Sherwood Anderson
Winesburg , Ohio
1.
Το έργο του Σέργουντ Άντερσον, “Ουάινσμπεργκ, Οχάιο” αποτελεί αφετηρία για το επονομαζόμενο “Τhe short story cycle”, (“Κύκλος ιστοριών”), το πιο σημαντικό είδος στον 20ο αιώνα της Αμερικανικής λογοτεχνίας που έδωσε την δυνατότητα σε διαφορετικές εθνότητες και μειονότητες να εκφραστούν και να αναδείξουν το φύλο, την εθνικότητα και την ατομικότητα. Σε κάθε κύκλο ιστοριών υπάρχει πάντα ένας συνδετικός κρίκος: η δομή, το ύφος, ένα συμβάν, ένας συγκεκριμένος χαρακτήρας. Στο Ουάινσμπεργκ Οχάιο κυριαρχεί ο τόπος και η φύση, η κωμόπολη, τα συναισθήματα της απώλειας, της αποξένωσης, της αποτυχίας.
Ο Σέργουντ Άντερσον, γιος του Ίργουιν και της ΄Εμμα Άντερσον, γεννήθηκε στο Κάμντεν το 1876. Στα δέκα τέσσερα παράτησε το σχολείο, δούλεψε και άσκησε πολλά ευκαιριακά επαγγέλματα. Μετακόμισε αργότερα στο Σικάγο, δούλεψε στη διαφήμιση και παντρεύτηκε για πρώτη φορά. Πάνω σε μια ψυχοσωματική κρίση παράτησε την δουλειά του, νοσηλεύτηκε και χώρισε. Για πολλά χρόνια έγραφε ιστορίες στον ελεύθερο χρόνο του και έκανε παρέα με συγγραφείς και καλλιτέχνες του κινήματος “Chicago literary renaissance” που άνθησε από το 1912 μέχρι το 1925 και περιελάμβανε στους κόλπους του τους συγγραφείς Θίοντορ Ντράιζερ, Έντγκαρ Λι Μάστερς, Καρλ Σάντμπεργκ κ.α. Ο κριτικός Λ. Μένκεν αναφερόταν στο Σικάγο ως την “λογοτεχνική πρωτεύουσα των ΗΠΑ”.
Ο Άντερσον εξέδωσε τρία βιβλία που απέδειξαν το ταλέντο του, κάποια κρίθηκαν θετικά, όμως το “Ουάινσμπεργκ Οχάιο (1919), ήταν αυτό που έκανε μια μεγάλη αίσθηση. Στην συνέχεια πέρασε λίγους μήνες στην Ευρώπη, όπου συνάντησε την Γερτρούδη Στάιν ενώ έκανε άλλους δύο γάμους που κατέληξαν σε διαζύγιο. Συνέχισε να δημοσιεύει δοκίμια κριτικής και πολιτικής, ημερολόγια και έγραφε μυθοπλασία. Πέθανε το 1940 στην Διώρυγα του Παναμά από περιτονίτιδα καθώς επέστρεφε με την σύζυγό του από ένα ταξίδι στην Νότια Αμερική. Τελικά έζησε και εργάστηκε σε 40-50 διαφορετικά μέρη. Λάτρευε τα ξενοδοχεία. Εμπνεόταν από τους περιστασιακούς πελάτες και άκουγε τις ιστορίες τους.
2.
Ο Σέργουντ Άντερσον πειραματίστηκε περισσότερο με τη φόρμα και σαφώς είχε συναίσθηση ότι ξανοίγεται σε πιο δημιουργικό έδαφος. Δεν ενδιαφερόταν για την πλοκή ούτε του άρεσαν οι ιστορίες με ηθικοπλαστικό στόχο ή άμεσα διασκεδαστικό. Ενδιαφέρεται για τον ρυθμό, την εσωτερική κινητικότητα. Μπορεί οι μεσοδυτικοί χαρακτήρες του να προσδίδουν ένα τοπικό στοιχείο στις ιστορίες του όμως οι καταστάσεις και οι αντιδράσεις τους ξεπερνάνε το τοπικό. Και, παρά την φανερή του προσπάθεια να τους προσδώσει κάθε τόσο διαφορετικά χαρακτηριστικά που να διατηρούν τη μοναδικότητά τους, τελικά οι ομοιότητες υπερέχουν των διαφορών. Το γεγονός ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι στον κόσμο σαν κι αυτούς, τους καθιστά περισσότερο αληθινούς και παγκόσμιους, λιγότερο μυθοπλαστικούς.
Το σκηνικό στο “Ουάινσμπεργκ Οχάιο” είναι τα χωράφια, οι τριγύρω εξοχές, οι λόφοι. Ο κύκλος της παραγωγής στα χωράφια ταυτίζεται με τον κύκλο της ζωής των ανθρώπων, τους δίνει οντότητα, τους ενώνει. Η απειλή προέρχεται από τις αλλαγές στις πόλεις, την βιομηχανοποίηση που είχε ξεκινήσει με ταχύτατους ρυθμούς. Οι περισσότεροι χαρακτήρες στις είκοσι πέντε ιστορίες, αισθάνονται τόσο πολύ εγκλωβισμένοι και αποξενωμένοι που ο Άντερσον τους αποκάλεσε "grotesques." Ήθελε να ονομάσει έτσι και την συλλογή του αλλά ο εκδότης τον απέτρεψε. Το βιβλίο αφιερώνεται στην μητέρα του.
