Ο Τομπάιας Γουλφ και το θέατρο της ανθρώπινης τρέλλας
O Tobias Wolff είναι διηγηματογράφος, μυθιστοριογράφος, αυτοβιογραφούμενος, πατέρας, σύζυγος, λάτρης της τζαζ, ορειβάτης, πολυβραβευμένος, νεοφώτιστος πιανίστας, δάσκαλος, μέντορας πολλών νέων συγγραφέων. Το πλήρες όνομά του είναι Tobias Jonathan Ansell Wolff, γεννήθηκε το 1945 στο Μπέρινγχαμ της Αλαμπάμα. Το 1949 χώρισαν οι γονείς του και ο Τομπάιας έφυγε με την μητέρα του στην Πολιτεία Γουάσινγκτον. Ως πρασινοσκούφης υπηρέτησε τέσσερα χρόνια στον αμερικάνικο στρατό. Το 1972 πήρε πτυχίο αγγλικής γλώσσας και λογοτεχνίας. Για ένα μικρό διάστημα διετέλεσε ανταποκριτής της Washington Post. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ όπου συνάντησε τον διηγηματογράφο Ρέιμοντ Κάρβερ με τον οποίο παρέμεναν φίλοι μέχρι τον θάνατο του Κάρβερ.
Η πρώτη συλλογή διηγημάτων του εμφανίστηκε το 1980, “Garden of the North American Martyrs” που έγινε δεκτή με πολύ θετικές κριτικές. Το 1981, άρχισε να διδάσκει δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο Σίρακιουζ της Νέας Υόρκης. Η νουβέλα “The Barrack’s Thief” (“Ο κλέφτης του στρατοπέδου”, ΠΟΛΙΣ) κέρδισε το PEN/Faulkner Award το 1985. Η θαυμάσια νουβέλα είχε πρωτοδημοσιευτεί το 1983 στο περιοδικό «Granta», στο τεύχος «Dirty Realism», μαζί με τα πιο οργισμένα ονόματα της αμερικανικής πεζογραφίας όπως ο Ρέιμοντ Κάρβερ, ο Ρίτσαρντ Φορντ, η Τζέιν Αν Φίλιπς.
Το 1985 κυκλοφόρησε η δεύτερη συλλογή του “Back in the World”. Όχι τόσο πετυχημένη όσο η πρώτη και συνέχισε το 1989 με το “This Boy’s Life” ένα βιβλίο για τα παιδικά του χρόνια με τη μητέρα και τον πατριό του. Το 1994 συνέχισε με την αυτοβιογραφία του “In Pharaoh’s Army: Memories of the Lost War” όπου ξεχωρίζουν οι εξαιρετικές αφηγηματικές του ικανότητες. Το “Night in Question” είναι η τρίτη του συλλογή το 1996 όπου συνεχίζεται η θεματολογία που ξεκίνησε να διερευνά στις μυθοπλασίες του και μη. Ακολούθησαν πολλά βραβεία και υποτροφίες ενώ ανεξάρτητα διηγήματα έχουν εμφανιστεί σε διάφορες ανθολογίες.
Ο Τομπάιας Γουλφ βραβεύτηκε τρεις φορές με το βραβείο «O.Henry», το σημαντικότερο αμερικανικό βραβείο διηγήματος. Στα ελληνικά διαβάσαμε, το 1993, στο περιοδικό «ΡΕΥΜΑΤΑ» του Ντίνου Σιώτη ένα άρθρο του Τομπάιας Γουλφ για τον Ρέιμοντ Κάρβερ, ενώ το 1996, ο υπογράφων, μετέφρασε το διήγημα «Σωφροσύνη» του Γουλφ για το ίδιο περιοδικό. Το 2010 στο περιοδικό (δε) κατα του ιδίου εκδότη μεταφράστηκε από τον Δημήτρη Αθηνάκη το διήγημα “Αναμένοντας διαταγάς” στο αφιέρωμα του ελληνικού περιοδικού.
Στο 10ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης (2008), στην «Επιχείρηση γυρισμός», ένα ντοκιμαντέρ για τον πόλεμο του Ιράκ, μιλούσαν βετεράνοι πολέμων και ανάμεσά του ο Τομπάιας Γουλφ, αφού στο δεύτερο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «In Pharaoh’s Army» περιγράφει το τετραετές του πέρασμα στον πόλεμου του Βιετνάμ. Το 2003 εξέδωσε το «Παλιό σχολείο», ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα (εκδ. ΠΟΛΙΣ).
