Dorothy Parker
Βιτριόλι και οξυδέρκεια - ένα βασανισμένο, αυθεντικά ελεύθερο πνεύμα.
(φωτογραφία: πορτρέτο της συγγραφέα από τον μεγάλο Αμερικανό φωτογράφο του 20ου αιώνα Richard Avedon, 1958.)
Dorothy Parker, για τους γνωστούς και φίλους Dottie. Μεγάλη διηγηματογράφος, σπουδαία ατακαδόρος, πολύ ενδιαφέρον βίος, στο μεταίχμιο της νέας εποχής του ανθρώπου, με τις ευκαιρίες αλλά και τα παράξενα βάρη που είχε η ευμάρεια και η καλή ζωή, την οποία έφεραν ο καπιταλισμός και η τεχνολογική πρόοδος.
Χαρακτηρίζεται από κάτι πολύ ξεχωριστό, που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε συνοπτικά ότι αποτελεί «οργανική συγγραφέα». Διαβάζοντας για την ζωή της, διαπιστώνει κανείς πως η παραγωγή της ήταν πάντοτε απόρροια των συνθηκών της καθημερινότητάς. Δεν είχε δηλαδή ζητούμενο ή στρατηγική να γράφει ένα βιβλίο, λόγου χάρη, κάθε δύο χρόνια. Επίσης, μάλλον δεν είχε και μακρόπνοη μέθοδο ή ιδιαίτερη εργατικότητα. Ήταν κάπως σαν η ζωή της να γινόταν το χώμα πάνω στο οποίο άνθιζε η δημιουργικότητά της. Εξ ου και έχει πολλές και διαφορετικές εκδοχές η γραφή της. Ποίηση, και μάλιστα αξιώσεων, αλλά και επιτυχημένη εμπορικά, διηγήματα βεβαίως, σενάρια, και εκατοντάδες κριτικές βιβλίων αλλά και θεατρικών παραστάσεων. Ό,τι φαινόταν να είναι πιο προσοδοφόρο, αυτό γινόταν και ασχολία της. Μέχρι κάτι επόμενο να την ενθουσιάσει- ή να της δώσει το απαραίτητο μεροκάματο.
Σε αντίθεση με πολλούς, και πολύ πιο διάσημους όσο ζούσαν συγγραφείς της γενιάς της, που πουλούσαν εκατομμύρια αντίτυπα και τώρα έχουν ξεχαστεί σχεδόν εντελώς, παραμένει πολύ ευπώλητη. Ενώ είναι πάρα πολύ γνωστή για τις βιτριολικές της ατάκες, που μπορούμε να πούμε ότι έχουν πια "μπει" στην Αμερικανική ψυχοσύνθεση, και συν-δημιουργούν αυτό που γνωρίζουμε ως Αμερικανικό πνεύμα. (Με τον ίδιο τρόπο που καθορίζει την Βρετανικότητα ο Όσκαρ Ουάιλντ – ο έτερος του ζεύγους των μεγάλων ατακαδόρων.)
Αυτό βέβαια, αποτελεί και ένα πιθανό πρόβλημα. Το πολύ βαθύ της ρίζωμα στην εποχή της, η γλώσσα της, σπαρταριστή, σε απόλυτη συνάφεια με το παρόν, το χιούμορ της, τα εναύσματά της που ήταν πάρα πολύ επίκαιρα, την κάνουνε να ακούγεται πολύ επικεντρωμένη στο τότε. Χρειάζεται να έχεις λίγο πιο πολλή προσοχή για να διακρίνεις την διαχρονικότητά της, που είναι όμως αδιαμφισβήτητη – ειδικά στις ιστορίες της. Δεν είναι πολλές, 55, και όμως, αρκούν για να της εξασφαλίσουν μια θέση στο πάνθεον των μεγαλύτερων διηγηματογράφων του 20 αιώνα, και των μεγαλύτερων Αμερικανών συγγραφέων.
