αφηγήτρια της Ντέιβις. Γιατί στον πυρήνα όλου του έργου του Μπέκετ υπάρχει μια τραγική αντίληψη του κόσμου και της ανθρώπινης κατάστασης, ταυτόχρονα όμως και η καλοσύνη, το σκώμμα και ο γέλως – ο γέλως του φιλοσόφου και ο γέλως του γελωτοποιού· ποτέ όμως ο σαρκασμός εκείνου που χλευάζει.
Η γυναίκα στις “Ευτυχισμένeς αναμνήσεις” κινείται ανάμεσα σε μια ανικανοποίητη μοναξιά και επικοινωνία με τους άλλους, με την κοινότητα. Και επίσης διαβάζοντας το πρωτότυπο θα αντιληφθούμε ότι πολλές φορές η γραφή της Λύντια Ντέιβις ταιριάζει περισσότερο (αυτό το πρόσεξα στο πρωτότυπο κείμενο του Μπέκετ Happy days) με τις σκηνικές οδηγίες του Μπέκετ που τίθενται παραδίπλα με τον μονόλογο παρά με τον αρθρωμένο λόγο της ηρωίδας.
*
Η Λύντια Ντέιβις γεννήθηκε το 1947 και, έχοντας παντρευτεί τον γνωστό συγγραφέα Πωλ Ώστερ, απέκτησαν ένα παιδί, χώρισαν και στην συνέχεια παντρεύτηκε τον ζωγράφο Άλαν Κότε με τον οποίο εξακολουθεί να είναι παντρεμένη και έχουν επίσης έναν γιο. Το καλοκαίρι του 1973, εκείνη στα είκοσι έξι, με τον φίλο της τον Πωλ ΄Ωστερ πήγαν και έζησαν στη Νότια Γαλλία ως επιστάτες ενός αγροτικού οικήματος του 18ου αιώνα. Είχαν ζήσει ήδη στο Παρίσι για δύο χρόνια, μεταφράζοντας Γαλλικά μυθιστορήματα και ποιήματα αλλά και καταλόγους τέχνης και σενάρια, με την σελίδα, χωρίς να παραμελούν και τα δικά τους γραπτά.
Με τα χρόνια έχει γίνει πρότυπο και για νεότερους συγγραφείς. «Ό, τι φαίνεται σαν παιχνίδι αποκαλύπτεται βαθύτατα σοβαρό, ότι φαίνεται σαν φιλοσοφία κρύβει παιγνιώδη διάθεση, ιλαροτραγωδία, καθημερινότητα, ό, τι φαίνεται σαν καθημερινότητα απαιτεί εμβάθυνση», έγραψε για την Ντέιβις η βρετανίδα συγγραφέας Άλι Σμιθ. «Πάντοτε ζητάει την προσοχή μας και μας την ξεπληρώνει διανοίγοντάς μας νέες δυνατότητες, όπως μια έρημος σπαρμένη με λουλούδια».
Στο μεταξύ έχουν κυκλοφορήσει δύο τόμοι με δοκίμια το Essays One και Essays Two με πολλά άρθρα πάνω στην ανάγνωση, τη γραφή, τις μεταφράσεις της και την εμπειρία της μαθαίνοντας ξένες γλώσσες, τις επιρροές της, επίσης πολύ χρήσιμα βιβλία.
Καμιά φορά στα κείμενα αυτά εμπεριέχεται το ίδιο το έργο της σε μια αμφίδρομη σχέση μιας συγγραφέως που είναι τόσο αφοσιωμένη σε αυτό που κάνει όσο κανείς άλλος σε μια τόσο φλύαρη εποχή.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης (c)
Links
Davis advice on how to write
Davis on her writings
Short Stories by Lydia Davis
https://fivedials.com/fiction/five-short-stories/
https://www.vqronline.org/fiction/2017/01/four-stories
http://www.conjunctions.com/print/article/lydia-davis-c24
https://www.theparisreview.org/fiction/6420/after-reading-peter-bichsel-lydia-davis
Ιστορίες μεταφρασμένες στα ελληνικά
Ιστορία εμπνευσμένη από τις ιστορίες της Λύντια Ντέιβις
Μια συνέντευξή της
Davis on her writings
Short Stories by Lydia Davis
https://fivedials.com/fiction/five-short-stories/
https://www.vqronline.org/fiction/2017/01/four-stories
http://www.conjunctions.com/print/article/lydia-davis-c24
https://www.theparisreview.org/fiction/6420/after-reading-peter-bichsel-lydia-davis
Ιστορίες μεταφρασμένες στα ελληνικά
Ιστορία εμπνευσμένη από τις ιστορίες της Λύντια Ντέιβις
Μια συνέντευξή της
Lydia Davis reads three short stories