Το βασικό χαρακτηριστικό των διηγημάτων είναι η έμφαση όχι τόσο στην πλοκή όσο στον χαρακτήρα και τις εσωτερικές διεργασίες τους. Οι επιρροές του είναι οι μεγάλοι μοντερνιστές του εικοστού αιώνα, ο Tζόις, ο Άντερσον και ο Χέμινγουέϊ—αλλά κυρίως ο Τσέχωφ, ο “πατέρας του σύγχρονου διηγήματος”.
Τον αποκάλεσαν «Αμερικανό Τσέχωφ» και όχι άδικα, αφού ο Τομπάιας Γουλφ εξέδωσε έναν τόμο με τις καλύτερες αγγλικές μεταφράσεις των διηγημάτων του Τσέχωφ, το “A Doctor’s Visit: Short Stories by Anton Chekhov”, και δίδαξε τον Ρώσο συγγραφέα στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.
Ο Γουλφ ανήκει στην περίοδο της σύγχρονης αναγέννησης του Αμερικανικού διηγήματος που άρχισε το 1970 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Αυτή η αναζοπύρωση -που περιλαμβάνει διηγηματογράφους σαν τον Ρέιμοντ Κάρβερ, την Aν Μπίτι κ.α- ξαναφέρνουν το διήγημα σε μια μεταμοντέρνα διάσταση, με ιστορίες καθημερινές και με χαρακτήρες που επιτρέπουν στον αναγνώστη να ταυτιστεί μαζί τους. Επιπρόσθετα, εντασσόμενοι στο κίνημα του “βρώμικου ρεαλισμού”, οι ήρωες κινούνται στο περιθώριο της κοινωνίας, είναι εργάτες, εγκληματίες και αλκοολικοί.
Η μυθοπλασία του Γουλφ είναι κυρίως ρεαλιστική, εμπλέκεται στις ψυχολογικές διεργασίες και τα διλήμματα του πρωταγωνιστή, επικεντρώνεται πάνω σε μικρές, ιδιωτικές, στιγμές, στις μεταμορφώσεις και τις εσωτερικές αλλαγές. Χαμηλόφωνες αφηγήσεις που αναγκάζουν τον αναγνώστη να επικεντρωθεί σε μικρές λεπτομέρειες που θα βοηθήσουν στην κατανόηση μιας ιστορίας-στη δική του εκδοχή.
Πέρα από τις ορατές λογοτεχνικές επιρροές στη δουλειά του-τα διηγήματα του Τσέχωφ, του Χέμινγουέϊ και του Τσίβερ- (για να πούμε τους πιο σημαντικούς), υπάρχουν και άλλοι παράμετροι που καθορίζουν το έργο του. Μέσα στους δύο αυτοβιογραφικούς του τόμους εντοπίζονται όλα εκείνα τα στοιχεία που μεταπηδούν και στην μυθοπλασία: η κατακερματισμένη παιδική ηλικία και η σχέση του με τον πατέρα του του έδωσαν τη δυνατότητα να τα χρησιμοποιήσει τη μυθοπλασία του για να εξερευνήσει την αποξένωση, τη φύση του ψέματος και της φαντασίας και τα βασικά θεμέλια των ανθρωπίνων σχέσεων: γιοι με πατέρες, σύζυγοι με συζύγους, αδέρφια με αδέρφια.
Ο καθολικισμός του Γουλφ μπορεί να αποτελέσει άλλη μια πηγή ερμηνείας μέρους βέβαια του έργου του. Μερικές φορές οι ιστορίες του θυμίζουν παραβολές. Σαν ιερεμιάδες, προειδοποιούν το κοινό για τις διαβρωτικές συνέπειες του εγωισμού, όταν δεν λαμβάνει υπόψη τις βασικές ευθύνες και τα καθήκοντά του απέναντι στους πιο αδύναμους και πιο ευάλωτους σε έναν υλιστικό και φτωχά πνευματικό κόσμο. Τέλος, ο Γουλφ, έχει επηρεαστεί από την θητεία του στο Βιετνάμ. Αρκετές ιστορίες του επικεντρώνονται σε στρατιώτες πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Τα διηγήματα
Στην συλλογή διηγημάτων “Η χαρά του πολεμιστή” οι δύο μεταφραστές, Τάσος Αναστασίου και Γιάννης Παλαβός, επιλέγουν από διαφορετικές συλλογές κάποιες ιστορίες όπου κυριαρχούν τα παραπάνω χαρακτηριστικά που αναφέραμε. Καταθλιπτικοί, κυνικοί, απελπισμένοι, χαρακτήρες, που βγαίνουν από τα όρια της κοινωνικής πραγματικότητας, ζούνε μετατοπισμένοι στα άκρα.