Ο κύκλος ιστοριών του “Ουάινσμπεργκ Οχάιο” ξεκινάει με ένα είδος προλόγου, το κεφάλαιο “The Book of the Grotesque” που απηχεί και το κεντρικό θέμα του βιβλίου. Ένας ηλικιωμένος, που θα μπορούσε να είναι μια περσόνα του ίδιου του συγγραφέα, βρίσκεται ξαπλωμένος στο κρεβάτι του προσπαθώντας να συλλάβει τις μορφές εκείνες, ονειρικές και φανταστικές, για να γράψει το βιβλίο του. Πάντως οι ιστορίες που ακολουθούν δεν υπακούουν στο αρχικό μοτίβο του πρώτου κεφαλαίου γιατί ο συγγραφέας τις αφήνει στη δική της ροή. Πολλές ιστορίες διαδραματίζονται την νύχτα ή τα σκοτεινά απογεύματα, σε κλειστούς, περιφραγμένους, χώρους, σε δωμάτια μοναχικά. Κοινό στοιχείο των περισσότερων ιστοριών είναι η ερωτική αναζήτηση και ταυτότητα, η καταπιεσμένη επιθυμία.
Στο επίκεντρο του βιβλίου βρίσκεται ο Τζορτζ Ουίλαρντ, ο νεαρός δημοσιογράφος και γιος του ξενοδόχου της πόλης. Ο Τζορτζ λαχταράει να μάθει τις ιστορίες των συμπολιτών του, να "μάθει ... τι σκέφτονται οι άνθρωποι, όχι μόνο τι λένε". Είναι είναι ο εξομολόγος και ο γραφιάς της ζωής των άλλων.
Κατά ένα τρόπο το βιβλίο θα μπορούσε και να θεωρηθεί ένα αποσπασματικό μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα μαθητείας καθώς εστιάζει στην ψυχολογική και ηθική ανάπτυξη του βασικού ήρωα. Από ιστορία σε ιστορία ο Ουίλαρντ μεγαλώνει, κατανοώντας περισσότερο τον εαυτό του και τους άλλους τριγύρω του. Περισσότερο από οτιδήποτε, όμως, ο Τζορτζ θέλει να φύγει από την πόλη του. Υπάρχουν ξεχωριστές ιστορίες για την μητέρα του Ουίλαρντ, την Ελίζαμπεθ, και την σχέση της με το γιό στο ‘Μητέρα’ · για την πρώτη ερωτική εμπειρία του στο “Κανείς δεν ξέρει” · την ταπείνωση από έναν ανταγωνιστή στην “Συνειδητοποίηση” · για την σχέση του με τη δασκάλα του Κέιτ Σουίφτ στην “Η δασκάλα”.
Στην ιστορία αυτή η Κέιτ είχε εντοπίσει το συγγραφικό του ταλέντο και τον ενθάρρυνε να γράψει. Τον είχε βρει μια μέρα στο γραφείο του, στην εφημερίδα, και του είπε: “Αν θες να γίνεις συγγραφέας, θα πρέπει να σταματήσεις να παίζεις με τις λέξεις. Τώρα είναι η περίοδος να ζήσεις...δεν πρέπει να γίνεις απλώς ένας μεταπράτης λέξεων. Αυτό που πρέπει να μάθεις είναι τι σκέφτονται οι άνθρωποι, όχι τι λένε”. Τέλος, στην τελευταία ιστορία, “Αναχώρηση” φεύγει από το Ουάινσμπεργκ, κλείνοντας τον κύκλο του στον μικρό τόπο, ανοίγοντας όμως έναν άλλον.
3.
Το “Ουάινσμπεργκ Οχάιο” είναι ένα βιβλίο για τις καταπιεσμένες ζωές και για το «γκροτέσκο» στην ανθρώπινη εμπειρία. Μαρτυρεί μια πλευρά της ζωής που υπάρχει αναμφισβήτητα και την αντιμετωπίζει με συμπάθεια και ανθρωπιά. Μάλιστα ο Άντερσον επέμενε: “What the book says to people is this – “ Here it is. It is like this. This is what the life in America out of which men and women come is like”.
Οι άνθρωποι συνάπτουν σχέσεις, κρύβουν ιστορίες με κλοπές και δολοφονίες, σκέφτονται να σκοτώσουν τους συζύγους τους, θάβουν τις αποταμιεύσεις τους ώστε ούτε καν οι σύζυγοί τους να το αντιληφθούν, δεν μπορούν να ξεφύγουν από το παρελθόν τους ή από την επαρχιακή τους ζωή. Πολλοί χαρακτήρες του βιβλίου πέφτουν θύματα κακοποίησης του άμεσου περιβάλλοντος αλλά και των προσωπικών τους αντιλήψεων.
Ο Ουίνγκ Μπιντλμπάουμ στα “Χέρια” κάθεται στη ετοιμόρροπη βεράντα του. Ο ηλικιωμένος είναι φοβισμένος και τυραννισμένος γιατί δεν θεωρούσε τον εαυτό του μέλος της ζωής της κωμόπολης όπου έμενε επί είκοσι χρόνια. Μόνον στον Τζωρτζ Ουίλαρντ μπορούσε να μιλήσει, περπατώντας μαζί του στον κεντρικό δρόμο. “Μιλούσε πολύ με τα χέρια. Τα λεπτά εκφραστικά του δάχτυλα βρίσκονταν σε αέναη κίνηση · τα είχε διαρκώς κρυμμένα στις τσέπες ή πίσω στην πλάτη του και όταν έβγαιναν σε κοινή θέα μετατρέπονταν σε πιστόνια του εκφραστικού του μηχανισμού”. Πίσω από τη υπερκινητικότητα και το κρύψιμο των χεριών κρυβόταν μια ιστορία, θαμμένη στο παρελθόν, μια κατηγορία για προσέγγιση των μαθητών του στο σχολείο όπου εργαζόταν. Άδικη αλλά ικανή να τον στείλει μακριά για πάντα.
Η Άλις Χίντμαν, στην “Έντονη εμπειρία”, είναι κολλημένη σε έναν άντρα που την εγκατέλειψε και παγιδεύεται σε μια θλιβερή και στερημένη ερωτικά ζωή. Στα δέκα έξι σχετιζόταν με έναν νεαρό, έκαναν σχέδια όμως εκείνος έφυγε για μια καλύτερη θέση στο Κλήβελαντ. Όταν η Άλις επέμενε να τον ακολουθήσει εκείνος την απέτρεψε. Μια μέρα βγήκε στην εξοχή κοιτώντας γύρω της τη φύση και συνειδητοποίησε ότι η σκέψη της δεν θα πιάσει ποτέ το νόημα της ζωής.“Ένιωσε για πρώτη φορά πως την είχαν κοροϊδέψει”. Προσπάθησε να γίνει κάπως πιο κοινωνική, άφησε τον υπάλληλο του φαρμακείου να την συνοδεύσει. “Δεν θέλω αυτόν” μονολογούσε, “την πολύ μοναξιά θέλω ν΄αποφύγω. Αν δεν προσέξω, θα ξεσυνηθίσω τους ανθρώπους”.
