Οι αλλόκοτες ιστορίες της κυρίας Χάισμιθ
1.
Η Πατρίτσια Χάισμιθ είναι από εκείνες τις μοναχικές συγγραφείς, τις λογοτεχνικά ανυπότακτες, που προβλημάτισαν αναγνώστες εκδότες και κριτικούς. Ακόμη και σήμερα η ένταξή της σε μια λογοτεχνική σχολή είναι ένα εγχείρημα σχεδόν ακατόρθωτο, όπως παραδεχόταν και η ίδια. “Ποτέ δεν σκέφτομαι τη “θέση μου” στην λογοτεχνία, και ίσως δεν έχω καμία. Θεωρώ ότι προσφέρω ψυχαγωγία. Μου αρέσει να αφηγούμαι μια συναρπαστική ιστορία. Όμως κάθε βιβλίο μου είναι πρωτίστως ένας διάλογος με τον εαυτό μου και θα έγραφα είτε επρόκειτο να εκδοθεί είτε όχι”. Και αυτό έκανε ως γνήσια δημιουργός αγνοώντας τα κελεύσματα της αγοράς και του λογοτεχνικού κανόνα.
Στην Αμερική θεωρήθηκε ως συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων ή mystery writer χωρίς να αναγνωρίζονται τα προσόντα της ξεχωριστής γραφής της. Στην Ευρώπη πάντως και ειδικά στην Γαλλία, όταν άρχισε να εκδίδεται στον Gallimard στην La Série Noire, εκτιμήθηκε περισσότερο εκεί παρά στην πατρίδα της. Οι Γάλλοι την κατατάσσουν αποκλειστικά στον χώρο της σύγχρονης λογοτεχνίας και της ριζοσπαστικής σκέψης. Γι’ αυτό, άλλωστε, τα βιβλία της βρίσκουν μεγαλύτερη ανταπόκριση στον ευρωπαϊκό χώρο· η ίδια όχι μόνον έζησε στην Ευρώπη για πολλά χρόνια αλλά και το 1993, δύο χρόνια πριν από το θάνατό της, παραχώρησε τα διεθνή δικαιώματα για το σύνολο του έργου της στον εκδοτικό οίκο της Ζυρίχης «Diogenes».
Η αδιαφιλονίκητη υποδοχή της οφειλόταν και στο γεγονός ότι στην Αμερική ίσχυαν έντονα οι διαχωρισμοί υψηλής και χαμηλής κουλτούρας και οι απαραίτητοι διαχωρισμοί σε λογοτεχνικά είδη. Η Χάισμιθ πάντοτε προβλημάτιζε με τα βιβλία της, ήταν αστυνομικά και θρίλερ χωρίς όμως τα στοιχεία του είδους ή κοινωνικά δράματα με στοιχεία μυστηρίου; Ένα ήταν σίγουρο: η Χάισμιθ εξ αρχής υπήρξε μια παραβατική συγγραφέας όχι μόνον θεματικά αλλά και σε σχέση με τις συμβατικές φόρμες της μυθοπλασίας.
Ούτε που την ένοιαζε η εξέλιξη των χαρακτήρων ούτε η λογική στα κίνητρα που τους ωθούν στην παραβατικότητα, ενώ υφολογικά από τη μια σελίδα στην άλλη περνούσε σε δραματικές αλλαγές ύφους και γλώσσας. Όσο για το τέλος των ιστοριών της, όσοι έχετε διαβάσει, δεν συμβαδίζει με την αριστοτελική λογική. Άλλωστε και οι χαρακτήρες φέρονται έτσι αλόγιστα και παράλογα, να δολοφονούν αυθαίρετα, χωρίς εξήγηση, παράδειγμα το “Ξένοι στο τρένο”, ενώ αλλού, με την ίδια έλλειψη λογικής κάποιοι δεν κάνουν το πιο απλό και αυτονόητο: να πάνε στην αστυνομία ή να αποτραβηχτούν από μια επικίνδυνη κατάσταση που θα τους έσωζε.
Τελικά μήπως δεν είναι και τόσο ρεαλίστρια; Οι ήρωές της αρνούνται να εκπληρώσουν τις προσδοκίες μας. Φεύγουν, διαφεύγουν, αυτοδιαψεύδονται, φτάνουν σε απρόβλεπτα όρια. Τα πάντα στον κόσμο της Πατρίτσια Χάισμιθ είναι ρευστά, ασυγκράτητα, ανεξέλεγκτα. “Είναι μία συγγραφέας που δημιούργησε τον δικό της κόσμο-έναν κόσμο κλειστοφοβικό και παράλογο”, έγραφε ο Γκράχαμ Γκρην στην εισαγωγή του το 1970 στην συλλογή “Eleven”. Ένας κόσμος χωρίς ηθικές δεσμεύσεις, σκοτεινός και με εκλάμψεις βίαιης συμπεριφοράς. “Τίποτε δεν είναι σίγουρο, όταν περάσουμε αυτό το σύνορο”.
Δεν είναι τυχαίο ότι εξακολουθεί να είναι η πιο αγαπημένη συγγραφέας των crime writers’ crime writer. Την λατρεύουν η Τζίλιαν Φλιν, ο Μαρκ Μπίλινγχαμ και η Σάρα Γουότερς.
Το “γοτθικό” ύφος της -αυτή η αχόρταγη όρεξη για το γκροτέσκο, το βάναυσο και το μακάβριο, ιδιαίτερα εμφανής στα διηγήματά της-οφείλει πολλά στον Έντγκαρ Άλλαν Πόε, με τον οποίο μοιραζόταν την ίδια ημέρα γενεθλίων, 19 Ιανουαρίου, ενώ ο τόνος των βιβλίων της είχε επηρεαστεί από τις νουβέλες “νουάρ' των δεκαετιών του 30 και 40.
Όμως τα θέματα και τα φιλοσοφικά ερωτήματα που βρίσκονται στην καρδιά των μυθιστορημάτων της αντανακλούν τα ζοφερά υπαρξιακά κείμενα του Ντοστογιέφσκι, Κίργκεγκωρ, Νίτσε, Κάφκα, Σαρτρ και Καμύ, όλων των συγγραφέων που είχε μελετήσει. Ήταν θιασώτρια του χάους, της συναισθηματικής αναρχίας και θεωρούσε τον εγκληματία ως την ιδανική ενσκάρκωση του υπαρξιακού ήρωα του 20ου αιώνα, ως έναν άνθρωπο, που όπως πίστευε, είναι “δραστήριος και με ελεύθερο πνεύμα”. Αγαπούσε την ζωγραφική του Φράνσις Μπέικον, όπου σκοτεινές τρομακτικές δυνάμεις διαμορφώνουν τις ζωές μας, ενώ συγχρόνως τεκμηριώνουν την κοινοτυπία του κακού.