Στο διήγημα “Κυνηγοί στο χιόνι”, μια παρέα φίλων εξορμά για κυνήγι που καταλήγει στον φόνο του ενός, μια ανεξήγητη πράξη. Η αναλγησία, η βαθιά τους αδιαφορία για τον άλλον δεν τους αφήνει ακόμη και να βρουν τον δρόμο για το νοσοκομείο. Δεν λένε ποτέ την αλήθεια, δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον μεταξύ τους, κουβαλάνε κοινωνικά τραύματα, αβοήθητοι, βυθισμένοι στο ποτό και στον παράλογο κόσμο τους.
Στο “Ένα επεισόδιο από τη ζωή του καθηγητή Μπρουκ”, ένας ασυμβίβαστος και καθ΄ όλα τυπικός καθηγητής, κριτής και επικριτής των πάντων, απατά τη γυναίκα του και, προκειμένου να εξασφαλίσει την αποδοχή στην υποκρισία, υπαναχωρεί.
Στο διήγημα “Ο ψεύτης”, παρμένο από την συλλογή “In the Garden of the North American Martyrs”, πρωταγωνιστής είναι ο Τζέιμς, που βιώνει μια αποκάλυψη. Οι γονείς του είναι εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες. Ο Τζέιμς λατρεύει τον πατέρα του για τον κυνισμό του και τις εξυπνάδες του πίσω από τις οποίες ο αναγνώστης αναγνωρίζει ότι είναι ο φόβος να αναλάβει τις ευθύνες του. Γενικά ο πατέρας ανοίγει συζητήσεις στο τραπέζι ενώ, η μητέρα κάθεται χαμένη χωρίς να επικοινωνεί σε όσα ακούγονται. Είναι μια αφοσιωμένη καθολική, απολαμβάνει την πίστη της μέσω της τήρησης της θρησκευτικής τελετουργίας και της αφοσίωσης. Δεν θεωρεί την εξυπνάδα αρετή και παραμένει ευτυχώς παθητική και μεταμελημένη. Μετά τον θάνατο του πατέρα του ο Τζέιμς αρχίζει να λέει ψέμματα που πάντα έχουν μέσα θανατερά και άρρωστα στοιχεία ενώ φτάνει να στέλνει γράμματα αναπαράγοντας τα ψεύδη αυτά. Η μητέρα, που κάποτε προσπάθησε να απομακρύνει τον σύζυγό από τον άκρατο εγωισμό του προτείνοντάς του να συμμετάσχει σε ομάδες ακτιβιστών, τον φαντάζεται να τραγουδά αρμονικά σε μια χορωδία—να συμμετέχει σε μια ομάδα να μην σκέφτεται μόνον τον εαυτό του. Πιστεύει ότι με τέτοιες κινήσεις θα μετριάσει τον κυνισμό που έχει πάρει από τον πατέρα του. Όμως ο μικρός δεν εντάσσεται στην χορωδία. Έρχεται πάντως μια αποκαλυπτική στιγμή για τον Τζέιμς όταν αντιλαμβάνεται ότι η μητέρα του μπορεί να δει τα πράγματα πιο συγκροτημένα. Και όταν βρίσκεται μέσα σε ένα λεωφορείο για να επισκεφτεί τον αδελφό του, μεταστρέφεται, αρχίζει πάλι να λέει ψέμματα, αλλά όχι νοσηρές ιστορίες. Μιλάει για ανθρώπους που βοήθησε, μοναχικούς και απροστάτευτους. Είναι λόγια που βασίζονται πάνω στις συζητήσεις με τον πατέρα του και στα δικά τους λογοπαίγνια. Όταν οι επιβάτες του ζητάνε να τραγουδήσει σε μια από τις γλώσσες που ισχυρίζεται ότι γνωρίζει, τους ενθουσιάζει κι ας μην αναγνωρίζουν σε ποια γλώσσα τραγουδάει. Θα λέγαμε ότι το λεωφορείο αντικαθιστά την εκκλησία αλλά τώρα ο Τζέιμς τραγουδάει μόνος.