Σταδιακά όμως ξεσυνηθίζει, την καταλαμβάνει μια παράφορη νευρικότητα. Τρελαμένη στην σκέψη ότι θα πεθάνει μόνη, τρέχει γυμνή, στους δρόμους μεσ΄τη βροχή, αποφασισμένη να δοθεί στον πρώτο άντρα που θα συναντήσει. Πέφτει όμως πάνω σε ένα ηλικιωμένο, κουφό. Ντρέπεται για την αντίδρασή της. Μπουσουλώντας επιστρέφει σπίτι της. “Τι μου συμβαίνει; Θα κάνω καμιά τρομερή τρέλα, αν δεν προσέξω”, σκέφτηκε και στρέφοντας το κεφάλι της στον τοίχο, προσπάθησε ν΄αναγκάσει τον εαυτό της να δει γενναία το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι πρέπει να ζήσουν και να πεθάνουν μόνοι τους, ακόμη και στο Ουάνσμπεργκ”.
Στην “Η δύναμη του θεού” ο ιερωμένος Κέρτις Χάρτμαν παραμένει προσκολλημένος στην πίστη του και στην ερωτική του αγνότητα αλλά ξαφνικά γίνεται ηδονοβλεψίας. Στο παγωμένο καμπαναριό, μέσα από ένα άνοιγμα του βιτρώ, μπορεί να βλέπει την κρεβατοκάμαρα της Κέιτ Σουίφτ, της δασκάλας · τελικά σπάει το τζάμι για να αποφύγει τον πειρασμό και τρέχει στο γραφείο του Τζορτζ Ουίλαρντ. “Είμαι λυτρωμένος. Δεν φοβάμαι. Σήκωσε τη ματωμένη γροθιά του για να την δει ο νεαρός. “Έσπασα το τζάμι του παραθύρου, φώναξε. “Τώρα πρέπει να αντικατασταθεί ολόκληρο. Η δύναμη του Θεού μπήκε μέσα μου και το έσπασα με τη γροθιά μου”. Παράλληλα στο δωμάτιο της Κέιτ διαδραματιζόταν άλλη μια ιστορία, ένα δράμα, που δίνεται όμως αποσπασματικά και υπαινικτικά μέσα από τη ματιά του ιερωμένου και εν μέρει του αφηγητή.
Στο “Το ψέμα που δεν ειπώθηκε” ο Ρέι Πήρσον, ένας πενηντάρης αγρότης, κάνει παρέα με τον νεαρό Χάλ Πήτερ που αμφιταλαντεύεται αν θα έπρεπε να παντρευτεί μια κοπέλα που έχει δεσμό μαζί της. Ο Ρέι αναλογίζεται τον εγκλωβισμό του από τον δικό του πρόωρο γάμο του. Γιατί να πρέπει ο Χαλ να υποβληθεί στον ίδιο ζυγό; Πρέπει να τον προειδοποιήσει. Τον ψάχνει τρέχοντας. Αλλά όταν επιστρέφει ο Χαλ λέει στον Ρέι ότι έχει αποφασίσει να παντρευτεί το κορίτσι του.
“Ο Ρέι γέλασε κι αυτός. Ήταν σαν να κορόιδευε τον εαυτό του και όλον τον κόσμο... έκανε στροφή και διέσχισε αργά τους αγρούς όπου είχε αφήσει το σκισμένο παλτό του. Κάποιες αναμνήσει πρέπει να του ήρθαν στο νου, από ευχάριστες βραδιές που είχε περάσει με τα παιδιά του στο ετοιμόρροπο σπίτι δίπλα στην ρεματιά, δι΄ότι μουρμούρισε. ‘το ίδιο κάνει. Ό,τι και να του είχα πει, ψέμματα θα ήταν”. Ύστερα η μορφή του χάθηκε κι αυτή στους σκοτεινούς αγρούς.”
Συγκινητική ιστορία είναι εκείνη ανάμεσα στον Τζορτζ Ουίλαρντ και την Έλεν Γουάιτ, η “Εκλέπτυνση”. Η Έλεν σπούδαζε στο Κλήβελαντ και είχε έρθει στην πόλη της για το πανηγύρι. Συνοδεύεται από έναν συμμαθητή της που δεν την ενδιαφέρει όμως ούτε κι εκείνος σκέφτεται να παντρευτεί μια γυναίκα χωρίς λεφτά. Ο Τζορτζ περιφέρεται μόνος μέσα στο πλήθος, νιώθει περιφρονημένος βλέποντας την Έλεν με τον άλλον, την Έλεν με την οποία παλιά είχαν περπατήσει μαζί και είχαν μιλήσει για τόσα κοινά. Τρέχει να την βρει και να της μιλήσει την ώρα που εκείνη πλήττει με τον σνομπ κοσμοπολίτη συνοδό της. Την ίδια στιγμή κι εκείνη παρατάει την παρέα στο μπαλκόνι και εξαφανίζεται τρέμοντας στο σκοτάδι. Αναζητάει υστερικά τον Τζορτζ και πέφτει πάνω του. Σκαρφαλώνουν σε ένα λόφο. Σκέψεις, ιδέες κι συναισθήματα κορυφώνονται μέσα στην νύχτα, πάνω στον λόφο. Αισθάνονται έναν σεβασμό ο ένας απέναντι στον άλλον. Αρχίζουν να παίζουν, να τρέχουν, να σπρώχνονται.