Θεωρείται πως είναι εκείνη που εφηύρε το New Yorker short story, την κάπως αβρή, ήπια στις εκφράσεις, αλλά βαθιά (δια)ταραγμένη, μεγαλοαστική και μελαγχολική αφήγηση που αργότερα ο Τσίβερ και ο Σάλιντζερ απογείωσαν. Δεν την τελειοποίησαν, το ίδιο καλά διηγήματα με εκείνους έγραφε η Dottie, και μάλιστα 20, 30 χρόνια νωρίτερα, όμως ήταν άντρες, και ήταν και πολύ πιο σοβαροφανείς, άρα πήραν τα εύσημα περισσότερο...
Η ζωή της.
Γεννήθηκε το 1893. Ήταν κόρη εύπορης οικογένειας, ο μπαμπάς της ήταν επιχειρηματίας, κατασκεύαζε γούνινα παλτά, αλλά δυστυχώς έχασε την γυναίκα του και μητέρα της Dorothy, το 1898. Ξαναπαντρεύτηκε. Η μητριά της ήταν μια γυναίκα που βασάνιζε την ψυχοκόρη της, σύμφωνα με τις αφηγήσεις της Dottie, μόνο που αργότερα ο βιογράφος της διαπίστωσε πως μάλλον συνέβαινε το αντίθετο. Η Dorothy ήταν πολύ αρνητική στην νέα σύζυγο του πατέρα. Όπως και να έχει, και η θετή μητέρα πέθανε νέα. Λίγο μετά, το 1913, όταν βυθίστηκε ο Τιτανικός, ένας από τους επιβάτες ήταν ο αγαπημένος αδελφός του πατέρα της, που δεν βρέθηκε ποτέ. Ο μπαμπάς δεν άντεξε το πλήγμα, αρρώστησε και σε ένα χρόνο πέθανε και αυτός.
Η Dorothy ήταν γύρω στα 20 – ο πατέρας δεν της άφησε κάποιο εισόδημα, έτσι ξεκίνησε να παίζει πιάνο σε σχολές χορού. Ήταν πολύ καλή δουλειά, εκείνη την εποχή. Ταυτόχρονα έστελνε γραπτά της σε περιοδικά, ελπίζοντας να δημοσιευθούν (έγραφε στιχάκια και ποιήματα από πολύ μικρή). Πράγματι το 1914 ένα ποίημά της έγινε δεκτό στο Vanity Fair – μάλιστα πληρώθηκε για αυτό, ένα καλό ποσό. Αυτό της έδωσε το θάρρος να μπουκάρει στα γραφεία του περιοδικού και να ζητήσει μόνιμη θέση. Ο αρχισυντάκτης που είχε εντυπωσιαστεί από το ποίημα αλλά και από το attitude της είπε ότι δεν είχε να της δώσει δουλειά στο ίδιο το περιοδικό, αλλά θα προσπαθούσε να την βοηθήσει με κάποιον άλλο τρόπο. Πράγματι ένα χρόνο μετά, της προσφέρει μια δουλειά σε ένα άλλον τίτλο της εκδοτικής εταιρίας περιοδικών Code Nast, την περιβόητη Vogue.
Εκεί έκανε δουλειά επιμελήτριας και έγραφε και τις λεζάντες σε φωτογραφίες μόδας - ρούχων. Ακόμη και εκεί το πνεύμα της έλαμπε, και η πρωτοτυπία της. Είχε βάλει λεζάντα σε μια ρόμπα «όταν ήταν καλή, ήταν πολύ καλή, όταν ήταν κακή, ήταν ντυμένη με αυτή την θεϊκή ρόμπα»… ωστόσο το κλίμα εκεί δεν της άρεσε, διευθύντρια ήταν μια "προπομπός" της Ann Wintour, σκληρή γυναίκα, απαιτητική, οπότε ο μέντοράς της στο Vanity Fair την πήρε για δουλειά εκεί. Της έδωσε μια θέση που κατά κάποιο τρόπο την καθόρισε: θεατρική κριτικός.