Η Πατρίτσια Χάισμιθ γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1921, στον Φορτ Γουόρθ, τριάντα μίλια δυτικά του Ντάλας του Τέξας, από γονείς γερμανικής και αγγλοσκοτσέζικης καταγωγής. Σύντομα μετά τη γέννησή της οι γονείς της χώρισαν και πήραν διαζύγιο. Η Πατ μέχρι τα έξι της έζησε κοντά στην Τεξανή γιαγιά της και ύστερα πήγε κοντά στη μητέρα της και στον πατριό της, καλλιτέχνες και οι δύο, στη Νέα Υόρκη. Η καταγωγή της αυτή θα την σημαδέψει και, παρά την ευρωπαϊκή της παιδεία (γνώριζε καλά τη γαλλική, γερμανική, ισπανική και ιταλική γλώσσα) στο βάθος ήταν μία τεξανή. Άλλωστε για αυτό, στη νεότητά της, λάτρευε την ιππασία, το μόνο σπορ στο οποίο επιδιδόταν και πίστευε προσωπικά ότι την έκανε να δείχνει Τεξανή.
Το 9χρονο κορίτσι βρήκε ένα βιβλίο στο ράφι του πατριού της και άρχισε να διαβάζει. Το βιβλίο ήταν το «Human Mind» του Karl Menninger, μια συλλογή από ιστορικά περιστατικών ψυχικής ασθένειας και αποκλίνουσας εγκληματικής συμπεριφοράς. Η φαντασία της αιχμαλωτίστηκε από αυτά τα περιστατικά των παράλογων ορμών που οδήγησαν στη βία και την αυτοκαταστροφή. Σίγουρα θα την επηρέαζαν αργότερα στα δικά της αστυνομικά, γεμάτα με διαταραγμένες προσωπικότητες αλλά και πολλά διηγήματα είχαν την ίδια αποπνικτική ατμόσφαιρα ψυχικής διαταραχής.
Από το γυμνάσιο αγάπησε τον Πόε και τις ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας, θαύμαζε την τρελή φαντασία του που κάλπαζε διαρκώς, όπως έγραψε κάπου. Το ίδιο αγάπησε και τον Τζόζεφ Κόνραντ και ειδικά το βιβλίο του ο “Τυφώνας”, το αγαπημένο της, που της υπέβαλε την ιδέα να δραπετεύσει μπαρκάροντας σε ένα από τα πλοία που ήταν αραγμένα στις προβλήτες του ποταμού Χάντσον, λίγα μόλις τετράγωνα από το διαμέρισμα της οικογένειας.
Το 1938 πέρασε τις πύλες του Κολλεγίου Μπάρναντ όπου σπούδασε για τέσσερα χρόνια αγγλική φιλολογία και παράλληλα ελληνικά, λατινικά και ζωολογία. Ήταν αχόρταγη αναγνώστρια, απέρριπτε ακόμη και προσκλήσεις σε δείπνο για να μείνει και να διαβάσει και να βυθιστεί στα σκοτεινά και φανταστικά τοπία του Τόμας Μαν, του Στρίνμπεργκ, του Γκαίτε, το Έλιοτ, του Μπωντλαίρ. Αναρωτιόταν βλέποντας τα βιβλία μέσα στο δωμάτιό της “δεν έχω τάχα ολόκληρο τον κόσμο;”
H Χάϊσμιθ το χειμώνα του 1963 επισκέφθηκε την Ελλάδα, πήγε στην Κρήτη, θαύμασε το ανάκτορο της Κνωσού. Περιστατικά από εκείνο το ταξίδι της είχε περιλάβει σε διάφορα βιβλία της. Ειδικά στα “Δύο πρόσωπα του Ιανού” που διαδραματίζεται στην Αθήνα και στην Κρήτη.
Στο Μπάρναρντ έγραψε την ιστορία “Η ηρωίδα”, μια ανατριχιαστική ιστορία για μια γκουβερνάντα που επίτηδες βάζει φωτιά στο σπίτι των εργοδοτών της για να ικανοποιήσει τη διεστραμμένη επιθυμία της να σώσει τα παιδιά τους. Το έστειλε σε πολλά περιοδικά και το απέρριψαν και τελικά δημοσιεύτηκε στο Harper's Bazaar το 1945 ενώ συμπεριλήφθηκε στη ετήσια έκδοση O. Henry Μemorial Award Prize Stories of 1946. Στο μεταξύ μόλις τότε η Πατ είχε αποφοιτήσει από το Κολέγιο Μπάρναρντ και είχε επιστρέψει για λίγο στο Γκρίνουιτς Βίλατζ. Τότε άρχισε να γράφει σενάρια για κόμικς για οικονομικούς λόγους, ενώ τα απογεύματα και τα Σαββατοκύριακα, επέστρεφε στη σοβαρή λογοτεχνία.
Το 1948 με την βοήθεια του Τρούμαν Καπότε, έγινε δεκτή στην κοινότητα καλλιτεχνών Yaddo, όπου έγραψε το Ξένοι στο τρένο το οποίο βρήκε εκδότη το 1950 ύστερα από έξη απορρίψεις. Όταν πέθανε το 1995 την περιουσία της, που ανερχόταν στα τρία εκατομμύρια δολλάρια, την άφησε στο Yaddο κι ας είχε ζήσει εκεί μέσα μόνον δύο μήνες.
To 1951 το Ξένοι στο τρένο γυρίστηκε ταινία από τον Άλφρεντ Χίτσοκ και πληρώθηκε με το μυθικό, για την εποχή, ποσό των 7.500 δολαρίων · το αρχικό σενάριο είχε γράψει ο Ρέιμοντ Τσάντλερ.
Ένα σημαντικό μέρος της προσωπικότητάς της, μετά το Κολλέγιο Μπάρναρντ, διαμορφώθηκε και στο Γκρίνουιτς Βίλατζ όπου έμεναν καλλιτέχνες και συγγραφείς και όπου σφυρηλατούσαν εκ νέου την ταυτότητά τους, μια ταυτότητα αδιαφιλονίκητα καινούργια, απαλλαγμένη από τις βολικές κοινοτοπίες της αμερικανικής παράδοσης. Και όλοι τους διάβαζαν, αυτό ήταν το μεγάλο τους όπλο: “Δεν διαβάζαμε απλώς βιβλία, γινόμασταν ένα μαζί τους...Τα βιβλία ήταν για μας ό,τι τα ναρκωτικά για τους νέους τη δεκαετία του 1960”.
Το 1952 εξέδωσε το “The Price of Salt” με το ψευδώνυμο Clare Morgan. Είναι ένα πρωτοπόρο λεσβιακό μυθιστόρημα όπου μία πωλήτρια παρατάει το αγόρι της και φτιάχνει μια σχέση με την μόλις χωρισμένη Κάρολ.“Πριν από αυτό το βιβλίο” έγραψε η Χάισμιθ, “οι ομοφυλόφιλοι, άντρες και γυναίκες, στα αμερικανικά μυθιστορήματα έπρεπε να πληρώσουν για την απόκλιση, κόβοντας φλέβες, βουτώντας σε πισίνες ή επιστρέφοντας στην ετεροφυλοφιλία ή ζώντας μόνοι, μίζεροι και αποκλεισμένοι”.
Η Χάισμιθ είχε αποφασίσει να γράψει ένα μυθιστόρημα με έναν ήρεμο και τρυφερό τόνο και με ευτυχισμένο τέλος. Πούλησε ένα εκατομμύριο αντίτυπα και μόνον το 1991 επανακυκλοφόρησε με το δικό της όνομα.