“Για κάποιο λόγο, δεν θα μπορούσαν και οι ίδιοι να εξηγήσουν το γεγονός ότι είχαν πάρει από την σιωπηλή βραδιά τους αυτό που είχαν ανάγκη. Άντρας ή παιδί, γυναίκα ή κορίτσι, είχαν στην κατοχή τους για μια στιγμή αυτό που κάνει εφικτή την ώριμη ζωή των αντρών και των γυναικών του σύγχρονου κόσμου”.
4.
Ο Άντερσον υπήρξε μέντορας του Φώκνερ · όταν ζούσαν στην Νέα Ορλεάνη, στα μέσα της δεκαετίας το 20, έπεισε τον εκδότη του να βγάλει το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα και μάλιστα του είχε προτείνει να γράψει με σκηνικό τον Μισισίπι. Με την σειρά του ο Φώκνερ του αφιέρωσε το “Σαρτόρις”, το πρώτο μυθιστόρημα του. Η συλλογή διηγημάτων "Go Down, Moses" έχει την δομή του Ουάινσμπεργκ Οχάιο ενώ σε πολλές ιστορίες του αναγνωρίζουμε τους Andersonian "grotesques"που αργότερα θα μεταπηδήσουν και σε αφηγήσεις άλλων συγγραφέων του Νότου. Ο Σκοτ Φιτζέραλντ αποκάλεσε τον Άντερσον “έναν από τους πιο καλούς συγγραφείς στην αγγλική γλώσσα σήμερα”. Το 1951 σε ένα γράμμα του ο Τζον Στάινμπεκ έλεγε "ο Σέργουντ Άντερσον δημιούργησε το σύγχρονο μυθιστόρημα”.
Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ όφειλε πολλά στον Άντερσον μολονότι δεν του έδειξε ευγνωμοσύνη. Ο Άντερσον τον ενθάρρυνε να γράψει πιο ερωτικά αλλά και για τις εμπειρίες του στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα μπορούμε να δούμε την επιρροή του “Ουάινσμπεργκ Οχάιο” στις αλληλένδετες ιστορίες που απαρτίζουν το βιβλίο του Χέμινγουέι “Στην εποχή μας”. Του στάθηκε γενναιόδωρος και ευγενικός ενώ ο ανταγωνιστικός Χέμινγουέι του το ανταπέδωσε παρωδώντας στο μυθιστόρημα "Οι χείμαρροι της άνοιξης" το μυθιστόρημα του Άντερσον “Μαύρο γέλιο”. Έτσι χάλασε και η φιλία τους. Αλλά και ο Φώκνερ στην ιστορία του “Mosquitoes” σάρκασε το ύφος και τη γλώσσα του Άντερσον. Ωστόσο ο Φώκνερ αργότερα συμφιλιώθηκε με τον Άντερσον δηλώνοντας, στην ομιλία της βράβευσης του με Νόμπελ, ότι ο ίδιος και η γενιά του ήταν όλοι τους παιδιά του. Πάντως ο Χέμινγουέι, που του χρώσταγε περισσότερα, δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη.
Πώς ήταν ο Άντερσον; Μόνον μερικές φωτογραφίες του σώζονται, δεν κινηματογραφήθηκε ποτέ ούτε ηχογραφήθηκε η φωνή του. Το 1939 σε ένα γράμμα του ομολογούσε πόσο πιο ευτυχισμένος θα αισθανόταν αν στο υπόλοιπο της ζωής του περνούσε απαρατήρητος ειδικά από εκείνους που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη.
Σήμερα το έργο του Άντερσον μελετάται όσο ποτέ και οι νεότεροι συγγραφείς το θεωρούν χρυσωρυχείο. Έναν αιώνα μετά την έκδοσή του το “Ουάινσμπεριγκ Οχάιο” παραμένει το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο στα σεμινάρια Αμερικανικής λογοτεχνίας με δεύτερο μόνον τον “Υπέροχο Γκάτσμπι”. Αλλά και κατά τη διάρκεια της ζωής του ανάμεσα στους πιο ενθουσιώδεις αναγνώστες του ήταν τα λογοτεχνικά ινδάλματα της επόμενης γενιάς. Παραμένει όμως ένας αινιγματικός συγγραφέας. Ανακαλύπτεις τις δυνατότητες της γραφής του να διεισδύει στην ανθρώπινη ψυχή, στα πιο βαθιά της σκοτάδια, να φέρνει στο φως ανομολόγητα πάθη, πρωτόγνωρα συναισθήματα, να σε οδηγεί σε μονοπάτια αυτογνωσίας. Όμως καμιά φορά αισθάνεσαι και τον υπερβολικό του συναισθηματισμό, την ματαιότητα, μια παθητικότητα που, εκτός από τους ήρωές του, πιθανώς να αντανακλάτο και στην ίδια του την προσωπικότητα. Από την άλλη όλοι αυτοί οι ήρωές του μήπως δεν υπάρχουν και σήμερα σε μέρη αποξενωμένα, άνθρωποι χωρίς πόρους και ιδανικά, νέοι χωρίς όνειρα, εκείνοι που συνεχίζουν να σχολιάζουν και να καταδικάζουν τις ζωές των άλλων; Έλειψε ο βουβός σπαραγμός στις μέρες μας;
Σε ένα πρόσφατο άρθρο του ο Ρέιμοντ Κάρβερ έγραψε: “He was a brave man and a good writer - estimable qualities in these days or any other... Anderson's best work is still good. He might have penned his own epitaph when he wrote, ''I have written a few stories that are like stones laid along the highway. They have solidity and will stay there.''
