William Sydney Porter
(O. Henry )
Ο William Sydney Porter που έγινε γνωστός με το ψευδώνυμο Ο. Henry, αληθινά δημοφιλής διηγηματογράφος, καλλιέργησε τo διήγημα με τρομερή ευχέρεια και επιδεξιότητα στηριζόμενος πάνω σε ιδιαίτερες καταστάσεις, στο ανατρεπτικό τέλος αλλά και σε μια ακατάσχετη συμπτωματολογία. Η προσωπική του ζωή θα μπορούσε να είναι από μόνη της ένα διήγημα, “Η ιστορία του Ο. Χένρι”, γιατί πράγματι πίσω από το ψευδώνυμο κρυβόταν ένα μυστικό που σε όλη του την ζωή προσπαθούσε να το αποκρύψει.
Καθώς πρόσφατα μελετήθηκε πληρέστερα η ζωή του οι βιογράφοι διαπίστωναν ότι τα επιδέξια καλοχτισμένα του διηγήματα συνδέονται άμεσα με την προσωπική του ζωή. Από τη μια η μάσκα με το ψευδώνυμο και από πίσω η αληθινή υπόσταση, όσο αληθοφανής μπορεί να είναι.
Γεννήθηκε στο Γκρίνσμπορο στη Βόρεια Καρολίνα κατά τη διάρκεια του δεύτερου χρόνου του Εμφυλίου Πολέμου, μέσα σε ταραχές και αγριότητες που δυσκόλεψαν τα παιδικά του χρόνια. Η μητέρα του πέθανε όταν αυτός ήταν τριών ετών και ο πατέρας του παράπαιε σε διαφορετικά επαγγέλματα (γιατρός, εφευρέτης κλπ) λόγω του αλκοολισμού του. Μεγάλωσε με τη γιαγιά του και η μόρφωσή του έλαβε τέλος όταν στα δέκα πέντε άρχισε να εργάζεται στο φαρμακείο του θείου του. Παιδί, όπως ο ίδιος λέει, διάβαζε πολύ την “Μελαγχολία της ανατομίας” του Ρόμπερτ Μπάρτον και την μετάφραση του Έντουαρντ Λέιν του “Χίλιες και μία νύχτες”, των οποίων η δομή και η διαδοχή των ιστοριών τον οδήγησαν και στο γράψιμο των δικών του διηγήσεων. Αργότερα όμως μελέτησε τον Όμηρο, τον Σέξπιρ, τον Τένισον, τον Κίπλινγκ ενώ είχε μεγάλη αδυναμία στα λεξικά ειδικά στο λεξικό του Γουέμπστερ. Μάθαινε και ξένες γλώσσες · γενικά το λεξιλόγιό του ήταν πολύ πλούσιο και αυτό φαίνεται στη γραφή του.
Κατά διαστήματα εργάστηκε ως φαρμακοποιός, λογιστής και κατέληξε ταμίας σε τράπεζα. Το 1 παντρεύτηκε την Athol Estes, ένας μάλλον ατυχής γάμος μιας και δεν ξέχασε τις παλιές συνήθειες του εργένη. Από νωρίτερα, στο μεταξύ, ο Πόρτερ, έδινε χιουμοριστικά σκίτσα σε εφημερίδες και περιοδικά αλλά το 1894 πήρε την πρωτοβουλία να ανοιχθεί σε εγχειρήματα που έφεραν μεγάλες ανατροπές στη ζωή του. Αγόρασε μια εβδομαδιαία εφημερίδα και την μετέτρεψε σε μια πολύ προσωπική έκδοση με δικά του χιουμοριστικά σκίτσα και σατιρικούς στίχους. Τhe Rolling Stone την ονόμασε και η κυκλοφόρησε για μόλις ένα χρόνο.
Αν και ποντάριζε να συμπληρώνει το εισόδημά του ως ταμίας τραπέζης με την έκδοση αυτή τελικά έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα. Εργαζόταν στην First National Bank του Ώστιν όταν το 1894 ένας ελεγκτής βρήκε ένα έλλειμα $5,654 στους λογαριασμούς της και τον κατηγόρησε για υπεξαίρεση. Ίσως να είχε δανειστεί χρήματα για να σώσει το περιοδικό του, μπορεί να σκόπευε να τα επιστρέψει;
Στην ανάκριση επέμενε ότι ήταν αθώος αλλά παραιτήθηκε από τη θέση του χωρίς να καταδικαστεί. Ο Πόρτερ βρέθηκε στο Χιούστον και εργαζόταν ως αρθρογράφος στην Post, γράφοντας ιστορίες και δημοσιεύοντας σκίτσα. Εκείνη την περίοδο η σύζυγός του αρρώστησε από φυματίωση και ταυτόχρονα η παλιά του καταδίκη, που είχε απορριφθεί από δικαστήριο, ανακινήθηκε από τον ίδιο ελεγκτή. Αυτή τη φορά συνελήφθη και αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση.