Το 1963 ήρθε στην Ευρώπη οριστικά, πρώτα έμεινε στην Αγγλία, μετά στην Γαλλία και τα τελευταία δέκα τρία χρόνια της ζωής της στην Ελβετία.
2.
Θα παρακάμψουμε όμως τα μυθιστόρημα που έγραψε, την πενταλογία του Ρέπλει και όσα χωρίς αυτόν μερικά εκ των οποίων είναι πολύ σημαντικά:The Tremor of Forgery, Those Who Walk Away, The Cry of the Owl, This Sweet Sickness. Θα τη διαβάσουμε ως διηγηματογράφο κάτι που δεν συνηθίζεται καθώς πολλές ανθολογίες του εικοστού αιώνα δεν την συμπεριλαμβάνουν καν.
Γενικότερα στις ιστορίες της συναντάς μια ευρύτερη θεματολογική γκάμα, ξεχωριστούς χαρακτήρες και ατμόσφαιρα που αγγίζει άλλα είδη απ' ότι στα μυθιστορήματα. Είναι γεμάτες με αλλόκοτες καταστάσεις, με εκπλήξεις και ανατροπές, με ασυνήθιστους χαρακτήρες. Οι ιστορίες της απηχούν το άγχος, την αγωνία της εποχής της, την ρευστότητα της ταυτότητας, τη βία, κατακλυσμικές και οικολογικές αλλαγές.
Η Χάισμιθ εξέδωσε επτά συλλογές διηγημάτων ξεκινώντας με την “Eleven” (1970). Ιστορίες τρόμου, που παραπέμπουν και στα φρικώδη πλάσματα του Λάβκραφτ, ιστορίες με σαλικγκάρια που τα είχε και η ίδια μεγάλη αγάπη αφού τα εξέτρεφε στον κήπο της και μερικές φορές τα κουβαλούσε μαζί της.
Η συλλογή “The Animal-Lover's Book of Beastly Murder (1975), (“Το εγχειρίδιο του κτηνώδους φόνου για ζωόφιλους” στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ) είναι δεκατρείς ιστορίες εκδίκησης από σκυλιά, γατιά, γουρούνια, χάμστερ, κατσίκες, άλογα, ποντικούς, ελέφαντες και άλλα ζώα, γραμμένες με βαθιά συμπάθεια για τον ζωικό κόσμο και μια εκπεφρασμένη απέχθεια για τους κυρίους τους. Είναι ιστορίες όπου τα ζώα έχουν τα ίδια συναισθήματα με τους ανθρώπους, μισούν, εκδικούνται ή εξοντώνουν, αγαπάνε και συμπονάνε καμιά φορά.
Η μισανθρωπία της φτάνει στα ύψη με τις “Little Tales of Misogyny” (1977) και “Ιστορίες για μισογύνηδες” στα ελληνικά στην εξαντλημένη έκδοση. Πρόκειται για σύντομες ιστορίες, flash fiction, με πολύ σκληρές περιγραφές και σαρκασμό όχι με θέμα τους μισογύνηδες αλλά για τους μισογύνηδες. Η πλειονότητα των ιστοριών αυτού του τόμου καταγγέλουν και μάλιστα εντελώς ανελέητα, το αμερικάνικο όνειρο στα μέσα του 20ού αιώνα. Η συλλογή αυτή κυκλοφόρησε από τον εκδότη Γερμανό εκδότη Diogenes Verlag · τότε η Χάισμιθ ζούσε στην Ευρώπη. Άλλωστε τα επόμενα χρόνια ο Diogenes έγινε ο αποκλειστικός εκδότης των βιβλίων της. Όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά αυτό το βιβλίο, πολλοί αναγνώστες δεν το κατάλαβαν ή δεν προσπάθησαν καν. Ωστόσο η Χάισμιθ δεν θα μπορούσε να είχε γράψει μ' άλλον τρόπο. Και ποιος μπορεί να υποτιμήσει την ικανότητά της αφού κάθε λέξη επιλέγεται με μεγάλη προσοχή, ούτε μία δεν πάει χαμένη. Διαβάστε δύο ιστορίες από την συλλογή:
Twisting the plot και The Dancer
Η συλλογή “Slowly, Slowly in the Wind” (1979), κυκλοφόρησε και στα ελληνικές ως “Ιστορίες μυστηρίου” από τις Ροές. Πιο συμπονετική και πιο ανθρωποκεντρική, στις ιστορίες όπως το "Tο δίκτυο" και το "Σπασμένο γυαλί" παρουσιάζει ηλικιωμένους, μοναχικούς ανθρώπους, εγκλωβισμένους και περιφραγμένους στα διαμερίσματά τους - σε μια κοινωνία - που έγινε αγνώριστη. Λες και οι ζωές τους αποστραγγίστηκαν από κάθε τι ζωτικό και απέμεινε το κουφάρι. Όλες οι παλιές βεβαιότητες εξέλειψαν και παντού αιωρείται σαν τον μαύρο καπνό από τα εργοστάσια ο φόβος και ο τρόμος που απλώνεται στις γειτονιές και στις μεγάλες πόλεις.
Υπάρχει στην συλλογή μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας. “Μην πυροβολείτε τα δέντρα παρακαλώ”. Η Έλσι και η οικογένειά της ζουν προνομιακά μέσα σε έναν προστατευμένο θύλακα, το Ουράνιο Τόξο, με ασφάλεια μακριά από «τους βόθρους» των πόλεων όπου καταφεύγουν οι μη προνομιούχοι. Βρισκόμαστε στο 2049. Όλα είναι εύκολα για αυτούς, ταξιδεύουν με ελικόπτερα, ακόμη και τα παιδιά ταξιδεύουν στο σχολείο. Υπάρχουν ελληνικές αναφορές στο διήγημα, ελληνικά φαγητά, έτοιμα φυσικά στην κουζίνα, η Έλσι διαβάζει ελληνικά γιατί η γλώσσα της χαρίζει μια ακρίβεια στην σκέψη. Όμως τα δέντρα πεθαίνουν, μια οργάνωση προειδοποιεί. Ο άντρας της Έλσις είναι πυρηνικός και πιστεύει ότι όλα είναι υπό έλεγχο. Μια ομάδα ακτιβιστών προσπαθεί να ενημερώσει τους κατοίκους για έναν επικείμενο σεισμό που συνδέεται με την μόλυνση από την πυρηνική ενέργεια. Η μόλυνση ξεκινάει από τα δέντρα, η Έλσι εντοπίζει ένα σημάδι στον κορμό ενός δέντρου, σαν παράξενα μανιτάρι. Αυτή η αρρώστια που εξαπλώνεται ταχύτατα κάνουν τα μανιτάρια να εκρήγνυνται. Η Έλσι το εντοπίζει και στον κήπο της, στην αγαπημένη της βαλανιδιά. Στο μεταξύ κάποιοι πυροβολούν τα δέντρα κι εκείνα πετάνε ένα λευκό δηλητηριώδες υγρό που τους σκοτώνει ενώ ταυτόχρονα οι ρίζες τους ανακινούν το έδαφος. Η ταραχή απλώνεται και στην εφησυχασμένη πόλη της.