“Η διπλανή μου ακούμπησε στην πλάτη του καθίσματός της, έκλεισε τα μάτια της και σιγά σιγά τη μιμήθηκαν και οι υπόλοιποι, καθώς με άκουγαν να τους τραγουδώ σε μια γλώσσα που σίγουρα ήταν αρχαία και ιερή.
Στη “Χαρά του πολεμιστή” το τραύμα του Βιετνάμ -χρόνια μετά- καθορίζει την συμπεριφορά των στρατιωτών · μέθυσοι, παράλογοι, με ένα όπλο στο χέρι, όπλα στα σπίτια, στα συρτάρια, έτοιμα να αφοπλιστούν. Άνθρωποι χωρίς φίλους, με διαλυμένες οικογένειες. Προβληματικοί χαρακτήρες που νοσταλγούν τις μέρες του Βιετνάμ γιατί: “ Ήξερες τα απαραίτητα και ξεχνούσες όλα τ΄άλλα...Δεν είχες χρόνο να κάθεσαι ν΄ασχολείσαι με τον εαυτούλη σου...”
Η γραφή του Γουλφ μας κάνει να αναγνωρίσουμε εκείνες τις πτυχές του εαυτού μας που είναι πιο δύσκολο να ομολογήσουμε: τον εγωισμό μας, την περηφάνια μας, τη δειλία μας. Αλλά φέρνει επίσης στο φως τις δυνατότητές μας για αυτοκατανόηση και συμπόνια – την αυτογνωσία που προέρχεται από χρόνια ειλικρινούς ενδοσκόπησης, από την επιθυμία να κατανοήσουμε τις αποφάσεις που διαμορφώνουν τη ζωή μας.
Για την οξυδέρκεια και ευφυία και τη βαθιά κατανόηση του για την ανθρωπότητα, όπως είπαμε, έχει συγκριθεί με τον Τσέχοφ. Είναι επίσης Τσεχοφικός, με την υπέροχη απλότητα της γλώσσας του και με τον τρόπο που το πλάσιμο των χαρακτήρων του δίνει μορφή στις αφηγήσεις του.
Είναι ένας ακούραστος γραφιάς, αναθεωρεί, διορθώνει, πάντα πιστός στη διαδικασία της συγγραφής.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Η πρώτη συλλογή διηγημάτων του εμφανίστηκε το 1980, “Garden of the North American Martyrs” που έγινε δεκτή με πολύ θετικές κριτικές. Το 1981, άρχισε να διδάσκει δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο Σίρακιουζ της Νέας Υόρκης. Η νουβέλα “The Barrack’s Thief” (“Ο κλέφτης του στρατοπέδου”, ΠΟΛΙΣ) κέρδισε το PEN/Faulkner Award το 1985. Η θαυμάσια νουβέλα είχε πρωτοδημοσιευτεί το 1983 στο περιοδικό «Granta», στο τεύχος «Dirty Realism», μαζί με τα πιο οργισμένα ονόματα της αμερικανικής πεζογραφίας όπως ο Ρέιμοντ Κάρβερ, ο Ρίτσαρντ Φορντ, η Τζέιν Αν Φίλιπς.
Το 1985 κυκλοφόρησε η δεύτερη συλλογή του “Back in the World”. Όχι τόσο πετυχημένη όσο η πρώτη και συνέχισε το 1989 με το “This Boy’s Life” ένα βιβλίο για τα παιδικά του χρόνια με τη μητέρα και τον πατριό του. Το 1994 συνέχισε με την αυτοβιογραφία του “In Pharaoh’s Army: Memories of the Lost War” όπου ξεχωρίζουν οι εξαιρετικές αφηγηματικές του ικανότητες. Το “Night in Question” είναι η τρίτη του συλλογή το 1996 όπου συνεχίζεται η θεματολογία που ξεκίνησε να διερευνά στις μυθοπλασίες του και μη. Ακολούθησαν πολλά βραβεία και υποτροφίες ενώ ανεξάρτητα διηγήματα έχουν εμφανιστεί σε διάφορες ανθολογίες.