Στην δίκη του όμως εξαφανίστηκε βρίσκοντας καταφύγιο πρώτα στην Νέα Ορλεάνη και μετά στην Ονδούρα. Όμως η γυναίκα του βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση, έπρεπε να επιστρέψει και έτσι οδηγήθηκε στη φυλακή για πέντε χρόνια. Στις σωφρονιστικές φυλακές του Οχάιο εργάστηκε στο φαρμακείο και κάπως πιο ανακουφισμένος ξεκίνησε να γράφει τις ιστορίες με τις οποίες έγινε γνωστός. Μερικές δημοσιεύτηκαν πριν ακόμη ελαττωθεί η ποινή του σε τρία χρόνια. Η φυλακή του έδωσε την ευκαιρία όχι μόνον να γράφει τακτικά αλλά και πολύ υλικό για τις ιστορίες του. Άλλωστε εκεί μέσα άκουγε συνεχώς ιστορίες και γνώριζε όλο και περισσότερους ανθρώπους που είχαν υποπέσει σε παραπτώματα. Όπως έγραψε ένα κριτικός ο Πόρτερ μπήκε στην Σωφρονιστική Φυλακή του Οχάιο ως ερασιτέχνης και βγήκε τρία χρόνια αργότερα ως Ο. Χένρι, ένας επαγγελματίας λογοτέχνης.
Μετά την αποφυλάκισή του, το 1910, μετακόμισε στην Νέα Υόρκη όπου άρχισε να δημοσιεύει σε περιοδικά, ζώντας έντονα αλλά και με ένα διαφορετικό προσωπείο. Πήρε βάρος στην φυλακή, έπινε και απέφευγε να εμφανίζεται δημόσια για να μην συναντήσει παλιούς γνωστούς. Παντρεύτηκε για δεύτερη φορά το 1907 την αγαπημένη των νεανικών του χρόνων, χωρίς να ευτυχήσει ούτε αυτή την φορά. Η υγεία του χειροτέρευε από το ποτό και το διαβήτη. Πέθανε το 1910 σε ηλικία 47 ετών. Μέχρι τότε έγραφε σε περιοδικά μία ιστορία την εβδομάδα για να επιβιώνει και να συντηρεί την κόρη του που ζούσε μακριά του. Έγραψε 251 ιστορίες, εκπληκτικός αριθμός αν σκεφτείς πόσες δυσκολίες είχε να αντιμετωπίσει. Σταδιακά όμως λιγόστευαν ενώ εκείνος ζητούσε προκαταβολές από τους εκδότες για κείμενα που δεν είχαν ολοκληρωθεί.
2.
Στις ιστορίες του εντοπίζεται αυτό το παιγνίδι της προσωπικής ανασφάλειας και κατάρρευσης. Οι πόλεις και τα μέρη όπου έζησε, η Βόρεια Καρολίνα, το Τέξας, η Νέα Ορλεάνη, η Ονδούρα και το Μανχάταν τον τροφοδοτούσαν με περιστατικά στα οποία είχε εμπλακεί ο ίδιος αναγνωρίζοντας και τα μεγάλα του λάθη. Στις περισσότερες ιστορίες του ξεπηδάει αυθόρμητα ο σαρκασμός και το χιούμορ, θέλει να ξαφνιάζει με τα ανατρεπτικά φινάλε και γι αυτό έγινε τόσο δημοφιλής · όμως οι ηλιόλουστοι δρόμοι της Νέας Υόρκης πολύ συχνά σκοτεινιάζουν, σκιές σημαδεμένες από κάποιο βαρύ χέρι της μοίρας κυκλοφορούν ή σέρνονται στους δρόμους και στα ανήλιαγα δωμάτια.
Ο ίδιος ο Πόρτερ έλεγε: “Πρέπει να βγεις έξω, στους δρόμους, ανάμεσα στο πλήθος, να μιλάς με τον κόσμο, να αισθανθείς τον παλμό της αληθινής ζωής- εκεί εμπνέεται ένας διηγηματογράφος”. Αυτό ακριβώς έκανε · δεν του ξέφευγε τίποτε: μια εξομολόγηση στο παγκάκι, ένας καυγάς σε ένα αυτοκίνητο, μια ιδιαίτερη κουβέντα στο μετρό, κουτσομπολιά στα τραπέζια των εστιατορίων, όλοι οι θόρυβοι και οι φωνές της πόλης, ο απόηχος της ζωής ήταν το υλικό του.
Όμως δεν ήταν μόνον οι ιστορίες της πόλης · οι περιγραφές του αφορούσαν όλες τις πολιτισμικές αλλαγές που συνέβαιναν στη χώρα, ειδικά μετά τον Εμφύλιο και τις αντιθέσεις που κυριαρχούσαν σε κάθε τόπο όπου έτυχε να ζήσει με ανθρώπους διαφορετικής καταγωγής και ειδικά ανάμεσα στους Βόρειους και στους Νότιους.
Δεν μπορούμε να συλλάβουμε σήμερα πόσο δημοφιλής ήταν ο Ο. Χένρι και φυσικά εξακολουθεί να διαβάζεται. Μέχρι το 1920 είχαν πουληθεί πέντε εκατομμύρια τόμοι με ιστορίες του. Ο Στίβεν Λίκον, το 1916, τον είχε αποκαλέσει “έναν από τους μεγάλους δημιουργούς της σύγχρονης λογοτεχνίας”. Οι καλοκουρδισμένες του ιστορίες έφεραν σε διχασμό τους κριτικούς που αρνούνταν να δεχτούν το ταλέντο και την επινοητικότητά του. Η κριτική του απαξίωση συνεχίστηκε και μετά τον θάνατό του καθώς είχε αρχίσει να επικρατεί η απαισιόδοξη νατουραλιστική μυθοπλασία που εκπροσωπούσε κυρίως ο Τζακ Λόντον.