Ο γιος της ήδη έχει τραυματιστεί στο σχολείο από δέντρο ενώ λίγο μετά ένα άλλο πυροβολεί κατευθείαν τον σύζυγό της, τον Τζακ, ακόμη κι όταν εκείνος έσκυψε. “Έβλεπανάραγε τα δέντρα, με κάποιο είδος ραντάρ;” Και τότε “μια μάζα γης, πελώρια σαν ήπειρος, ή τουλάχιστον έτσι της φαινόταν, έπεφτε-αργά για γη, αλλά γρήγορα γι αυτήν-μέσα στα σκούρα γαλάζια νερά του ωκεανού”. Το μήνυμα της ιστορίας: Οι αρχέγονες δυνάμεις, πολύ πιο αρχαίες και απροσδιόριστες, υφίστανται κόντρα στην εξέλιξη της τεχνολογίας, οικολογική αφύπνιση είναι το μόνο όπλο μας.
Με την πάροδο του χρόνου οι ιστορίες, όπως και τα μυθιστορήματα, γίνονται πιο πυκνές, πολυεπίπεδες, κυριαρχούν όλο και περισσότερο σκοτεινά κίνητρα.
Κάποιες ιστορίες από την συλλογή “The Black House” (1981) είναι πράγματι πολύ παγερές και θλιβερές, ενοχλητικές με κορυφαία την "The Terrors of Basket-Weaving,", μια εξαιρετική ιστορία η οποία απηχεί και τις απόψεις της Χάισμιθ πάνω στην ταυτότητα, στην ανθρώπινη διάσταση, τα όρια του εαυτού όπως εκφράζονται μέσα από την ιστορία μιας γυναίκας.
Οι ιστορίες της συλλογής “Mermaids on the Golf Course” (1985) είναι κατά κάποιο τρόπο οικογενειακές. Στις περισσότερες ιστορίες συμβαίνουν μεγάλες ανατροπές την τελευταία στιγμή, οι βολεμένες ζωές παραβιάζονται, τα όριά τους διαταράσσονται και υφίστανται προσωπικούς περιορισμούς. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας ομώνυμου τίτλου, "Γοργόνες στο γήπεδο του γκολφ", έτυχε να βρίσκεται στην εξέδρα κοντά σε μια παρέλαση για την Ημέρα του Αγίου Πατρικίου και ενστικτωδώς πετάχτηκε μπροστά στον Πρόεδρο την στιγμή που ελεύθεροι σκοπευτές άνοιξαν πυρ. Τώρα αναρρώνει, αλλά τα πάντα μέσα και γύρω από τη ζωή του έχουν αλλάξει. Δεν μπορεί να διαχειριστεί τίποτε από την τωρινή του κατάσταση.
Στο "The Romantic", μετά το θάνατο της μητέρας της που τη φρόντιζε καιρό, μια γυναίκα ντύνεται με τα καλύτερά της, τα πιο κομψά ρούχα και κάθεται σε μοντέρνα σαλόνια προσποιούμενη ότι περιμένει ένα ραντεβού, δημιουργώντας για τον εαυτό της μια εξωτερική ζωή που ταιριάζει με την εσωτερική -αυτή που φαντάζεται.
Η γραφή της παραμένει απλή. Η πλοκή βγαίνει μέσα από τους χαρακτήρες και το περιβάλλον της και όχι μέσα από πολύπλοκα παζλ που αναζητούν λύσεις. Βάζει τον αναγνώστη μέσα στον δικό της κόσμο, στη χώρα των παράλογων και αποτρελαμένων ηρώων της. Και παρά την κοινή θεματική των ιστοριών της όπως ζώα, καταστροφές κλπ οι ιστορίες της είναι αυτόνομες, μπορούν να διαβαστούν με οποιαδήποτε σειρά και κάθε φορά θα προκαλούν, άλλοτε φόβο, άλλοτε ευχαρίστηση και σίγουρα ποτέ πλήξη.
Η συλλογή “Tales of Natural and Unnatural Catastrophes” (1987), “Οι ιστορίες φυσικών και αφύσικων καταστροφών” από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ είναι μια συλλογή δέκα ιστοριών και παρά το γεγονός ότι δεν είναι καθαρόαιμες αστυνομικές ιστορίες εμπεριέχουν τον προβληματισμό της για το περιβάλλον και τις καταστροφές που υπόκειται από τις αλόγιστες ανθρώπινες επεμβάσεις.
«'Eχει πλάκα να γράφει κανείς ιστορίες καταστροφής. Μου θυμίζουν τις παρωδίες που έγραφα στο σχολείο για κάποιο μάθημα όταν ήμουν δέκα ή έντεκα χρονών, ή τις φάρσες που σκάρωνα στα δεκατέσσερά μου για να διασκεδάσω τους συμμαθητές μου. Αλλά βέβαια, εδώ το περιεχόμενο είναι πιο σοβαρό. Στα τέλη του εικοστού αιώνα ο άνθρωπος έχει σχεδόν μάθει να συμβιώνει με έναν απίστευτα μεγάλο αριθμό καταστροφών» σημειώνει η συγγραφέας.
Οι δέκα ανατριχιαστικές ιστορίες της μιλούν για τους απόβλητους της εποχής μας και για τα απόβλητα των τοξικών πολιτικών που ακολουθούν οι κυρίαρχες κυβερνητικές, οικονομικές, επιστημονικές και θρησκευτικές ελίτ στον μεταπολεμικό κόσμο.
Το πιο ποιητικό και μελαγχολικό διήγημα της συλλογής είναι το “Μόμπυ Ντι ΙΙ ή η φάλαινα βλήμα” όπου η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο μέσα από τη ματιά του μεγάλου θηλαστικού που βρίσκεται στο στόχαστρο των φαλαινοθηρικών αλλά εκείνη επιθυμεί τόσο πολύ να ζήσει. Εδώ η Χάισμιθ παίρνει τη σκυτάλη από τον Μέλβιλ (που επίσης ξεβόλευε το αναγωνστικό του κοινό) και μιλά από την πλευρά μιας γιγάντιας φάλαινας, η οποία ενώ στην αρχή προσπαθεί να αποφύγει τους φαλαινοθήρες, αναγκάζεται στη συνέχεια να τους επιτεθεί αμυνόμενη, ώσπου τελικά, μπροστά στη φονική επιμονή τους, εγκαταλείπει τον αγώνα.