Bιβλιογραφία
“Ουάινσμπεργκ Οχάιο” εκδόσεις Μέδουσα. Μετάφραση Ανδρέας Αποστολίδης
“Θάνατος στο δάσος”. Εκδόσεις έρμα. Μετάφραση Σπύρος Γιανναράς.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης (2022)
Το έργο του Σέργουντ Άντερσον, “Ουάινσμπεργκ, Οχάιο” αποτελεί αφετηρία για το επονομαζόμενο “Τhe short story cycle”, (“Κύκλος ιστοριών”), το πιο σημαντικό είδος στον 20ο αιώνα της Αμερικανικής λογοτεχνίας που έδωσε την δυνατότητα σε διαφορετικές εθνότητες και μειονότητες να εκφραστούν και να αναδείξουν το φύλο, την εθνικότητα και την ατομικότητα. Σε κάθε κύκλο ιστοριών υπάρχει πάντα ένας συνδετικός κρίκος: η δομή, το ύφος, ένα συμβάν, ένας συγκεκριμένος χαρακτήρας. Στο Ουάινσμπεργκ Οχάιο κυριαρχεί ο τόπος και η φύση, η κωμόπολη, τα συναισθήματα της απώλειας, της αποξένωσης, της αποτυχίας.
Ο Σέργουντ Άντερσον, γιος του Ίργουιν και της ΄Εμμα Άντερσον, γεννήθηκε στο Κάμντεν το 1876. Στα δέκα τέσσερα παράτησε το σχολείο, δούλεψε και άσκησε πολλά ευκαιριακά επαγγέλματα. Μετακόμισε αργότερα στο Σικάγο, δούλεψε στη διαφήμιση και παντρεύτηκε για πρώτη φορά. Πάνω σε μια ψυχοσωματική κρίση παράτησε την δουλειά του, νοσηλεύτηκε και χώρισε. Για πολλά χρόνια έγραφε ιστορίες στον ελεύθερο χρόνο του και έκανε παρέα με συγγραφείς και καλλιτέχνες του κινήματος “Chicago literary renaissance” που άνθησε από το 1912 μέχρι το 1925 και περιελάμβανε στους κόλπους του τους συγγραφείς Θίοντορ Ντράιζερ, Έντγκαρ Λι Μάστερς, Καρλ Σάντμπεργκ κ.α. Ο κριτικός Λ. Μένκεν αναφερόταν στο Σικάγο ως την “λογοτεχνική πρωτεύουσα των ΗΠΑ”.
Ο Άντερσον εξέδωσε τρία βιβλία που απέδειξαν το ταλέντο του, κάποια κρίθηκαν θετικά, όμως το “Ουάινσμπεργκ Οχάιο (1919), ήταν αυτό που έκανε μια μεγάλη αίσθηση. Στην συνέχεια πέρασε λίγους μήνες στην Ευρώπη, όπου συνάντησε την Γερτρούδη Στάιν ενώ έκανε άλλους δύο γάμους που κατέληξαν σε διαζύγιο. Συνέχισε να δημοσιεύει δοκίμια κριτικής και πολιτικής, ημερολόγια και έγραφε μυθοπλασία. Πέθανε το 1940 στην Διώρυγα του Παναμά από περιτονίτιδα καθώς επέστρεφε με την σύζυγό του από ένα ταξίδι στην Νότια Αμερική. Τελικά έζησε και εργάστηκε σε 40-50 διαφορετικά μέρη. Λάτρευε τα ξενοδοχεία. Εμπνεόταν από τους περιστασιακούς πελάτες και άκουγε τις ιστορίες τους.
2.
Ο Σέργουντ Άντερσον πειραματίστηκε περισσότερο με τη φόρμα και σαφώς είχε συναίσθηση ότι ξανοίγεται σε πιο δημιουργικό έδαφος. Δεν ενδιαφερόταν για την πλοκή ούτε του άρεσαν οι ιστορίες με ηθικοπλαστικό στόχο ή άμεσα διασκεδαστικό. Ενδιαφέρεται για τον ρυθμό, την εσωτερική κινητικότητα. Μπορεί οι μεσοδυτικοί χαρακτήρες του να προσδίδουν ένα τοπικό στοιχείο στις ιστορίες του όμως οι καταστάσεις και οι αντιδράσεις τους ξεπερνάνε το τοπικό. Και, παρά την φανερή του προσπάθεια να τους προσδώσει κάθε τόσο διαφορετικά χαρακτηριστικά που να διατηρούν τη μοναδικότητά τους, τελικά οι ομοιότητες υπερέχουν των διαφορών. Το γεγονός ότι υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι στον κόσμο σαν κι αυτούς, τους καθιστά περισσότερο αληθινούς και παγκόσμιους, λιγότερο μυθοπλαστικούς.
Το σκηνικό στο “Ουάινσμπεργκ Οχάιο” είναι τα χωράφια, οι τριγύρω εξοχές, οι λόφοι. Ο κύκλος της παραγωγής στα χωράφια ταυτίζεται με τον κύκλο της ζωής των ανθρώπων, τους δίνει οντότητα, τους ενώνει. Η απειλή προέρχεται από τις αλλαγές στις πόλεις, την βιομηχανοποίηση που είχε ξεκινήσει με ταχύτατους ρυθμούς. Οι περισσότεροι χαρακτήρες στις είκοσι πέντε ιστορίες, αισθάνονται τόσο πολύ εγκλωβισμένοι και αποξενωμένοι που ο Άντερσον τους αποκάλεσε "grotesques." Ήθελε να ονομάσει έτσι και την συλλογή του αλλά ο εκδότης τον απέτρεψε. Το βιβλίο αφιερώνεται στην μητέρα του.
Ο κύκλος ιστοριών του “Ουάινσμπεργκ Οχάιο” ξεκινάει με ένα είδος προλόγου, το κεφάλαιο “The Book of the Grotesque” που απηχεί και το κεντρικό θέμα του βιβλίου. Ένας ηλικιωμένος, που θα μπορούσε να είναι μια περσόνα του ίδιου του συγγραφέα, βρίσκεται ξαπλωμένος στο κρεβάτι του προσπαθώντας να συλλάβει τις μορφές εκείνες, ονειρικές και φανταστικές, για να γράψει το βιβλίο του. Πάντως οι ιστορίες που ακολουθούν δεν υπακούουν στο αρχικό μοτίβο του πρώτου κεφαλαίου γιατί ο συγγραφέας τις αφήνει στη δική της ροή. Πολλές ιστορίες διαδραματίζονται την νύχτα ή τα σκοτεινά απογεύματα, σε κλειστούς, περιφραγμένους, χώρους, σε δωμάτια μοναχικά. Κοινό στοιχείο των περισσότερων ιστοριών είναι η ερωτική αναζήτηση και ταυτότητα, η καταπιεσμένη επιθυμία.