Εκείνη η εποχή ήταν υπέροχη για το Νεοϋορκέζικο θέατρο. Πολλές αίθουσες, πολυάριθμο κοινό, μεγάλες παραγωγές. Η DP αμέσως έδειξε πόσο θαρραλέα και τολμηρή ήταν, μη διστάζοντας να καταδικάζει τις κακές παραστάσεις ακόμη και των μεγαλύτερων ονομάτων… το 1919 με ευγενικό τρόπο ο προστάτης της την απέλυσε από το περιοδικό – είχε προσβάλει με την κριτική της μια ηθοποιό που ήταν σύζυγος ενός μεγιστάνα - παραγωγού, ο οποίος έδινε πολλή διαφήμιση στο περιοδικό.
Η απόλυσή της προκάλεσε ένα κύμα αλληλεγγύης και αρκετή δημοσιότητα. Οι άνθρωποι που την στήριξαν πολύ, οι φίλοι, κάποιοι συνάδελφοι που παραιτήθηκαν από το περιοδικό ως ένδειξη συμπαράστασης, μαζεύονταν για μεσημεριανά - απογευματινά ποτά σε ένα πολύ ωραίο μπαρ στο ξενοδοχείο Αλγκόνκιν. Αυτή ήταν η απαρχή του «στρογγυλού τραπεζιού» ή «φαύλου κύκλου», μιας λογοτεχνικής παρέας που έγινε θρύλος, πολύ αντιπροσωπευτική της εποχής και περιελάμβανε τους συγγραφείς Ρόμπερτ Μπέντσλεϊ και Ρόμπερτ Σέργουντ, τον ιδρυτή του New Yorker Χάρολντ Ρος, τον Χάρπο Μαρξ, και φυσικά, την Ντόροθι Πάρκερ. Αυτοί ήταν οι σταθεροί. Κατά καιρούς περνούσαν και κάποιοι αλεξιπτωτιστές, μεταξύ αυτών ο Χέμινγουεϊ, ο Φ. Σ. Φιτζέραλντ – όμως εκείνοι δεν έμεναν πολύ. Και αργότερα η Dorothy θα έλεγε ότι ακριβώς επειδή δεν έμεναν πολύ, κατάφεραν να γίνουν σπουδαίοι συγγραφείς. Η παρέα εκείνη, πάντως, ήταν αξιοθέατο της πόλης, άνθρωποι πήγαιναν στο ξενοδοχείο ειδικά για να τους δουν, για να κρυφακούσουν, για να σημειώσουν κάποια ατάκα…Από όλους, μόνο η Dorothy άντεξε στον χρόνο.
Μετά την απόλυση η Dorothy άρχισε να γράφει ως free lancer. Για την ακρίβεια ποτέ ξανά δεν εργάστηκε με ωράριο. Το 1922 δημοσιεύει το πρώτο της διήγημα, το Such a pretty little picture. Γράφει σε περιοδικά για βιοπορισμό, και ποίηση και διηγήματα. Το 1925 μπαίνει στην ιδρυτική ομάδα του New Yorker. Δημοσιεύει εκεί διηγήματα και ποίηση, για σχεδόν 35 χρόνια. Όπως προαναφέραμε εκείνη δημιούργησε το διήγημα New Yorker – και λόγω της φήμης της εκείνη την εποχή βοήθησε πολύ να γίνει γνωστό το περιοδικό, και τελικά σήμερα να θεωρείται από τα πιο επιτυχημένα παγκόσμια.
Το 1926 δημοσιεύει την πρώτη της ποιητική συλλογή, Enough Rope, που γίνεται best seller. Όχι ποιητικό best seller, με τα μικρής κλίμακας δεδομένα της ποίησης, κανονικό. Το 1928 κυκλοφορεί τις συλλογές Sunset Gun και το 1931 το Death and Taxes, επίσης εκδοτικές επιτυχίες.
Το 1930 κυκλοφορεί η πρώτη της συλλογή διηγημάτων, η οποία βοηθήθηκε πολύ από το γεγονός πως η ιστορία της Big blonde, (δημοσιευμένη πρώτη φορά σε περιοδικό) είχε κερδίσει το 1929 το πολύ έγκυρο λογοτεχνικό βραβείο O Henry. Αυτή η ιστορία μας δίνει μια αρκετά καλή εικόνα της «υπόγειας» ζωής της συγγραφέα, αυτής που δεν την καταγράφουν οι επίσημες βιογραφίες. Θεωρείται η πιο λογοτεχνική της ιστορία αλλά ταυτόχρονα και η πιο αυτοβιογραφική.