Αυτή είναι η Πατρίτσια Χάισμιθ. Με τον καιρό ανεβαίνει η αξία της πάλι στον λογοτεχνικό κανόνα. Στέκεται ισάξια ανάμεσα στο Φίλιπ Ροθ και στον Νόρμαν Μέιλερ ενώ τα βιβλία της εξοστρακίζουν πολλά ευπώλητα που φαντάζουν αβαθή και πανομοιότυπα κοντά στο ιδιόμορφο έργο της. Γιατί έγραφε από μέσα της, αντλώντας από το ασυνείδητο, όλα ξεχείλιζαν από την πάλη του προσωπικού με τους εφιάλτες της. Ήταν μια μανιώδης συγγραφέας, μανιακή με την ζωή και τη γραφή που δεν τα ξεχώριζε ποτέ.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης (c) Οκτώβριος 2021
Η Πατρίτσια Χάισμιθ είναι από εκείνες τις μοναχικές συγγραφείς, τις λογοτεχνικά ανυπότακτες, που προβλημάτισαν αναγνώστες εκδότες και κριτικούς. Ακόμη και σήμερα η ένταξή της σε μια λογοτεχνική σχολή είναι ένα εγχείρημα σχεδόν ακατόρθωτο, όπως παραδεχόταν και η ίδια. “Ποτέ δεν σκέφτομαι τη “θέση μου” στην λογοτεχνία, και ίσως δεν έχω καμία. Θεωρώ ότι προσφέρω ψυχαγωγία. Μου αρέσει να αφηγούμαι μια συναρπαστική ιστορία. Όμως κάθε βιβλίο μου είναι πρωτίστως ένας διάλογος με τον εαυτό μου και θα έγραφα είτε επρόκειτο να εκδοθεί είτε όχι”. Και αυτό έκανε ως γνήσια δημιουργός αγνοώντας τα κελεύσματα της αγοράς και του λογοτεχνικού κανόνα.
Στην Αμερική θεωρήθηκε ως συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων ή mystery writer χωρίς να αναγνωρίζονται τα προσόντα της ξεχωριστής γραφής της. Στην Ευρώπη πάντως και ειδικά στην Γαλλία, όταν άρχισε να εκδίδεται στον Gallimard στην La Série Noire, εκτιμήθηκε περισσότερο εκεί παρά στην πατρίδα της. Οι Γάλλοι την κατατάσσουν αποκλειστικά στον χώρο της σύγχρονης λογοτεχνίας και της ριζοσπαστικής σκέψης. Γι’ αυτό, άλλωστε, τα βιβλία της βρίσκουν μεγαλύτερη ανταπόκριση στον ευρωπαϊκό χώρο· η ίδια όχι μόνον έζησε στην Ευρώπη για πολλά χρόνια αλλά και το 1993, δύο χρόνια πριν από το θάνατό της, παραχώρησε τα διεθνή δικαιώματα για το σύνολο του έργου της στον εκδοτικό οίκο της Ζυρίχης «Diogenes».
Η αδιαφιλονίκητη υποδοχή της οφειλόταν και στο γεγονός ότι στην Αμερική ίσχυαν έντονα οι διαχωρισμοί υψηλής και χαμηλής κουλτούρας και οι απαραίτητοι διαχωρισμοί σε λογοτεχνικά είδη. Η Χάισμιθ πάντοτε προβλημάτιζε με τα βιβλία της, ήταν αστυνομικά και θρίλερ χωρίς όμως τα στοιχεία του είδους ή κοινωνικά δράματα με στοιχεία μυστηρίου; Ένα ήταν σίγουρο: η Χάισμιθ εξ αρχής υπήρξε μια παραβατική συγγραφέας όχι μόνον θεματικά αλλά και σε σχέση με τις συμβατικές φόρμες της μυθοπλασίας.
Ούτε που την ένοιαζε η εξέλιξη των χαρακτήρων ούτε η λογική στα κίνητρα που τους ωθούν στην παραβατικότητα, ενώ υφολογικά από τη μια σελίδα στην άλλη περνούσε σε δραματικές αλλαγές ύφους και γλώσσας. Όσο για το τέλος των ιστοριών της, όσοι έχετε διαβάσει, δεν συμβαδίζει με την αριστοτελική λογική. Άλλωστε και οι χαρακτήρες φέρονται έτσι αλόγιστα και παράλογα, να δολοφονούν αυθαίρετα, χωρίς εξήγηση, παράδειγμα το “Ξένοι στο τρένο”, ενώ αλλού, με την ίδια έλλειψη λογικής κάποιοι δεν κάνουν το πιο απλό και αυτονόητο: να πάνε στην αστυνομία ή να αποτραβηχτούν από μια επικίνδυνη κατάσταση που θα τους έσωζε.
Τελικά μήπως δεν είναι και τόσο ρεαλίστρια; Οι ήρωές της αρνούνται να εκπληρώσουν τις προσδοκίες μας. Φεύγουν, διαφεύγουν, αυτοδιαψεύδονται, φτάνουν σε απρόβλεπτα όρια. Τα πάντα στον κόσμο της Πατρίτσια Χάισμιθ είναι ρευστά, ασυγκράτητα, ανεξέλεγκτα. “Είναι μία συγγραφέας που δημιούργησε τον δικό της κόσμο-έναν κόσμο κλειστοφοβικό και παράλογο”, έγραφε ο Γκράχαμ Γκρην στην εισαγωγή του το 1970 στην συλλογή “Eleven”. Ένας κόσμος χωρίς ηθικές δεσμεύσεις, σκοτεινός και με εκλάμψεις βίαιης συμπεριφοράς. “Τίποτε δεν είναι σίγουρο, όταν περάσουμε αυτό το σύνορο”.
Δεν είναι τυχαίο ότι εξακολουθεί να είναι η πιο αγαπημένη συγγραφέας των crime writers’ crime writer. Την λατρεύουν η Τζίλιαν Φλιν, ο Μαρκ Μπίλινγχαμ και η Σάρα Γουότερς.
Το “γοτθικό” ύφος της -αυτή η αχόρταγη όρεξη για το γκροτέσκο, το βάναυσο και το μακάβριο, ιδιαίτερα εμφανής στα διηγήματά της-οφείλει πολλά στον Έντγκαρ Άλλαν Πόε, με τον οποίο μοιραζόταν την ίδια ημέρα γενεθλίων, 19 Ιανουαρίου, ενώ ο τόνος των βιβλίων της είχε επηρεαστεί από τις νουβέλες “νουάρ' των δεκαετιών του 30 και 40.
Όμως τα θέματα και τα φιλοσοφικά ερωτήματα που βρίσκονται στην καρδιά των μυθιστορημάτων της αντανακλούν τα ζοφερά υπαρξιακά κείμενα του Ντοστογιέφσκι, Κίργκεγκωρ, Νίτσε, Κάφκα, Σαρτρ και Καμύ, όλων των συγγραφέων που είχε μελετήσει. Ήταν θιασώτρια του χάους, της συναισθηματικής αναρχίας και θεωρούσε τον εγκληματία ως την ιδανική ενσκάρκωση του υπαρξιακού ήρωα του 20ου αιώνα, ως έναν άνθρωπο, που όπως πίστευε, είναι “δραστήριος και με ελεύθερο πνεύμα”. Αγαπούσε την ζωγραφική του Φράνσις Μπέικον, όπου σκοτεινές τρομακτικές δυνάμεις διαμορφώνουν τις ζωές μας, ενώ συγχρόνως τεκμηριώνουν την κοινοτυπία του κακού.