Ο Τομπάιας Γουλφ βραβεύτηκε τρεις φορές με το βραβείο «O.Henry», το σημαντικότερο αμερικανικό βραβείο διηγήματος. Στα ελληνικά διαβάσαμε, το 1993, στο περιοδικό «ΡΕΥΜΑΤΑ» του Ντίνου Σιώτη ένα άρθρο του Τομπάιας Γουλφ για τον Ρέιμοντ Κάρβερ, ενώ το 1996, ο υπογράφων, μετέφρασε το διήγημα «Σωφροσύνη» του Γουλφ για το ίδιο περιοδικό. Το 2010 στο περιοδικό (δε) κατα του ιδίου εκδότη μεταφράστηκε από τον Δημήτρη Αθηνάκη το διήγημα “Αναμένοντας διαταγάς” στο αφιέρωμα του ελληνικού περιοδικού.
Στο 10ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης (2008), στην «Επιχείρηση γυρισμός», ένα ντοκιμαντέρ για τον πόλεμο του Ιράκ, μιλούσαν βετεράνοι πολέμων και ανάμεσά του ο Τομπάιας Γουλφ, αφού στο δεύτερο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «In Pharaoh’s Army» περιγράφει το τετραετές του πέρασμα στον πόλεμου του Βιετνάμ. Το 2003 εξέδωσε το «Παλιό σχολείο», ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα (εκδ. ΠΟΛΙΣ).
Το βασικό χαρακτηριστικό των διηγημάτων είναι η έμφαση όχι τόσο στην πλοκή όσο στον χαρακτήρα και τις εσωτερικές διεργασίες τους. Οι επιρροές του είναι οι μεγάλοι μοντερνιστές του εικοστού αιώνα, ο Tζόις, ο Άντερσον και ο Χέμινγουέϊ—αλλά κυρίως ο Τσέχωφ, ο “πατέρας του σύγχρονου διηγήματος”.
Τον αποκάλεσαν «Αμερικανό Τσέχωφ» και όχι άδικα, αφού ο Τομπάιας Γουλφ εξέδωσε έναν τόμο με τις καλύτερες αγγλικές μεταφράσεις των διηγημάτων του Τσέχωφ, το “A Doctor’s Visit: Short Stories by Anton Chekhov”, και δίδαξε τον Ρώσο συγγραφέα στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.
Ο Γουλφ ανήκει στην περίοδο της σύγχρονης αναγέννησης του Αμερικανικού διηγήματος που άρχισε το 1970 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Αυτή η αναζοπύρωση -που περιλαμβάνει διηγηματογράφους σαν τον Ρέιμοντ Κάρβερ, την Aν Μπίτι κ.α- ξαναφέρνουν το διήγημα σε μια μεταμοντέρνα διάσταση, με ιστορίες καθημερινές και με χαρακτήρες που επιτρέπουν στον αναγνώστη να ταυτιστεί μαζί τους. Επιπρόσθετα, εντασσόμενοι στο κίνημα του “βρώμικου ρεαλισμού”, οι ήρωες κινούνται στο περιθώριο της κοινωνίας, είναι εργάτες, εγκληματίες και αλκοολικοί.
Η μυθοπλασία του Γουλφ είναι κυρίως ρεαλιστική, εμπλέκεται στις ψυχολογικές διεργασίες και τα διλήμματα του πρωταγωνιστή, επικεντρώνεται πάνω σε μικρές, ιδιωτικές, στιγμές, στις μεταμορφώσεις και τις εσωτερικές αλλαγές. Χαμηλόφωνες αφηγήσεις που αναγκάζουν τον αναγνώστη να επικεντρωθεί σε μικρές λεπτομέρειες που θα βοηθήσουν στην κατανόηση μιας ιστορίας-στη δική του εκδοχή.