Εκείνο το διάστημα είναι παντρεμένη με έναν άντρα που αμέσως μετά τον γάμο τους φεύγει για να πολεμήσει στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη. Όταν επιστρέφει, είναι εθισμένος στα ναρκωτικά, όπως πολλοί στρατιώτες εκείνη την εποχή… χωρίζουν το 1922, αλλά η Dorothy κρατά το όνομά του, το Πάρκερ, για να μην την ρωτάνε συνέχεια αν ανήκει στους γνωστούς Ρότσιλντ (αυτό ήταν το πατρικό της όνομα - και όχι, δεν ανήκε). Όλη την δεκαετία του 1920 ακολουθεί μια σειρά από αποτυχημένες σχέσεις, μια από αυτές είναι πολύ οδυνηρή, με τον θεατρικό συγγραφέα Charles MacArthur, μάλιστα την οδηγεί σε μια έκτρωση που της κόστισε πολύ, και σε δυο απόπειρες αυτοκτονίας. Αυτός ο MacArthur είναι ο αδελφός του πολύ πλούσιου ιδιοκτήτη ασφαλιστικής εταιρίας που ίδρυσε τις ομώνυμες υποτροφίες.
Ταυτόχρονα δημοσιεύει ιστορίες, γράφει πολύ έξυπνες και αυστηρές κριτικές, και γύρω στο τέλος της δεκαετίας αρχίζει να ασχολείται πολύ με πολιτική. Είχε πάει στην Βοστόνη για να διαμαρτυρηθεί για την εκτέλεση των δύο αναρχικών Nicola Sacco and Bartolomeo Vanzetti – αργότερα θα πει ότι αυτό ήταν το μόνο πράγμα στην ζωή της για το οποίο ήταν πραγματικά υπερήφανη.
Το 1932 γνωρίζει στην Ευρώπη έναν ηθοποιό, τον Alan Cambel, γύρω στα δέκα χρόνια νεότερό της, τον οποίο και παντρεύεται. Αυτός την παρασέρνει σε μια οδό που πολλοί συγγραφείς ακολουθούσαν εκείνη την εποχή. Πηγαίνουν μαζί στο Λος Άντζελες, όπου γίνονται μισθωτοί σεναριογράφοι κινηματογραφικού στούντιο. Κερδίσουν πολλά χρήματα, κάποιο διάστημα μάλιστα είχαν εβδομαδιαία αμοιβή 5000 δολάρια – αλλά οι ταινίες που έγραφαν ήταν του συρμού. Ανόητες κομεντί.
Στο Χόλιγουντ ωστόσο κερδίζει δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ, η μία είναι για το Ένα Αστέρι Γεννιέται (πριν λίγα χρόνια το remake του είχε πολλή επιτυχία), αλλά γενικά είναι πολύ δυστυχισμένη. Αλκοολισμός, ασυνέπεια, κατάθλιψη, αυτομαστίγωμα… έμεινε και έγκυος, αλλά απέβαλλε, ήταν 42 ετών, ακόμη κάτι που της στοίχισε πολύ. Όταν ο άντρας της έφυγε για να πολεμήσει στην Ευρώπη, στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, χώρισαν – μα ξαναπαντρεύτηκαν το 1947, και έμειναν μαζί μέχρι το θάνατό του – στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Μάλλον εκείνος αυτοκτόνησε, λένε οι ενδείξεις, παίρνοντας υπερβολική δόση ναρκωτικών.
Εκείνη τότε, κουρασμένη, πάντα με τους δαίμονές της, επέστρεψε στην Ανατολική Ακτή. Λίγοι πια θυμόντουσαν το όνομά της, όποτε δημοσίευε η πιο συνηθισμένη αντίδραση ήταν "μα, ζει ακόμη;". Της είχαν δώσει και μια θέση διδάσκοντα σε ένα πανεπιστήμιο, αλλά ήταν κουρασμένη, πολύ κυνική, πολύ απρόθυμη να διαχειριστεί τον κακό της εαυτό… Πέθανε το 1967, σε ένα ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης, όπου ζούσε συντροφιά με ένα μικρό σκυλάκι. Την βρήκαν δύο μέρες μετά τον θάνατό της.