Η Πατρίτσια Χάισμιθ γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1921, στον Φορτ Γουόρθ, τριάντα μίλια δυτικά του Ντάλας του Τέξας, από γονείς γερμανικής και αγγλοσκοτσέζικης καταγωγής. Σύντομα μετά τη γέννησή της οι γονείς της χώρισαν και πήραν διαζύγιο. Η Πατ μέχρι τα έξι της έζησε κοντά στην Τεξανή γιαγιά της και ύστερα πήγε κοντά στη μητέρα της και στον πατριό της, καλλιτέχνες και οι δύο, στη Νέα Υόρκη. Η καταγωγή της αυτή θα την σημαδέψει και, παρά την ευρωπαϊκή της παιδεία (γνώριζε καλά τη γαλλική, γερμανική, ισπανική και ιταλική γλώσσα) στο βάθος ήταν μία τεξανή. Άλλωστε για αυτό, στη νεότητά της, λάτρευε την ιππασία, το μόνο σπορ στο οποίο επιδιδόταν και πίστευε προσωπικά ότι την έκανε να δείχνει Τεξανή.
Το 9χρονο κορίτσι βρήκε ένα βιβλίο στο ράφι του πατριού της και άρχισε να διαβάζει. Το βιβλίο ήταν το «Human Mind» του Karl Menninger, μια συλλογή από ιστορικά περιστατικών ψυχικής ασθένειας και αποκλίνουσας εγκληματικής συμπεριφοράς. Η φαντασία της αιχμαλωτίστηκε από αυτά τα περιστατικά των παράλογων ορμών που οδήγησαν στη βία και την αυτοκαταστροφή. Σίγουρα θα την επηρέαζαν αργότερα στα δικά της αστυνομικά, γεμάτα με διαταραγμένες προσωπικότητες αλλά και πολλά διηγήματα είχαν την ίδια αποπνικτική ατμόσφαιρα ψυχικής διαταραχής.
Από το γυμνάσιο αγάπησε τον Πόε και τις ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας, θαύμαζε την τρελή φαντασία του που κάλπαζε διαρκώς, όπως έγραψε κάπου. Το ίδιο αγάπησε και τον Τζόζεφ Κόνραντ και ειδικά το βιβλίο του ο “Τυφώνας”, το αγαπημένο της, που της υπέβαλε την ιδέα να δραπετεύσει μπαρκάροντας σε ένα από τα πλοία που ήταν αραγμένα στις προβλήτες του ποταμού Χάντσον, λίγα μόλις τετράγωνα από το διαμέρισμα της οικογένειας.
Το 1938 πέρασε τις πύλες του Κολλεγίου Μπάρναντ όπου σπούδασε για τέσσερα χρόνια αγγλική φιλολογία και παράλληλα ελληνικά, λατινικά και ζωολογία. Ήταν αχόρταγη αναγνώστρια, απέρριπτε ακόμη και προσκλήσεις σε δείπνο για να μείνει και να διαβάσει και να βυθιστεί στα σκοτεινά και φανταστικά τοπία του Τόμας Μαν, του Στρίνμπεργκ, του Γκαίτε, το Έλιοτ, του Μπωντλαίρ. Αναρωτιόταν βλέποντας τα βιβλία μέσα στο δωμάτιό της “δεν έχω τάχα ολόκληρο τον κόσμο;”
H Χάϊσμιθ το χειμώνα του 1963 επισκέφθηκε την Ελλάδα, πήγε στην Κρήτη, θαύμασε το ανάκτορο της Κνωσού. Περιστατικά από εκείνο το ταξίδι της είχε περιλάβει σε διάφορα βιβλία της. Ειδικά στα “Δύο πρόσωπα του Ιανού” που διαδραματίζεται στην Αθήνα και στην Κρήτη.
Στο Μπάρναρντ έγραψε την ιστορία “Η ηρωίδα”, μια ανατριχιαστική ιστορία για μια γκουβερνάντα που επίτηδες βάζει φωτιά στο σπίτι των εργοδοτών της για να ικανοποιήσει τη διεστραμμένη επιθυμία της να σώσει τα παιδιά τους. Το έστειλε σε πολλά περιοδικά και το απέρριψαν και τελικά δημοσιεύτηκε στο Harper's Bazaar το 1945 ενώ συμπεριλήφθηκε στη ετήσια έκδοση O. Henry Μemorial Award Prize Stories of 1946. Στο μεταξύ μόλις τότε η Πατ είχε αποφοιτήσει από το Κολέγιο Μπάρναρντ και είχε επιστρέψει για λίγο στο Γκρίνουιτς Βίλατζ. Τότε άρχισε να γράφει σενάρια για κόμικς για οικονομικούς λόγους, ενώ τα απογεύματα και τα Σαββατοκύριακα, επέστρεφε στη σοβαρή λογοτεχνία.
Το 1948 με την βοήθεια του Τρούμαν Καπότε, έγινε δεκτή στην κοινότητα καλλιτεχνών Yaddo, όπου έγραψε το Ξένοι στο τρένο το οποίο βρήκε εκδότη το 1950 ύστερα από έξη απορρίψεις. Όταν πέθανε το 1995 την περιουσία της, που ανερχόταν στα τρία εκατομμύρια δολλάρια, την άφησε στο Yaddο κι ας είχε ζήσει εκεί μέσα μόνον δύο μήνες.
To 1951 το Ξένοι στο τρένο γυρίστηκε ταινία από τον Άλφρεντ Χίτσοκ και πληρώθηκε με το μυθικό, για την εποχή, ποσό των 7.500 δολαρίων · το αρχικό σενάριο είχε γράψει ο Ρέιμοντ Τσάντλερ.
Ένα σημαντικό μέρος της προσωπικότητάς της, μετά το Κολλέγιο Μπάρναρντ, διαμορφώθηκε και στο Γκρίνουιτς Βίλατζ όπου έμεναν καλλιτέχνες και συγγραφείς και όπου σφυρηλατούσαν εκ νέου την ταυτότητά τους, μια ταυτότητα αδιαφιλονίκητα καινούργια, απαλλαγμένη από τις βολικές κοινοτοπίες της αμερικανικής παράδοσης. Και όλοι τους διάβαζαν, αυτό ήταν το μεγάλο τους όπλο: “Δεν διαβάζαμε απλώς βιβλία, γινόμασταν ένα μαζί τους...Τα βιβλία ήταν για μας ό,τι τα ναρκωτικά για τους νέους τη δεκαετία του 1960”.
Το 1952 εξέδωσε το “The Price of Salt” με το ψευδώνυμο Clare Morgan. Είναι ένα πρωτοπόρο λεσβιακό μυθιστόρημα όπου μία πωλήτρια παρατάει το αγόρι της και φτιάχνει μια σχέση με την μόλις χωρισμένη Κάρολ.“Πριν από αυτό το βιβλίο” έγραψε η Χάισμιθ, “οι ομοφυλόφιλοι, άντρες και γυναίκες, στα αμερικανικά μυθιστορήματα έπρεπε να πληρώσουν για την απόκλιση, κόβοντας φλέβες, βουτώντας σε πισίνες ή επιστρέφοντας στην ετεροφυλοφιλία ή ζώντας μόνοι, μίζεροι και αποκλεισμένοι”.
Η Χάισμιθ είχε αποφασίσει να γράψει ένα μυθιστόρημα με έναν ήρεμο και τρυφερό τόνο και με ευτυχισμένο τέλος. Πούλησε ένα εκατομμύριο αντίτυπα και μόνον το 1991 επανακυκλοφόρησε με το δικό της όνομα.