Στο επίκεντρο του βιβλίου βρίσκεται ο Τζορτζ Ουίλαρντ, ο νεαρός δημοσιογράφος και γιος του ξενοδόχου της πόλης. Ο Τζορτζ λαχταράει να μάθει τις ιστορίες των συμπολιτών του, να "μάθει ... τι σκέφτονται οι άνθρωποι, όχι μόνο τι λένε". Είναι είναι ο εξομολόγος και ο γραφιάς της ζωής των άλλων.
Κατά ένα τρόπο το βιβλίο θα μπορούσε και να θεωρηθεί ένα αποσπασματικό μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα μαθητείας καθώς εστιάζει στην ψυχολογική και ηθική ανάπτυξη του βασικού ήρωα. Από ιστορία σε ιστορία ο Ουίλαρντ μεγαλώνει, κατανοώντας περισσότερο τον εαυτό του και τους άλλους τριγύρω του. Περισσότερο από οτιδήποτε, όμως, ο Τζορτζ θέλει να φύγει από την πόλη του. Υπάρχουν ξεχωριστές ιστορίες για την μητέρα του Ουίλαρντ, την Ελίζαμπεθ, και την σχέση της με το γιό στο ‘Μητέρα’ · για την πρώτη ερωτική εμπειρία του στο “Κανείς δεν ξέρει” · την ταπείνωση από έναν ανταγωνιστή στην “Συνειδητοποίηση” · για την σχέση του με τη δασκάλα του Κέιτ Σουίφτ στην “Η δασκάλα”.
Στην ιστορία αυτή η Κέιτ είχε εντοπίσει το συγγραφικό του ταλέντο και τον ενθάρρυνε να γράψει. Τον είχε βρει μια μέρα στο γραφείο του, στην εφημερίδα, και του είπε: “Αν θες να γίνεις συγγραφέας, θα πρέπει να σταματήσεις να παίζεις με τις λέξεις. Τώρα είναι η περίοδος να ζήσεις...δεν πρέπει να γίνεις απλώς ένας μεταπράτης λέξεων. Αυτό που πρέπει να μάθεις είναι τι σκέφτονται οι άνθρωποι, όχι τι λένε”. Τέλος, στην τελευταία ιστορία, “Αναχώρηση” φεύγει από το Ουάινσμπεργκ, κλείνοντας τον κύκλο του στον μικρό τόπο, ανοίγοντας όμως έναν άλλον.
3.
Το “Ουάινσμπεργκ Οχάιο” είναι ένα βιβλίο για τις καταπιεσμένες ζωές και για το «γκροτέσκο» στην ανθρώπινη εμπειρία. Μαρτυρεί μια πλευρά της ζωής που υπάρχει αναμφισβήτητα και την αντιμετωπίζει με συμπάθεια και ανθρωπιά. Μάλιστα ο Άντερσον επέμενε: “What the book says to people is this – “ Here it is. It is like this. This is what the life in America out of which men and women come is like”.
Οι άνθρωποι συνάπτουν σχέσεις, κρύβουν ιστορίες με κλοπές και δολοφονίες, σκέφτονται να σκοτώσουν τους συζύγους τους, θάβουν τις αποταμιεύσεις τους ώστε ούτε καν οι σύζυγοί τους να το αντιληφθούν, δεν μπορούν να ξεφύγουν από το παρελθόν τους ή από την επαρχιακή τους ζωή. Πολλοί χαρακτήρες του βιβλίου πέφτουν θύματα κακοποίησης του άμεσου περιβάλλοντος αλλά και των προσωπικών τους αντιλήψεων.
Ο Ουίνγκ Μπιντλμπάουμ στα “Χέρια” κάθεται στη ετοιμόρροπη βεράντα του. Ο ηλικιωμένος είναι φοβισμένος και τυραννισμένος γιατί δεν θεωρούσε τον εαυτό του μέλος της ζωής της κωμόπολης όπου έμενε επί είκοσι χρόνια. Μόνον στον Τζωρτζ Ουίλαρντ μπορούσε να μιλήσει, περπατώντας μαζί του στον κεντρικό δρόμο. “Μιλούσε πολύ με τα χέρια. Τα λεπτά εκφραστικά του δάχτυλα βρίσκονταν σε αέναη κίνηση · τα είχε διαρκώς κρυμμένα στις τσέπες ή πίσω στην πλάτη του και όταν έβγαιναν σε κοινή θέα μετατρέπονταν σε πιστόνια του εκφραστικού του μηχανισμού”. Πίσω από τη υπερκινητικότητα και το κρύψιμο των χεριών κρυβόταν μια ιστορία, θαμμένη στο παρελθόν, μια κατηγορία για προσέγγιση των μαθητών του στο σχολείο όπου εργαζόταν. Άδικη αλλά ικανή να τον στείλει μακριά για πάντα.
Η Άλις Χίντμαν, στην “Έντονη εμπειρία”, είναι κολλημένη σε έναν άντρα που την εγκατέλειψε και παγιδεύεται σε μια θλιβερή και στερημένη ερωτικά ζωή. Στα δέκα έξι σχετιζόταν με έναν νεαρό, έκαναν σχέδια όμως εκείνος έφυγε για μια καλύτερη θέση στο Κλήβελαντ. Όταν η Άλις επέμενε να τον ακολουθήσει εκείνος την απέτρεψε. Μια μέρα βγήκε στην εξοχή κοιτώντας γύρω της τη φύση και συνειδητοποίησε ότι η σκέψη της δεν θα πιάσει ποτέ το νόημα της ζωής.“Ένιωσε για πρώτη φορά πως την είχαν κοροϊδέψει”. Προσπάθησε να γίνει κάπως πιο κοινωνική, άφησε τον υπάλληλο του φαρμακείου να την συνοδεύσει. “Δεν θέλω αυτόν” μονολογούσε, “την πολύ μοναξιά θέλω ν΄αποφύγω. Αν δεν προσέξω, θα ξεσυνηθίσω τους ανθρώπους”.