Από το 1921-στα μέσα του μοντερνιστικού κινήματος- οι αφηγηματικές φόρμες γίνονται πιο επιτηδευμένες, χωρίς ιδιαίτερη έμφαση στην πλοκή, με τα ανολοκλήρωτα, ανοιχτά, φινάλε · τέτοιες ιστορίες έγραφαν ο Άντερσον, ο Χέμινγουεϊ, ο Φιτζέραλντ που αλλάζουν κυριολεκτικά το τοπίο της μικρής φόρμας και της μυθοπλασίας γενικότερα. Ο Χένρι δεν είχε την πολυτέλεια να πειραματιστεί με τον τρόπο που επέβαλε ο μοντερνισμός και ο μεταμοντερνισμός αργότερα, όταν πια η λογοτεχνία δεν απευθυνόταν στο πολύ κόσμο αλλά απέβαινε μια πιο διανοουμενίστικη διαδικασία που προέκυπτε μέσα από εργαστήρια δημιουργικής γραφής, θεωρητικές σπουδές και τις αισθητικές επιλογές της μοντέρνας εποχής που εξελισσόταν ταχύτατα.
Ο Ο. Χένρι αντιμετωπίστηκε ειρωνικά αλλά οι επικρίνοντες αγνοούσαν πόσο ευρηματικά σχεδίαζε τους χαρακτήρες του, που θα επηρέαζαν αργότερα και άλλους συγγραφείς, πάντα οπλισμένος με χιούμορ, απίστευτη ενέργεια και αμεσότητα. Χαρακτήρες που απλώνονταν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα της κοινωνίας της εποχής του και διαμόρφωναν τις υπό διαμόρφωση ταξικές ανακατατάξεις και συμπεριφορές.
Παράδοξο, όμως, την ίδια εκείνη περίοδο γνώριζε μεγάλη επιτυχία στην Ρωσία! Και όσο οι κριτικοί τον απαξίωναν με τα χρόνια τον τιμούσαν οι θεσμοί. Πολλά σχολεία στην Αμερική φέρνουν το όνομά του ενώ-σαν μια ιστορία που την έγραψε ο ίδιος- το δικαστήριο που τον καταδίκασε στον Τέξας μετονομάστηκε σε “Ο. Henry Hall”.
Οι ιστορίες του εξακολουθούν και σήμερα ακόμη να ανθολογούνται στα σχολικά βιβλία αλλά η μεγάλη του αναβάθμιση έγινε από την πρόσφατη έκδοση, μέσα στο 2021, στη Βιβλιοθήκη της Αμερικής των “101 ιστοριών” του με επιμέλεια του Ben Yagoda.
Η επιλογή των 101 ιστοριών έγινε θεματολογικά, υπάρχουν ξεχωριστά κεφάλαια αφιερωμένα στις περιπέτειες της Κεντρικής Αμερικής, τις νοτιοδυτικές αφηγήσεις και τις ιστορίες της Νέας Υόρκης. Οι κριτικοί σήμερα υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό και ικανοποίηση της έκδοση των επιλεγμένων ιστοριών του. Στην Washington Post, ο κριτικός λογοτεχνίας Μάικλ Ντίρντα επαίνεσε την έκδοση και τόνισε ότι με πολλούς τρόπους ο Ο Χένρι ήταν ένα φαινόμενο · την έξυπνη πλοκή του θα ζήλευε και η Άγκαθα Κρίστι, το έργο του είναι ανθρώπινο, αστείο, τραγικό. Στην The Wall Street Journal, ο Τζον. Τζ. Μίλερ δήλωσε ότι η άφιξη των ιστοριών αυτών αποτελεί “ απόδειξη ότι, πέρα από τις περιστασιακές αντιρρήσεις από κριτικούς και μελετητές, ο Ο. Χένρι έχει εξασφαλίσει μια σίγουρη θέση στον λογοτεχνικό πάνθεον της χώρας”.
Και δεν είναι ότι κάθε ιστορία ξαφνιάζει με το απίθανο τέλος της, είναι και άλλα πολλά ακόμη που είχανε προσπεράσει οι παλιότεροι κριτικοί αλλά όχι οι αναγνώστες που τον κράτησαν μέχρι σήμερα στις βιβλιοθήκες τους. Ούτε επίσης ξεχειλίζουν όλες από ανυπόφορο συναισθηματισμό, όπως ας πούμε στην διάσημη ιστορία “Τα δώρα των μάγων”. Ίσως η χρήση κάποιων διηγημάτων στα σχολεία να τον καθιερώσαν ως πιο διδακτικό αλλά έγραψε πολύ χιουμοριστικές και κωμικές ιστορίες.
3.