Έγινε διάσημη για τους αφορισμούς της – που ήταν σαν καλοδουλεμένα τεχνουργήματα… υπαινίσσονται πικρία, αλλά ποτέ δεν την "φοράνε" στην επιφάνεια, στην οποία αστράφτει ένα πολύ αιχμηρό χιούμορ - αυτοσαρκασμός. ...Αλλά και πολλή σκληρότητα. Όταν πέθανε ο δεύτερός της άντρας την ρώτησε μια γειτόνισσα «να σας φέρω κάτι» και εκείνη, ψύχραιμη, απάντησε «ναι, έναν καινούργιο σύζυγο».
Κάποτε είπε: "δεν είμαι συγγραφέας με πρόβλημα αλκοολισμού. Είμαι αλκοολική με πρόβλημα συγγραφικό."
Η Dorothy Parker γεννήθηκε σε μια εποχή που κάθε άλλο παρά ήταν έτοιμη να ακούσει την γυναικεία φωνή. Είναι πολύ χαρακτηριστικό του πόσο θαραλλέα και πρωτοπόρος υπήρξε το ότι ξεκίνησε να γράφει, με ονοματεπώνυμο και με μεγάλη αναγνώριση, πριν καν δοθεί δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες (το 1920 συνέβη αυτό). Αυτό ίσως και να εξηγεί ότι είχε μια μανία, ας το πούμε, να είναι αρεστή, διασκεδαστική, έξυπνη και πολύ συμπυκνωμένη. Θα έλεγε ο ψυχαναλυτής ότι ήθελε να μην μας πάρει πολύ χρόνο, και να μας διασκεδάσει...
Η αστάθεια στην ζωή της την παιδική, αλλά και αργότερα, καθώς επίσης και οι γάμοι της, αλλά και η έκτρωση και οι αποβολές, ο αλκοολισμός, οι απόπειρες αυτοκτονίας… αυτά που την πόνεσαν πολύ στην προσωπική της ζωή, ήταν κατά κάποιο τρόπο διαβατήρια που την βοηθούσαν να μπει στις ψυχές των αναγνωστών της. Οι οποίοι αναγνώστες της ενώ θεωρητικά ζούσαν την χρυσή εποχή της δεκαετίας του 1920, έπρεπε να διαχειριστούν τον φρικτό Α Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτή την μεγάλη ανατροπή που τραυμάτισε το συλλογικό ψυχικό πεδίο, και αμέσως μετά, την ισπανική γρίπη, που σκότωσε εκατομμύρια ανθρώπους.
Όταν την ρωτούσαν γιατί έγραφε, έλεγε «για τα λεφτά». Και συμπλήρωνε «σιχαίνομαι το γράψιμο, άλλα λατρεύω να έχω γράψει…». Και είπε και το θρυλικό, για το ποιες είναι οι δυο ωραίοτερες λέξεις στο Αγγλικό λεξιλόγιο: «check enclosed».
Όσο για τις κριτικές της είπε κάποτε «δεν θα με αποκαλούσα κριτικό. Απλώς γράφω την γνώμη μου και προσεύχομαι να μην μου κάνουν μήνυση για δυσφήμιση».