Το 1963 ήρθε στην Ευρώπη οριστικά, πρώτα έμεινε στην Αγγλία, μετά στην Γαλλία και τα τελευταία δέκα τρία χρόνια της ζωής της στην Ελβετία.
2.
Θα παρακάμψουμε όμως τα μυθιστόρημα που έγραψε, την πενταλογία του Ρέπλει και όσα χωρίς αυτόν μερικά εκ των οποίων είναι πολύ σημαντικά:The Tremor of Forgery, Those Who Walk Away, The Cry of the Owl, This Sweet Sickness. Θα τη διαβάσουμε ως διηγηματογράφο κάτι που δεν συνηθίζεται καθώς πολλές ανθολογίες του εικοστού αιώνα δεν την συμπεριλαμβάνουν καν.
Γενικότερα στις ιστορίες της συναντάς μια ευρύτερη θεματολογική γκάμα, ξεχωριστούς χαρακτήρες και ατμόσφαιρα που αγγίζει άλλα είδη απ' ότι στα μυθιστορήματα. Είναι γεμάτες με αλλόκοτες καταστάσεις, με εκπλήξεις και ανατροπές, με ασυνήθιστους χαρακτήρες. Οι ιστορίες της απηχούν το άγχος, την αγωνία της εποχής της, την ρευστότητα της ταυτότητας, τη βία, κατακλυσμικές και οικολογικές αλλαγές.
Η Χάισμιθ εξέδωσε επτά συλλογές διηγημάτων ξεκινώντας με την “Eleven” (1970). Ιστορίες τρόμου, που παραπέμπουν και στα φρικώδη πλάσματα του Λάβκραφτ, ιστορίες με σαλικγκάρια που τα είχε και η ίδια μεγάλη αγάπη αφού τα εξέτρεφε στον κήπο της και μερικές φορές τα κουβαλούσε μαζί της.
Η συλλογή “The Animal-Lover's Book of Beastly Murder (1975), (“Το εγχειρίδιο του κτηνώδους φόνου για ζωόφιλους” στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ) είναι δεκατρείς ιστορίες εκδίκησης από σκυλιά, γατιά, γουρούνια, χάμστερ, κατσίκες, άλογα, ποντικούς, ελέφαντες και άλλα ζώα, γραμμένες με βαθιά συμπάθεια για τον ζωικό κόσμο και μια εκπεφρασμένη απέχθεια για τους κυρίους τους. Είναι ιστορίες όπου τα ζώα έχουν τα ίδια συναισθήματα με τους ανθρώπους, μισούν, εκδικούνται ή εξοντώνουν, αγαπάνε και συμπονάνε καμιά φορά.
Η μισανθρωπία της φτάνει στα ύψη με τις “Little Tales of Misogyny” (1977) και “Ιστορίες για μισογύνηδες” στα ελληνικά στην εξαντλημένη έκδοση. Πρόκειται για σύντομες ιστορίες, flash fiction, με πολύ σκληρές περιγραφές και σαρκασμό όχι με θέμα τους μισογύνηδες αλλά για τους μισογύνηδες. Η πλειονότητα των ιστοριών αυτού του τόμου καταγγέλουν και μάλιστα εντελώς ανελέητα, το αμερικάνικο όνειρο στα μέσα του 20ού αιώνα. Η συλλογή αυτή κυκλοφόρησε από τον εκδότη Γερμανό εκδότη Diogenes Verlag · τότε η Χάισμιθ ζούσε στην Ευρώπη. Άλλωστε τα επόμενα χρόνια ο Diogenes έγινε ο αποκλειστικός εκδότης των βιβλίων της. Όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά αυτό το βιβλίο, πολλοί αναγνώστες δεν το κατάλαβαν ή δεν προσπάθησαν καν. Ωστόσο η Χάισμιθ δεν θα μπορούσε να είχε γράψει μ' άλλον τρόπο. Και ποιος μπορεί να υποτιμήσει την ικανότητά της αφού κάθε λέξη επιλέγεται με μεγάλη προσοχή, ούτε μία δεν πάει χαμένη. Διαβάστε δύο ιστορίες από την συλλογή:
Twisting the plot και The Dancer
Η συλλογή “Slowly, Slowly in the Wind” (1979), κυκλοφόρησε και στα ελληνικές ως “Ιστορίες μυστηρίου” από τις Ροές. Πιο συμπονετική και πιο ανθρωποκεντρική, στις ιστορίες όπως το "Tο δίκτυο" και το "Σπασμένο γυαλί" παρουσιάζει ηλικιωμένους, μοναχικούς ανθρώπους, εγκλωβισμένους και περιφραγμένους στα διαμερίσματά τους - σε μια κοινωνία - που έγινε αγνώριστη. Λες και οι ζωές τους αποστραγγίστηκαν από κάθε τι ζωτικό και απέμεινε το κουφάρι. Όλες οι παλιές βεβαιότητες εξέλειψαν και παντού αιωρείται σαν τον μαύρο καπνό από τα εργοστάσια ο φόβος και ο τρόμος που απλώνεται στις γειτονιές και στις μεγάλες πόλεις.
Υπάρχει στην συλλογή μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας. “Μην πυροβολείτε τα δέντρα παρακαλώ”. Η Έλσι και η οικογένειά της ζουν προνομιακά μέσα σε έναν προστατευμένο θύλακα, το Ουράνιο Τόξο, με ασφάλεια μακριά από «τους βόθρους» των πόλεων όπου καταφεύγουν οι μη προνομιούχοι. Βρισκόμαστε στο 2049. Όλα είναι εύκολα για αυτούς, ταξιδεύουν με ελικόπτερα, ακόμη και τα παιδιά ταξιδεύουν στο σχολείο. Υπάρχουν ελληνικές αναφορές στο διήγημα, ελληνικά φαγητά, έτοιμα φυσικά στην κουζίνα, η Έλσι διαβάζει ελληνικά γιατί η γλώσσα της χαρίζει μια ακρίβεια στην σκέψη. Όμως τα δέντρα πεθαίνουν, μια οργάνωση προειδοποιεί. Ο άντρας της Έλσις είναι πυρηνικός και πιστεύει ότι όλα είναι υπό έλεγχο. Μια ομάδα ακτιβιστών προσπαθεί να ενημερώσει τους κατοίκους για έναν επικείμενο σεισμό που συνδέεται με την μόλυνση από την πυρηνική ενέργεια. Η μόλυνση ξεκινάει από τα δέντρα, η Έλσι εντοπίζει ένα σημάδι στον κορμό ενός δέντρου, σαν παράξενα μανιτάρι. Αυτή η αρρώστια που εξαπλώνεται ταχύτατα κάνουν τα μανιτάρια να εκρήγνυνται. Η Έλσι το εντοπίζει και στον κήπο της, στην αγαπημένη της βαλανιδιά. Στο μεταξύ κάποιοι πυροβολούν τα δέντρα κι εκείνα πετάνε ένα λευκό δηλητηριώδες υγρό που τους σκοτώνει ενώ ταυτόχρονα οι ρίζες τους ανακινούν το έδαφος. Η ταραχή απλώνεται και στην εφησυχασμένη πόλη της.