Οι ιστορίες της Νέας Υόρκης, που τον έκαναν πιο πολύ αγαπητό, ήταν περισσότερες από εκατό, εκεί ήταν η τελευταία πατρίδα του και την κατέγραφε σε μια περίοδο εξαιρετικών κοινωνικών αλλαγών. Ας θυμηθούμε το περιβάλλον της εξαιρετικής Ίντιθ Γουόρτον με την οποία γεννήθηκαν το 1862 την ίδια μέρα. Εκείνη περίτεχνα περιέγραφε την Νέα Υόρκη και την ανώτερη τάξη από μέσα, όμως, από τα σαλόνια και τις σάλες χορού. Στην Νέα Υόρκη ο Ο. Χένρι κατέγραψε όλες τις πληθυσμιακές διαστρωματώσεις, πλούσιους, χρηματιστές, μαγαζάτορες, άστεγους, και ειδικά τις κακοπληρωμένες και υποτιμημένες κοπέλες που εργάζονταν στα καταστήματα.
Εκείνου του άρεσε να περιπλανιέται στην πόλη, ως Άλλος, κυρίως την νύχτα, απορροφώντας τα πάντα στο διάβα του. Καταγράφει με δημοσιογραφική ακρίβεια το παρόν της πόλης, την γεωγραφία, την αρχιτεκτονική, τον κόσμο από τους μεγιστάνες του πλούτου μέχρι τις πωλήτριες, τους πλάνητες, τους αλήτες και τους άστεγους μέχρι τους απατεώνες ηγέτες της Νοτίου Αμερικής.
Σίγουρα υπάρχουν και αδύναμες ιστορίες ή κάπως δύσκολα καταληπτές ειδικά εκείνες με τοπικά ιδιώματα στους διαλόγους. Από τις δεκάδες ιστορίες του προτείνουμε:
“The Gift of the Magi”, “After Twenty Years” “The Caballero’s Way”, “Conscience in Art”, “The Cop and the Anthem”, “Hearts and Hands” ,“The Last Leaf” ,“A Retrieved Reformation”, “Tommy’s Burglar”, “The Trimmed Lamp”, “An Unfinished Story”
Η "The Ransom of Red Chief" είναι μια από τις πλέον δημοφιλείς και κωμικές ιστορίες που πάντα συμπεριλαμβάνεται και σε ανθολογίες με κωμικές ιστορίες. Μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ:
https://dwcaonline.org/wp-content/uploads/2017/05/Henry_Red_Chief.pdf
Αυτές οι ιστορίες, όπως και άλλες πολλές, έχουν γίνει απέραντα δημοφιλείς στην αμερικανική ανθολογία του διηγήματος γιατί συνεχίζουν την παράδοση του Ουάσινγκτον Ίρβινγκ. Όπως σημείωνε πρόσφατα και ο θεωρητικός Harold Bloom οι αναγνώστες “ανακαλύπτουν τον εαυτό τους στις ιστορίες του, όχι πιο αληθινά ή παράξενα, αλλά όπως ήταν και όπως παραμένουν”. Και πράγματι ακόμη πιο πρόσφατες προσεγγίσεις και επανεκτιμήσεις του Ο. Χένρι δείχνουν έναν συγγραφέα της παρωδίας και του λογοτεχνικού παιγνιδιού όπου μέσα στις ίδιες τις ιστορίες ενσωματώνουν μια κωμική κριτική του ίδιου του λογοτεχνικού είδους. Κάποτε οι γλωσσολογικές του ατασθαλίες και τα παιχνιδίσματα, ο τόνος και η διάθεση, θυμίζουν κωμωδίες του Groucho Marx .
Λέγεται ότι ο Φράνκλιν Ρούσβελτ είπε κάποτε ότι η συμπάθεια και η κατανόηση της εργατικής τάξης αλλά και η πολιτική που ακολούθησε τη δεκαετία του 30 με το νέο Deal οφειλόταν στην επιρροή των ιστοριών του O. Χένρι-καθόλου απίθανο. Η άποψη του Χένρι για την εργατική τάξη έχει συχνά ένα ηθικοπλαστικό στόχο και γενικά δείχνει συντηρητικός στις αλλαγές. Δεν συνδέθηκε σε κάποιο όραμα πολιτικής αλλαγής αλλά πίστευε στην ατομική φιλανθρωπία και συμπαράσταση. Ακόμη και οι γυναικείοι χαρακτήρες του πάσχουν από εκείνο το όραμα της νέας χειραφετημένης γυναίκας που θα έδινε μάχες για μια ισότιμη αποδοχή στην κοινωνία αν και αφήνει αρκετές νύξεις για τη μάχη των νέων ειδικά γυναικών σε σχέση με το φύλο και τα δικαιώματά τους. Ωστόσο σε πολλές ιστορίες του βρίσκεται δίπλα τους, καταγράφει την δυσχερέστερη θέση που είχαν στην εργασία και στην αντιμετώπισή τους από τον αντροκρατούμενο περιβάλλον.
Πάντως πρόκειται για έναν σημαντικό συγγραφέα πάνω στο γύρισμα του αιώνα που αποτυπώνει τις δικές του αγωνίες τόσο στη ζωή όσο και στην λογοτεχνία. Ακόμη και για το γεγονός ότι οι επίγονοι παρακάμπτουν επιδεικτικά τη δική του λογοτεχνική πορεία για να στρέψουν το διήγημα σε άλλες ατραπούς δείχνει την σημασία του έργου του.