Σταδιακά όμως ξεσυνηθίζει, την καταλαμβάνει μια παράφορη νευρικότητα. Τρελαμένη στην σκέψη ότι θα πεθάνει μόνη, τρέχει γυμνή, στους δρόμους μεσ΄τη βροχή, αποφασισμένη να δοθεί στον πρώτο άντρα που θα συναντήσει. Πέφτει όμως πάνω σε ένα ηλικιωμένο, κουφό. Ντρέπεται για την αντίδρασή της. Μπουσουλώντας επιστρέφει σπίτι της. “Τι μου συμβαίνει; Θα κάνω καμιά τρομερή τρέλα, αν δεν προσέξω”, σκέφτηκε και στρέφοντας το κεφάλι της στον τοίχο, προσπάθησε ν΄αναγκάσει τον εαυτό της να δει γενναία το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι πρέπει να ζήσουν και να πεθάνουν μόνοι τους, ακόμη και στο Ουάνσμπεργκ”.
Στην “Η δύναμη του θεού” ο ιερωμένος Κέρτις Χάρτμαν παραμένει προσκολλημένος στην πίστη του και στην ερωτική του αγνότητα αλλά ξαφνικά γίνεται ηδονοβλεψίας. Στο παγωμένο καμπαναριό, μέσα από ένα άνοιγμα του βιτρώ, μπορεί να βλέπει την κρεβατοκάμαρα της Κέιτ Σουίφτ, της δασκάλας · τελικά σπάει το τζάμι για να αποφύγει τον πειρασμό και τρέχει στο γραφείο του Τζορτζ Ουίλαρντ. “Είμαι λυτρωμένος. Δεν φοβάμαι. Σήκωσε τη ματωμένη γροθιά του για να την δει ο νεαρός. “Έσπασα το τζάμι του παραθύρου, φώναξε. “Τώρα πρέπει να αντικατασταθεί ολόκληρο. Η δύναμη του Θεού μπήκε μέσα μου και το έσπασα με τη γροθιά μου”. Παράλληλα στο δωμάτιο της Κέιτ διαδραματιζόταν άλλη μια ιστορία, ένα δράμα, που δίνεται όμως αποσπασματικά και υπαινικτικά μέσα από τη ματιά του ιερωμένου και εν μέρει του αφηγητή.
Στο “Το ψέμα που δεν ειπώθηκε” ο Ρέι Πήρσον, ένας πενηντάρης αγρότης, κάνει παρέα με τον νεαρό Χάλ Πήτερ που αμφιταλαντεύεται αν θα έπρεπε να παντρευτεί μια κοπέλα που έχει δεσμό μαζί της. Ο Ρέι αναλογίζεται τον εγκλωβισμό του από τον δικό του πρόωρο γάμο του. Γιατί να πρέπει ο Χαλ να υποβληθεί στον ίδιο ζυγό; Πρέπει να τον προειδοποιήσει. Τον ψάχνει τρέχοντας. Αλλά όταν επιστρέφει ο Χαλ λέει στον Ρέι ότι έχει αποφασίσει να παντρευτεί το κορίτσι του.
“Ο Ρέι γέλασε κι αυτός. Ήταν σαν να κορόιδευε τον εαυτό του και όλον τον κόσμο... έκανε στροφή και διέσχισε αργά τους αγρούς όπου είχε αφήσει το σκισμένο παλτό του. Κάποιες αναμνήσει πρέπει να του ήρθαν στο νου, από ευχάριστες βραδιές που είχε περάσει με τα παιδιά του στο ετοιμόρροπο σπίτι δίπλα στην ρεματιά, δι΄ότι μουρμούρισε. ‘το ίδιο κάνει. Ό,τι και να του είχα πει, ψέμματα θα ήταν”. Ύστερα η μορφή του χάθηκε κι αυτή στους σκοτεινούς αγρούς.”
Συγκινητική ιστορία είναι εκείνη ανάμεσα στον Τζορτζ Ουίλαρντ και την Έλεν Γουάιτ, η “Εκλέπτυνση”. Η Έλεν σπούδαζε στο Κλήβελαντ και είχε έρθει στην πόλη της για το πανηγύρι. Συνοδεύεται από έναν συμμαθητή της που δεν την ενδιαφέρει όμως ούτε κι εκείνος σκέφτεται να παντρευτεί μια γυναίκα χωρίς λεφτά. Ο Τζορτζ περιφέρεται μόνος μέσα στο πλήθος, νιώθει περιφρονημένος βλέποντας την Έλεν με τον άλλον, την Έλεν με την οποία παλιά είχαν περπατήσει μαζί και είχαν μιλήσει για τόσα κοινά. Τρέχει να την βρει και να της μιλήσει την ώρα που εκείνη πλήττει με τον σνομπ κοσμοπολίτη συνοδό της. Την ίδια στιγμή κι εκείνη παρατάει την παρέα στο μπαλκόνι και εξαφανίζεται τρέμοντας στο σκοτάδι. Αναζητάει υστερικά τον Τζορτζ και πέφτει πάνω του. Σκαρφαλώνουν σε ένα λόφο. Σκέψεις, ιδέες κι συναισθήματα κορυφώνονται μέσα στην νύχτα, πάνω στον λόφο. Αισθάνονται έναν σεβασμό ο ένας απέναντι στον άλλον. Αρχίζουν να παίζουν, να τρέχουν, να σπρώχνονται.
“Για κάποιο λόγο, δεν θα μπορούσαν και οι ίδιοι να εξηγήσουν το γεγονός ότι είχαν πάρει από την σιωπηλή βραδιά τους αυτό που είχαν ανάγκη. Άντρας ή παιδί, γυναίκα ή κορίτσι, είχαν στην κατοχή τους για μια στιγμή αυτό που κάνει εφικτή την ώριμη ζωή των αντρών και των γυναικών του σύγχρονου κόσμου”.