Πέρα από τις ορατές λογοτεχνικές επιρροές στη δουλειά του-τα διηγήματα του Τσέχωφ, του Χέμινγουέϊ και του Τσίβερ- (για να πούμε τους πιο σημαντικούς), υπάρχουν και άλλοι παράμετροι που καθορίζουν το έργο του. Μέσα στους δύο αυτοβιογραφικούς του τόμους εντοπίζονται όλα εκείνα τα στοιχεία που μεταπηδούν και στην μυθοπλασία: η κατακερματισμένη παιδική ηλικία και η σχέση του με τον πατέρα του του έδωσαν τη δυνατότητα να τα χρησιμοποιήσει τη μυθοπλασία του για να εξερευνήσει την αποξένωση, τη φύση του ψέματος και της φαντασίας και τα βασικά θεμέλια των ανθρωπίνων σχέσεων: γιοι με πατέρες, σύζυγοι με συζύγους, αδέρφια με αδέρφια.
Ο καθολικισμός του Γουλφ μπορεί να αποτελέσει άλλη μια πηγή ερμηνείας μέρους βέβαια του έργου του. Μερικές φορές οι ιστορίες του θυμίζουν παραβολές. Σαν ιερεμιάδες, προειδοποιούν το κοινό για τις διαβρωτικές συνέπειες του εγωισμού, όταν δεν λαμβάνει υπόψη τις βασικές ευθύνες και τα καθήκοντά του απέναντι στους πιο αδύναμους και πιο ευάλωτους σε έναν υλιστικό και φτωχά πνευματικό κόσμο. Τέλος, ο Γουλφ, έχει επηρεαστεί από την θητεία του στο Βιετνάμ. Αρκετές ιστορίες του επικεντρώνονται σε στρατιώτες πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Τα διηγήματα
Στην συλλογή διηγημάτων “Η χαρά του πολεμιστή” οι δύο μεταφραστές, Τάσος Αναστασίου και Γιάννης Παλαβός, επιλέγουν από διαφορετικές συλλογές κάποιες ιστορίες όπου κυριαρχούν τα παραπάνω χαρακτηριστικά που αναφέραμε. Καταθλιπτικοί, κυνικοί, απελπισμένοι, χαρακτήρες, που βγαίνουν από τα όρια της κοινωνικής πραγματικότητας, ζούνε μετατοπισμένοι στα άκρα.
Στο διήγημα “Κυνηγοί στο χιόνι”, μια παρέα φίλων εξορμά για κυνήγι που καταλήγει στον φόνο του ενός, μια ανεξήγητη πράξη. Η αναλγησία, η βαθιά τους αδιαφορία για τον άλλον δεν τους αφήνει ακόμη και να βρουν τον δρόμο για το νοσοκομείο. Δεν λένε ποτέ την αλήθεια, δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον μεταξύ τους, κουβαλάνε κοινωνικά τραύματα, αβοήθητοι, βυθισμένοι στο ποτό και στον παράλογο κόσμο τους.
Στο “Ένα επεισόδιο από τη ζωή του καθηγητή Μπρουκ”, ένας ασυμβίβαστος και καθ΄ όλα τυπικός καθηγητής, κριτής και επικριτής των πάντων, απατά τη γυναίκα του και, προκειμένου να εξασφαλίσει την αποδοχή στην υποκρισία, υπαναχωρεί.
Στο διήγημα “Ο ψεύτης”, παρμένο από την συλλογή “In the Garden of the North American Martyrs”, πρωταγωνιστής είναι ο Τζέιμς, που βιώνει μια αποκάλυψη. Οι γονείς του είναι εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες. Ο Τζέιμς λατρεύει τον πατέρα του για τον κυνισμό του και τις εξυπνάδες του πίσω από τις οποίες ο αναγνώστης αναγνωρίζει ότι είναι ο φόβος να αναλάβει τις ευθύνες του. Γενικά ο πατέρας ανοίγει συζητήσεις στο τραπέζι ενώ, η μητέρα κάθεται χαμένη χωρίς να επικοινωνεί σε όσα ακούγονται. Είναι μια αφοσιωμένη καθολική, απολαμβάνει την πίστη της μέσω της τήρησης της θρησκευτικής τελετουργίας και της αφοσίωσης. Δεν θεωρεί την εξυπνάδα αρετή και παραμένει ευτυχώς παθητική και μεταμελημένη. Μετά τον θάνατο του πατέρα του ο Τζέιμς αρχίζει να λέει ψέμματα