Ο γιος της ήδη έχει τραυματιστεί στο σχολείο από δέντρο ενώ λίγο μετά ένα άλλο πυροβολεί κατευθείαν τον σύζυγό της, τον Τζακ, ακόμη κι όταν εκείνος έσκυψε. “Έβλεπανάραγε τα δέντρα, με κάποιο είδος ραντάρ;” Και τότε “μια μάζα γης, πελώρια σαν ήπειρος, ή τουλάχιστον έτσι της φαινόταν, έπεφτε-αργά για γη, αλλά γρήγορα γι αυτήν-μέσα στα σκούρα γαλάζια νερά του ωκεανού”. Το μήνυμα της ιστορίας: Οι αρχέγονες δυνάμεις, πολύ πιο αρχαίες και απροσδιόριστες, υφίστανται κόντρα στην εξέλιξη της τεχνολογίας, οικολογική αφύπνιση είναι το μόνο όπλο μας.
Με την πάροδο του χρόνου οι ιστορίες, όπως και τα μυθιστορήματα, γίνονται πιο πυκνές, πολυεπίπεδες, κυριαρχούν όλο και περισσότερο σκοτεινά κίνητρα.
Κάποιες ιστορίες από την συλλογή “The Black House” (1981) είναι πράγματι πολύ παγερές και θλιβερές, ενοχλητικές με κορυφαία την "The Terrors of Basket-Weaving,", μια εξαιρετική ιστορία η οποία απηχεί και τις απόψεις της Χάισμιθ πάνω στην ταυτότητα, στην ανθρώπινη διάσταση, τα όρια του εαυτού όπως εκφράζονται μέσα από την ιστορία μιας γυναίκας.
Οι ιστορίες της συλλογής “Mermaids on the Golf Course” (1985) είναι κατά κάποιο τρόπο οικογενειακές. Στις περισσότερες ιστορίες συμβαίνουν μεγάλες ανατροπές την τελευταία στιγμή, οι βολεμένες ζωές παραβιάζονται, τα όριά τους διαταράσσονται και υφίστανται προσωπικούς περιορισμούς. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας ομώνυμου τίτλου, "Γοργόνες στο γήπεδο του γκολφ", έτυχε να βρίσκεται στην εξέδρα κοντά σε μια παρέλαση για την Ημέρα του Αγίου Πατρικίου και ενστικτωδώς πετάχτηκε μπροστά στον Πρόεδρο την στιγμή που ελεύθεροι σκοπευτές άνοιξαν πυρ. Τώρα αναρρώνει, αλλά τα πάντα μέσα και γύρω από τη ζωή του έχουν αλλάξει. Δεν μπορεί να διαχειριστεί τίποτε από την τωρινή του κατάσταση.
Στο "The Romantic", μετά το θάνατο της μητέρας της που τη φρόντιζε καιρό, μια γυναίκα ντύνεται με τα καλύτερά της, τα πιο κομψά ρούχα και κάθεται σε μοντέρνα σαλόνια προσποιούμενη ότι περιμένει ένα ραντεβού, δημιουργώντας για τον εαυτό της μια εξωτερική ζωή που ταιριάζει με την εσωτερική -αυτή που φαντάζεται.
Η γραφή της παραμένει απλή. Η πλοκή βγαίνει μέσα από τους χαρακτήρες και το περιβάλλον της και όχι μέσα από πολύπλοκα παζλ που αναζητούν λύσεις. Βάζει τον αναγνώστη μέσα στον δικό της κόσμο, στη χώρα των παράλογων και αποτρελαμένων ηρώων της. Και παρά την κοινή θεματική των ιστοριών της όπως ζώα, καταστροφές κλπ οι ιστορίες της είναι αυτόνομες, μπορούν να διαβαστούν με οποιαδήποτε σειρά και κάθε φορά θα προκαλούν, άλλοτε φόβο, άλλοτε ευχαρίστηση και σίγουρα ποτέ πλήξη.
Η συλλογή “Tales of Natural and Unnatural Catastrophes” (1987), “Οι ιστορίες φυσικών και αφύσικων καταστροφών” από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ είναι μια συλλογή δέκα ιστοριών και παρά το γεγονός ότι δεν είναι καθαρόαιμες αστυνομικές ιστορίες εμπεριέχουν τον προβληματισμό της για το περιβάλλον και τις καταστροφές που υπόκειται από τις αλόγιστες ανθρώπινες επεμβάσεις.
«'Eχει πλάκα να γράφει κανείς ιστορίες καταστροφής. Μου θυμίζουν τις παρωδίες που έγραφα στο σχολείο για κάποιο μάθημα όταν ήμουν δέκα ή έντεκα χρονών, ή τις φάρσες που σκάρωνα στα δεκατέσσερά μου για να διασκεδάσω τους συμμαθητές μου. Αλλά βέβαια, εδώ το περιεχόμενο είναι πιο σοβαρό. Στα τέλη του εικοστού αιώνα ο άνθρωπος έχει σχεδόν μάθει να συμβιώνει με έναν απίστευτα μεγάλο αριθμό καταστροφών» σημειώνει η συγγραφέας.
Οι δέκα ανατριχιαστικές ιστορίες της μιλούν για τους απόβλητους της εποχής μας και για τα απόβλητα των τοξικών πολιτικών που ακολουθούν οι κυρίαρχες κυβερνητικές, οικονομικές, επιστημονικές και θρησκευτικές ελίτ στον μεταπολεμικό κόσμο.
Το πιο ποιητικό και μελαγχολικό διήγημα της συλλογής είναι το “Μόμπυ Ντι ΙΙ ή η φάλαινα βλήμα” όπου η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο μέσα από τη ματιά του μεγάλου θηλαστικού που βρίσκεται στο στόχαστρο των φαλαινοθηρικών αλλά εκείνη επιθυμεί τόσο πολύ να ζήσει. Εδώ η Χάισμιθ παίρνει τη σκυτάλη από τον Μέλβιλ (που επίσης ξεβόλευε το αναγωνστικό του κοινό) και μιλά από την πλευρά μιας γιγάντιας φάλαινας, η οποία ενώ στην αρχή προσπαθεί να αποφύγει τους φαλαινοθήρες, αναγκάζεται στη συνέχεια να τους επιτεθεί αμυνόμενη, ώσπου τελικά, μπροστά στη φονική επιμονή τους, εγκαταλείπει τον αγώνα.
Αυτή είναι η Πατρίτσια Χάισμιθ. Με τον καιρό ανεβαίνει η αξία της πάλι στον λογοτεχνικό κανόνα. Στέκεται ισάξια ανάμεσα στο Φίλιπ Ροθ και στον Νόρμαν Μέιλερ ενώ τα βιβλία της εξοστρακίζουν πολλά ευπώλητα που φαντάζουν αβαθή και πανομοιότυπα κοντά στο ιδιόμορφο έργο της. Γιατί έγραφε από μέσα της, αντλώντας από το ασυνείδητο, όλα ξεχείλιζαν από την πάλη του προσωπικού με τους εφιάλτες της. Ήταν μια μανιώδης συγγραφέας, μανιακή με την ζωή και τη γραφή που δεν τα ξεχώριζε ποτέ.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης (c) Οκτώβριος 2021