Επιλεγμένη βιβλιογραφία
Δείτε
H ταινία “Full House” (1952) στηρίζεται πάνω σε 5 ιστορίες του συγγραφέα με ενδιάμεσο σχολιαστή τον συγγραφέα Τζον Στάινμπεκ.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης (2022)
Καθώς πρόσφατα μελετήθηκε πληρέστερα η ζωή του οι βιογράφοι διαπίστωναν ότι τα επιδέξια καλοχτισμένα του διηγήματα συνδέονται άμεσα με την προσωπική του ζωή. Από τη μια η μάσκα με το ψευδώνυμο και από πίσω η αληθινή υπόσταση, όσο αληθοφανής μπορεί να είναι.
Γεννήθηκε στο Γκρίνσμπορο στη Βόρεια Καρολίνα κατά τη διάρκεια του δεύτερου χρόνου του Εμφυλίου Πολέμου, μέσα σε ταραχές και αγριότητες που δυσκόλεψαν τα παιδικά του χρόνια. Η μητέρα του πέθανε όταν αυτός ήταν τριών ετών και ο πατέρας του παράπαιε σε διαφορετικά επαγγέλματα (γιατρός, εφευρέτης κλπ) λόγω του αλκοολισμού του. Μεγάλωσε με τη γιαγιά του και η μόρφωσή του έλαβε τέλος όταν στα δέκα πέντε άρχισε να εργάζεται στο φαρμακείο του θείου του. Παιδί, όπως ο ίδιος λέει, διάβαζε πολύ την “Μελαγχολία της ανατομίας” του Ρόμπερτ Μπάρτον και την μετάφραση του Έντουαρντ Λέιν του “Χίλιες και μία νύχτες”, των οποίων η δομή και η διαδοχή των ιστοριών τον οδήγησαν και στο γράψιμο των δικών του διηγήσεων. Αργότερα όμως μελέτησε τον Όμηρο, τον Σέξπιρ, τον Τένισον, τον Κίπλινγκ ενώ είχε μεγάλη αδυναμία στα λεξικά ειδικά στο λεξικό του Γουέμπστερ. Μάθαινε και ξένες γλώσσες · γενικά το λεξιλόγιό του ήταν πολύ πλούσιο και αυτό φαίνεται στη γραφή του.
Κατά διαστήματα εργάστηκε ως φαρμακοποιός, λογιστής και κατέληξε ταμίας σε τράπεζα. Το 1 παντρεύτηκε την Athol Estes, ένας μάλλον ατυχής γάμος μιας και δεν ξέχασε τις παλιές συνήθειες του εργένη. Από νωρίτερα, στο μεταξύ, ο Πόρτερ, έδινε χιουμοριστικά σκίτσα σε εφημερίδες και περιοδικά αλλά το 1894 πήρε την πρωτοβουλία να ανοιχθεί σε εγχειρήματα που έφεραν μεγάλες ανατροπές στη ζωή του. Αγόρασε μια εβδομαδιαία εφημερίδα και την μετέτρεψε σε μια πολύ προσωπική έκδοση με δικά του χιουμοριστικά σκίτσα και σατιρικούς στίχους. Τhe Rolling Stone την ονόμασε και η κυκλοφόρησε για μόλις ένα χρόνο.
Αν και ποντάριζε να συμπληρώνει το εισόδημά του ως ταμίας τραπέζης με την έκδοση αυτή τελικά έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα. Εργαζόταν στην First National Bank του Ώστιν όταν το 1894 ένας ελεγκτής βρήκε ένα έλλειμα $5,654 στους λογαριασμούς της και τον κατηγόρησε για υπεξαίρεση. Ίσως να είχε δανειστεί χρήματα για να σώσει το περιοδικό του, μπορεί να σκόπευε να τα επιστρέψει;
Στην ανάκριση επέμενε ότι ήταν αθώος αλλά παραιτήθηκε από τη θέση του χωρίς να καταδικαστεί. Ο Πόρτερ βρέθηκε στο Χιούστον και εργαζόταν ως αρθρογράφος στην Post, γράφοντας ιστορίες και δημοσιεύοντας σκίτσα. Εκείνη την περίοδο η σύζυγός του αρρώστησε από φυματίωση και ταυτόχρονα η παλιά του καταδίκη, που είχε απορριφθεί από δικαστήριο, ανακινήθηκε από τον ίδιο ελεγκτή. Αυτή τη φορά συνελήφθη και αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση.
Στην δίκη του όμως εξαφανίστηκε βρίσκοντας καταφύγιο πρώτα στην Νέα Ορλεάνη και μετά στην Ονδούρα. Όμως η γυναίκα του βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση, έπρεπε να επιστρέψει και έτσι οδηγήθηκε στη φυλακή για πέντε χρόνια. Στις σωφρονιστικές φυλακές του Οχάιο εργάστηκε στο φαρμακείο και κάπως πιο ανακουφισμένος ξεκίνησε να γράφει τις ιστορίες με τις οποίες έγινε γνωστός. Μερικές δημοσιεύτηκαν πριν ακόμη ελαττωθεί η ποινή του σε τρία χρόνια. Η φυλακή του έδωσε την ευκαιρία όχι μόνον να γράφει τακτικά αλλά και πολύ υλικό για τις ιστορίες του. Άλλωστε εκεί μέσα άκουγε συνεχώς ιστορίες και γνώριζε όλο και περισσότερους ανθρώπους που είχαν υποπέσει σε παραπτώματα. Όπως έγραψε ένα κριτικός ο Πόρτερ μπήκε στην Σωφρονιστική Φυλακή του Οχάιο ως ερασιτέχνης και βγήκε τρία χρόνια αργότερα ως Ο. Χένρι, ένας επαγγελματίας λογοτέχνης.