που πάντα έχουν μέσα θανατερά και άρρωστα στοιχεία ενώ φτάνει να στέλνει γράμματα αναπαράγοντας τα ψεύδη αυτά. Η μητέρα, που κάποτε προσπάθησε να απομακρύνει τον σύζυγό από τον άκρατο εγωισμό του προτείνοντάς του να συμμετάσχει σε ομάδες ακτιβιστών, τον φαντάζεται να τραγουδά αρμονικά σε μια χορωδία—να συμμετέχει σε μια ομάδα να μην σκέφτεται μόνον τον εαυτό του. Πιστεύει ότι με τέτοιες κινήσεις θα μετριάσει τον κυνισμό που έχει πάρει από τον πατέρα του. Όμως ο μικρός δεν εντάσσεται στην χορωδία. Έρχεται πάντως μια αποκαλυπτική στιγμή για τον Τζέιμς όταν αντιλαμβάνεται ότι η μητέρα του μπορεί να δει τα πράγματα πιο συγκροτημένα. Και όταν βρίσκεται μέσα σε ένα λεωφορείο για να επισκεφτεί τον αδελφό του, μεταστρέφεται, αρχίζει πάλι να λέει ψέμματα, αλλά όχι νοσηρές ιστορίες. Μιλάει για ανθρώπους που βοήθησε, μοναχικούς και απροστάτευτους. Είναι λόγια που βασίζονται πάνω στις συζητήσεις με τον πατέρα του και στα δικά τους λογοπαίγνια. Όταν οι επιβάτες του ζητάνε να τραγουδήσει σε μια από τις γλώσσες που ισχυρίζεται ότι γνωρίζει, τους ενθουσιάζει κι ας μην αναγνωρίζουν σε ποια γλώσσα τραγουδάει. Θα λέγαμε ότι το λεωφορείο αντικαθιστά την εκκλησία αλλά τώρα ο Τζέιμς τραγουδάει μόνος.
“Η διπλανή μου ακούμπησε στην πλάτη του καθίσματός της, έκλεισε τα μάτια της και σιγά σιγά τη μιμήθηκαν και οι υπόλοιποι, καθώς με άκουγαν να τους τραγουδώ σε μια γλώσσα που σίγουρα ήταν αρχαία και ιερή.
Στη “Χαρά του πολεμιστή” το τραύμα του Βιετνάμ -χρόνια μετά- καθορίζει την συμπεριφορά των στρατιωτών · μέθυσοι, παράλογοι, με ένα όπλο στο χέρι, όπλα στα σπίτια, στα συρτάρια, έτοιμα να αφοπλιστούν. Άνθρωποι χωρίς φίλους, με διαλυμένες οικογένειες. Προβληματικοί χαρακτήρες που νοσταλγούν τις μέρες του Βιετνάμ γιατί: “ Ήξερες τα απαραίτητα και ξεχνούσες όλα τ΄άλλα...Δεν είχες χρόνο να κάθεσαι ν΄ασχολείσαι με τον εαυτούλη σου...”
Η γραφή του Γουλφ μας κάνει να αναγνωρίσουμε εκείνες τις πτυχές του εαυτού μας που είναι πιο δύσκολο να ομολογήσουμε: τον εγωισμό μας, την περηφάνια μας, τη δειλία μας. Αλλά φέρνει επίσης στο φως τις δυνατότητές μας για αυτοκατανόηση και συμπόνια – την αυτογνωσία που προέρχεται από χρόνια ειλικρινούς ενδοσκόπησης, από την επιθυμία να κατανοήσουμε τις αποφάσεις που διαμορφώνουν τη ζωή μας.
Για την οξυδέρκεια και ευφυία και τη βαθιά κατανόηση του για την ανθρωπότητα, όπως είπαμε, έχει συγκριθεί με τον Τσέχοφ. Είναι επίσης Τσεχοφικός, με την υπέροχη απλότητα της γλώσσας του και με τον τρόπο που το πλάσιμο των χαρακτήρων του δίνει μορφή στις αφηγήσεις του.
Είναι ένας ακούραστος γραφιάς, αναθεωρεί, διορθώνει, πάντα πιστός στη διαδικασία της συγγραφής.
Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Links
Διηγήματα δημοσιευμένα στο New Yorker
https://www.newyorker.com/contributors/tobias-wolff
GRANTA 1st issue (Βρώμικος ρεαλισμός)
https://granta.com/products/granta-1-new-american-writing/
https://www.newyorker.com/contributors/tobias-wolff
GRANTA 1st issue (Βρώμικος ρεαλισμός)
https://granta.com/products/granta-1-new-american-writing/