4.
Ο Άντερσον υπήρξε μέντορας του Φώκνερ · όταν ζούσαν στην Νέα Ορλεάνη, στα μέσα της δεκαετίας το 20, έπεισε τον εκδότη του να βγάλει το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα και μάλιστα του είχε προτείνει να γράψει με σκηνικό τον Μισισίπι. Με την σειρά του ο Φώκνερ του αφιέρωσε το “Σαρτόρις”, το πρώτο μυθιστόρημα του. Η συλλογή διηγημάτων "Go Down, Moses" έχει την δομή του Ουάινσμπεργκ Οχάιο ενώ σε πολλές ιστορίες του αναγνωρίζουμε τους Andersonian "grotesques"που αργότερα θα μεταπηδήσουν και σε αφηγήσεις άλλων συγγραφέων του Νότου. Ο Σκοτ Φιτζέραλντ αποκάλεσε τον Άντερσον “έναν από τους πιο καλούς συγγραφείς στην αγγλική γλώσσα σήμερα”. Το 1951 σε ένα γράμμα του ο Τζον Στάινμπεκ έλεγε "ο Σέργουντ Άντερσον δημιούργησε το σύγχρονο μυθιστόρημα”.
Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ όφειλε πολλά στον Άντερσον μολονότι δεν του έδειξε ευγνωμοσύνη. Ο Άντερσον τον ενθάρρυνε να γράψει πιο ερωτικά αλλά και για τις εμπειρίες του στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα μπορούμε να δούμε την επιρροή του “Ουάινσμπεργκ Οχάιο” στις αλληλένδετες ιστορίες που απαρτίζουν το βιβλίο του Χέμινγουέι “Στην εποχή μας”. Του στάθηκε γενναιόδωρος και ευγενικός ενώ ο ανταγωνιστικός Χέμινγουέι του το ανταπέδωσε παρωδώντας στο μυθιστόρημα "Οι χείμαρροι της άνοιξης" το μυθιστόρημα του Άντερσον “Μαύρο γέλιο”. Έτσι χάλασε και η φιλία τους. Αλλά και ο Φώκνερ στην ιστορία του “Mosquitoes” σάρκασε το ύφος και τη γλώσσα του Άντερσον. Ωστόσο ο Φώκνερ αργότερα συμφιλιώθηκε με τον Άντερσον δηλώνοντας, στην ομιλία της βράβευσης του με Νόμπελ, ότι ο ίδιος και η γενιά του ήταν όλοι τους παιδιά του. Πάντως ο Χέμινγουέι, που του χρώσταγε περισσότερα, δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη.
Πώς ήταν ο Άντερσον; Μόνον μερικές φωτογραφίες του σώζονται, δεν κινηματογραφήθηκε ποτέ ούτε ηχογραφήθηκε η φωνή του. Το 1939 σε ένα γράμμα του ομολογούσε πόσο πιο ευτυχισμένος θα αισθανόταν αν στο υπόλοιπο της ζωής του περνούσε απαρατήρητος ειδικά από εκείνους που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη.
Σήμερα το έργο του Άντερσον μελετάται όσο ποτέ και οι νεότεροι συγγραφείς το θεωρούν χρυσωρυχείο. Έναν αιώνα μετά την έκδοσή του το “Ουάινσμπεριγκ Οχάιο” παραμένει το πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο στα σεμινάρια Αμερικανικής λογοτεχνίας με δεύτερο μόνον τον “Υπέροχο Γκάτσμπι”. Αλλά και κατά τη διάρκεια της ζωής του ανάμεσα στους πιο ενθουσιώδεις αναγνώστες του ήταν τα λογοτεχνικά ινδάλματα της επόμενης γενιάς. Παραμένει όμως ένας αινιγματικός συγγραφέας. Ανακαλύπτεις τις δυνατότητες της γραφής του να διεισδύει στην ανθρώπινη ψυχή, στα πιο βαθιά της σκοτάδια, να φέρνει στο φως ανομολόγητα πάθη, πρωτόγνωρα συναισθήματα, να σε οδηγεί σε μονοπάτια αυτογνωσίας. Όμως καμιά φορά αισθάνεσαι και τον υπερβολικό του συναισθηματισμό, την ματαιότητα, μια παθητικότητα που, εκτός από τους ήρωές του, πιθανώς να αντανακλάτο και στην ίδια του την προσωπικότητα. Από την άλλη όλοι αυτοί οι ήρωές του μήπως δεν υπάρχουν και σήμερα σε μέρη αποξενωμένα, άνθρωποι χωρίς πόρους και ιδανικά, νέοι χωρίς όνειρα, εκείνοι που συνεχίζουν να σχολιάζουν και να καταδικάζουν τις ζωές των άλλων; Έλειψε ο βουβός σπαραγμός στις μέρες μας;
Σε ένα πρόσφατο άρθρο του ο Ρέιμοντ Κάρβερ έγραψε: “He was a brave man and a good writer - estimable qualities in these days or any other... Anderson's best work is still good. He might have penned his own epitaph when he wrote, ''I have written a few stories that are like stones laid along the highway. They have solidity and will stay there.''
Bιβλιογραφία
- Winesburg, Ohio. 1919
- The Triumph of the Egg. 1921
- Horses and Men. 1923
- Death in the Woods and Other Stories. 1933
- Certain Things Last: The Selected Stories of Sherwood Anderson. 1992
- Collected Stories (Winesburg, Ohio • The Triumph of the Egg • Horses and Men • Death in the Woods • Uncollected Stories) by Sherwood Anderson. Library of America. 2012
“Ουάινσμπεργκ Οχάιο” εκδόσεις Μέδουσα. Μετάφραση Ανδρέας Αποστολίδης
“Θάνατος στο δάσος”. Εκδόσεις έρμα. Μετάφραση Σπύρος Γιανναράς.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης (2022)