Μετά την αποφυλάκισή του, το 1910, μετακόμισε στην Νέα Υόρκη όπου άρχισε να δημοσιεύει σε περιοδικά, ζώντας έντονα αλλά και με ένα διαφορετικό προσωπείο. Πήρε βάρος στην φυλακή, έπινε και απέφευγε να εμφανίζεται δημόσια για να μην συναντήσει παλιούς γνωστούς. Παντρεύτηκε για δεύτερη φορά το 1907 την αγαπημένη των νεανικών του χρόνων, χωρίς να ευτυχήσει ούτε αυτή την φορά. Η υγεία του χειροτέρευε από το ποτό και το διαβήτη. Πέθανε το 1910 σε ηλικία 47 ετών. Μέχρι τότε έγραφε σε περιοδικά μία ιστορία την εβδομάδα για να επιβιώνει και να συντηρεί την κόρη του που ζούσε μακριά του. Έγραψε 251 ιστορίες, εκπληκτικός αριθμός αν σκεφτείς πόσες δυσκολίες είχε να αντιμετωπίσει. Σταδιακά όμως λιγόστευαν ενώ εκείνος ζητούσε προκαταβολές από τους εκδότες για κείμενα που δεν είχαν ολοκληρωθεί.
2.
Στις ιστορίες του εντοπίζεται αυτό το παιγνίδι της προσωπικής ανασφάλειας και κατάρρευσης. Οι πόλεις και τα μέρη όπου έζησε, η Βόρεια Καρολίνα, το Τέξας, η Νέα Ορλεάνη, η Ονδούρα και το Μανχάταν τον τροφοδοτούσαν με περιστατικά στα οποία είχε εμπλακεί ο ίδιος αναγνωρίζοντας και τα μεγάλα του λάθη. Στις περισσότερες ιστορίες του ξεπηδάει αυθόρμητα ο σαρκασμός και το χιούμορ, θέλει να ξαφνιάζει με τα ανατρεπτικά φινάλε και γι αυτό έγινε τόσο δημοφιλής · όμως οι ηλιόλουστοι δρόμοι της Νέας Υόρκης πολύ συχνά σκοτεινιάζουν, σκιές σημαδεμένες από κάποιο βαρύ χέρι της μοίρας κυκλοφορούν ή σέρνονται στους δρόμους και στα ανήλιαγα δωμάτια.
Ο ίδιος ο Πόρτερ έλεγε: “Πρέπει να βγεις έξω, στους δρόμους, ανάμεσα στο πλήθος, να μιλάς με τον κόσμο, να αισθανθείς τον παλμό της αληθινής ζωής- εκεί εμπνέεται ένας διηγηματογράφος”. Αυτό ακριβώς έκανε · δεν του ξέφευγε τίποτε: μια εξομολόγηση στο παγκάκι, ένας καυγάς σε ένα αυτοκίνητο, μια ιδιαίτερη κουβέντα στο μετρό, κουτσομπολιά στα τραπέζια των εστιατορίων, όλοι οι θόρυβοι και οι φωνές της πόλης, ο απόηχος της ζωής ήταν το υλικό του.
Όμως δεν ήταν μόνον οι ιστορίες της πόλης · οι περιγραφές του αφορούσαν όλες τις πολιτισμικές αλλαγές που συνέβαιναν στη χώρα, ειδικά μετά τον Εμφύλιο και τις αντιθέσεις που κυριαρχούσαν σε κάθε τόπο όπου έτυχε να ζήσει με ανθρώπους διαφορετικής καταγωγής και ειδικά ανάμεσα στους Βόρειους και στους Νότιους.
Δεν μπορούμε να συλλάβουμε σήμερα πόσο δημοφιλής ήταν ο Ο. Χένρι και φυσικά εξακολουθεί να διαβάζεται. Μέχρι το 1920 είχαν πουληθεί πέντε εκατομμύρια τόμοι με ιστορίες του. Ο Στίβεν Λίκον, το 1916, τον είχε αποκαλέσει “έναν από τους μεγάλους δημιουργούς της σύγχρονης λογοτεχνίας”. Οι καλοκουρδισμένες του ιστορίες έφεραν σε διχασμό τους κριτικούς που αρνούνταν να δεχτούν το ταλέντο και την επινοητικότητά του. Η κριτική του απαξίωση συνεχίστηκε και μετά τον θάνατό του καθώς είχε αρχίσει να επικρατεί η απαισιόδοξη νατουραλιστική μυθοπλασία που εκπροσωπούσε κυρίως ο Τζακ Λόντον.
Από το 1921-στα μέσα του μοντερνιστικού κινήματος- οι αφηγηματικές φόρμες γίνονται πιο επιτηδευμένες, χωρίς ιδιαίτερη έμφαση στην πλοκή, με τα ανολοκλήρωτα, ανοιχτά, φινάλε · τέτοιες ιστορίες έγραφαν ο Άντερσον, ο Χέμινγουεϊ, ο Φιτζέραλντ που αλλάζουν κυριολεκτικά το τοπίο της μικρής φόρμας και της μυθοπλασίας γενικότερα. Ο Χένρι δεν είχε την πολυτέλεια να πειραματιστεί με τον τρόπο που επέβαλε ο μοντερνισμός και ο μεταμοντερνισμός αργότερα, όταν πια η λογοτεχνία δεν απευθυνόταν στο πολύ κόσμο αλλά απέβαινε μια πιο διανοουμενίστικη διαδικασία που προέκυπτε μέσα από εργαστήρια δημιουργικής γραφής, θεωρητικές σπουδές και τις αισθητικές επιλογές της μοντέρνας εποχής που εξελισσόταν ταχύτατα.
Ο Ο. Χένρι αντιμετωπίστηκε ειρωνικά αλλά οι επικρίνοντες αγνοούσαν πόσο ευρηματικά σχεδίαζε τους χαρακτήρες του, που θα επηρέαζαν αργότερα και άλλους συγγραφείς, πάντα οπλισμένος με χιούμορ, απίστευτη ενέργεια και αμεσότητα. Χαρακτήρες που απλώνονταν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα της κοινωνίας της εποχής του και διαμόρφωναν τις υπό διαμόρφωση ταξικές ανακατατάξεις και συμπεριφορές.
Παράδοξο, όμως, την ίδια εκείνη περίοδο γνώριζε μεγάλη επιτυχία στην Ρωσία! Και όσο οι κριτικοί τον απαξίωναν με τα χρόνια τον τιμούσαν οι θεσμοί. Πολλά σχολεία στην Αμερική φέρνουν το όνομά του ενώ-σαν μια ιστορία που την έγραψε ο ίδιος- το δικαστήριο που τον καταδίκασε στον Τέξας μετονομάστηκε σε “Ο. Henry Hall”.
Οι ιστορίες του εξακολουθούν και σήμερα ακόμη να ανθολογούνται στα σχολικά βιβλία αλλά η μεγάλη του αναβάθμιση έγινε από την πρόσφατη έκδοση, μέσα στο 2021, στη Βιβλιοθήκη της Αμερικής των “101 ιστοριών” του με επιμέλεια του Ben Yagoda.
Η επιλογή των 101 ιστοριών έγινε θεματολογικά, υπάρχουν ξεχωριστά κεφάλαια αφιερωμένα στις περιπέτειες της Κεντρικής Αμερικής, τις νοτιοδυτικές αφηγήσεις και τις ιστορίες της Νέας Υόρκης. Οι κριτικοί σήμερα υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό και ικανοποίηση της έκδοση των επιλεγμένων ιστοριών του. Στην Washington Post, ο κριτικός λογοτεχνίας Μάικλ Ντίρντα επαίνεσε την έκδοση και τόνισε ότι με πολλούς τρόπους ο Ο Χένρι ήταν ένα φαινόμενο · την έξυπνη πλοκή του θα ζήλευε και η Άγκαθα Κρίστι, το έργο του είναι ανθρώπινο, αστείο, τραγικό. Στην The Wall Street Journal, ο Τζον. Τζ. Μίλερ δήλωσε ότι η άφιξη των ιστοριών αυτών αποτελεί “ απόδειξη ότι, πέρα από τις περιστασιακές αντιρρήσεις από κριτικούς και μελετητές, ο Ο. Χένρι έχει εξασφαλίσει μια σίγουρη θέση στον λογοτεχνικό πάνθεον της χώρας”.
Και δεν είναι ότι κάθε ιστορία ξαφνιάζει με το απίθανο τέλος της, είναι και άλλα πολλά ακόμη που είχανε προσπεράσει οι παλιότεροι κριτικοί αλλά όχι οι αναγνώστες που τον κράτησαν μέχρι σήμερα στις βιβλιοθήκες τους. Ούτε επίσης ξεχειλίζουν όλες από ανυπόφορο συναισθηματισμό, όπως ας πούμε στην διάσημη ιστορία “Τα δώρα των μάγων”. Ίσως η χρήση κάποιων διηγημάτων στα σχολεία να τον καθιερώσαν ως πιο διδακτικό αλλά έγραψε πολύ χιουμοριστικές και κωμικές ιστορίες.
3.
Οι ιστορίες της Νέας Υόρκης, που τον έκαναν πιο πολύ αγαπητό, ήταν περισσότερες από εκατό, εκεί ήταν η τελευταία πατρίδα του και την κατέγραφε σε μια περίοδο εξαιρετικών κοινωνικών αλλαγών. Ας θυμηθούμε το περιβάλλον της εξαιρετικής Ίντιθ Γουόρτον με την οποία γεννήθηκαν το 1862 την ίδια μέρα. Εκείνη περίτεχνα περιέγραφε την Νέα Υόρκη και την ανώτερη τάξη από μέσα, όμως, από τα σαλόνια και τις σάλες χορού. Στην Νέα Υόρκη ο Ο. Χένρι κατέγραψε όλες τις πληθυσμιακές διαστρωματώσεις, πλούσιους, χρηματιστές, μαγαζάτορες, άστεγους, και ειδικά τις κακοπληρωμένες και υποτιμημένες κοπέλες που εργάζονταν στα καταστήματα.
Εκείνου του άρεσε να περιπλανιέται στην πόλη, ως Άλλος, κυρίως την νύχτα, απορροφώντας τα πάντα στο διάβα του. Καταγράφει με δημοσιογραφική ακρίβεια το παρόν της πόλης, την γεωγραφία, την αρχιτεκτονική, τον κόσμο από τους μεγιστάνες του πλούτου μέχρι τις πωλήτριες, τους πλάνητες, τους αλήτες και τους άστεγους μέχρι τους απατεώνες ηγέτες της Νοτίου Αμερικής.
Σίγουρα υπάρχουν και αδύναμες ιστορίες ή κάπως δύσκολα καταληπτές ειδικά εκείνες με τοπικά ιδιώματα στους διαλόγους. Από τις δεκάδες ιστορίες του προτείνουμε:
“The Gift of the Magi”, “After Twenty Years” “The Caballero’s Way”, “Conscience in Art”, “The Cop and the Anthem”, “Hearts and Hands” ,“The Last Leaf” ,“A Retrieved Reformation”, “Tommy’s Burglar”, “The Trimmed Lamp”, “An Unfinished Story”
Η "The Ransom of Red Chief" είναι μια από τις πλέον δημοφιλείς και κωμικές ιστορίες που πάντα συμπεριλαμβάνεται και σε ανθολογίες με κωμικές ιστορίες. Μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ:
https://dwcaonline.org/wp-content/uploads/2017/05/Henry_Red_Chief.pdf
Αυτές οι ιστορίες, όπως και άλλες πολλές, έχουν γίνει απέραντα δημοφιλείς στην αμερικανική ανθολογία του διηγήματος γιατί συνεχίζουν την παράδοση του Ουάσινγκτον Ίρβινγκ. Όπως σημείωνε πρόσφατα και ο θεωρητικός Harold Bloom οι αναγνώστες “ανακαλύπτουν τον εαυτό τους στις ιστορίες του, όχι πιο αληθινά ή παράξενα, αλλά όπως ήταν και όπως παραμένουν”. Και πράγματι ακόμη πιο πρόσφατες προσεγγίσεις και επανεκτιμήσεις του Ο. Χένρι δείχνουν έναν συγγραφέα της παρωδίας και του λογοτεχνικού παιγνιδιού όπου μέσα στις ίδιες τις ιστορίες ενσωματώνουν μια κωμική κριτική του ίδιου του λογοτεχνικού είδους. Κάποτε οι γλωσσολογικές του ατασθαλίες και τα παιχνιδίσματα, ο τόνος και η διάθεση, θυμίζουν κωμωδίες του Groucho Marx .
Λέγεται ότι ο Φράνκλιν Ρούσβελτ είπε κάποτε ότι η συμπάθεια και η κατανόηση της εργατικής τάξης αλλά και η πολιτική που ακολούθησε τη δεκαετία του 30 με το νέο Deal οφειλόταν στην επιρροή των ιστοριών του O. Χένρι-καθόλου απίθανο. Η άποψη του Χένρι για την εργατική τάξη έχει συχνά ένα ηθικοπλαστικό στόχο και γενικά δείχνει συντηρητικός στις αλλαγές. Δεν συνδέθηκε σε κάποιο όραμα πολιτικής αλλαγής αλλά πίστευε στην ατομική φιλανθρωπία και συμπαράσταση. Ακόμη και οι γυναικείοι χαρακτήρες του πάσχουν από εκείνο το όραμα της νέας χειραφετημένης γυναίκας που θα έδινε μάχες για μια ισότιμη αποδοχή στην κοινωνία αν και αφήνει αρκετές νύξεις για τη μάχη των νέων ειδικά γυναικών σε σχέση με το φύλο και τα δικαιώματά τους. Ωστόσο σε πολλές ιστορίες του βρίσκεται δίπλα τους, καταγράφει την δυσχερέστερη θέση που είχαν στην εργασία και στην αντιμετώπισή τους από τον αντροκρατούμενο περιβάλλον.
Πάντως πρόκειται για έναν σημαντικό συγγραφέα πάνω στο γύρισμα του αιώνα που αποτυπώνει τις δικές του αγωνίες τόσο στη ζωή όσο και στην λογοτεχνία. Ακόμη και για το γεγονός ότι οι επίγονοι παρακάμπτουν επιδεικτικά τη δική του λογοτεχνική πορεία για να στρέψουν το διήγημα σε άλλες ατραπούς δείχνει την σημασία του έργου του.
Επιλεγμένη βιβλιογραφία
- The Four Million 1.
- Heart of theWest 1.
- The Trimmed Lamp1.
- The Gentle Grafter 1.
- The Voice of the City.1.
- Options. New York. 1.
- Strictly Business. 1.
- Whirligigs. 1901
- Sixes and Sevens. 1.
- Best Short Stories of O. Henry. 1.
- Critical Studies, Bloom, Harold. 1.
Δείτε
H ταινία “Full House” (1952) στηρίζεται πάνω σε 5 ιστορίες του συγγραφέα με ενδιάμεσο σχολιαστή τον συγγραφέα Τζον Στάινμπεκ.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης (2022)