Σχεδόν είχε αισθήματα αηδίας για τον εαυτό της που είχε υποκύψει στις σειρήνες του Χόλιγουντ, και θεωρούσε πως οι πραγματικοί συγγραφείς γράφουν μυθιστορήματα. Μάλιστα η πρώτης της απόπειρα αυτοκτονίας, λένε οι βιογράφοι, στα μέσα της δεκαετίας του 1920, ήταν επειδή δεν της έβγαινε ένα μυθιστόρημα που πάλευε να ολοκληρώσει. Προσπάθησε να πιει βερνίκι για παπούτσια…
Τα ποιήματά της, που ακόμα αγοράζονται και διαβάζονται, κατά κανόνα απευθύνονται άμεσα στον αναγνώστη, και περισσότερο χρησιμοποιούν κόλπα και τεχνικές του διαλόγου παρά του λυρισμού για να μεταφέρουν το μήνυμά τους. Είναι κωμικά και λυτρωτικά, αλλά το μήνυμά τους είναι ζοφερό. Μάλιστα, επειδή τα δημοσίευε για πολλά χρόνια στο New Yorker θεωρείται πως συνέβαλλε και τελικά διαμόρφωσε το στιλ που τώρα είναι τόσο διάσημο στα καρτούν του περιοδικού - το να διακρίνουν και να δίνουν έμφαση στην αστεία πλευρά μιας πολύ θλιβερής σύγχρονης αλήθειας.
Οι ιστορίες της
Αποτυπώνουν την πολυπλοκότητα και το προσωπικό κόστος που έχει η κοινωνική και πολιτισμική μεταμόρφωση των αρχών του 20 αιώνα. Από μια συγκεκριμένη οπτική, της γυναίκας, χωρίς όμως να αποκλείεται και η ευρύτερη ανθρώπινη ματιά. Τα μεγάλα δράματα της ζωής, δεν έχουν φύλο...
Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τα διηγήματά της «Μικρές επαναστάσεις εναντίον της απαίτησης για γυναικεία παθητικότητα» - και αμφισβήτηση των παραδοσιακών αξιών. Κάποιοι όμως κάποτε την κατηγορούσαν πως με το να απεικονίζει ως δυστυχείς τις γυναίκες που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τους κλασικούς ρόλους (μητέρες, σύζυγοι, κυρίες του σπιτιού), έκανε ζημιά στον φεμινισμό… την κατηγορούσαν πως «επιτίθεται στο γυναικείο φύλο, γράφει για αντρικό κοινό, και δεν έχει συνείδηση μιας φεμινιστικής προσέγγισης». Ωστόσο, μια εξαιρετική ανατροπή, η δεύτερη γενιά φεμινιστών, πιο καλλιεργημένοι, είδαν και τις ιστορίες αλλά και το χιούμορ της, ως έναν πολύ ισχυρό, και πρωτότυπο, τρόπο κοινωνικής διαμαρτυρίας εναντίον της πατριαρχικής δομής της κοινωνίας, αλλά και ως εκδήλωση της δυσφορίας των γυναικών. Από την άλλη αποτύπωσε καλά όσο καμία τις εντάσεις που προκαλεί το σχήμα «γυναίκα εξαρτάται από άντρα» καθώς και «γυναίκα που νομίζει ότι δεν αλλά τελικά και εκείνη εξαρτάται από άντρες».
Αυτό όλο συνδυάζεται και με την δημόσια περσόνα της. Κατά κάποιον τρόπο ενσάρκωσε τις ευκαιρίες και δυνατότητες που είχαν οι γυναίκες στις αρχές του 20ου αιώνα. Όμως, είναι, όπως και οι ηρωίδες της, στο μεσοδιάστημα. Με το ένα πόδι πατά στον παλιό κόσμο, που είναι οικείος και γνώριμος, και με το άλλο στον καινούργιο, που έχει ελευθερία και δυνατότητες επιλογών, αλλά και αβεβαιότητα, και πολλές δοκιμές και αποτυχίες. Και πληρώνει μεγάλο ψυχικό κόστος. Όχι μόνο γιατί δεν μπορεί να βγάλει νόημα σε αυτόν τον νέο κόσμο, δεν μπορεί να ενταχθεί, αλλά και επειδή κάπως σαν να θρηνεί την απώλεια του παλαιού, που ήταν μεν καταπιεστικός πολύ, αλλά τουλάχιστον είχε κάποιες βεβαιότητες.
Γιατί δεν μεταφράζεται;
Η Dorothy Parker δεν έχει εκδοθεί στα ελληνικά, τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Γιατί άραγε; Ίσως επειδή είναι πολύ καλοπατημένη στην εποχή της και στην κουλτούρα της. Γλωσσικά αλλά και πολιτισμικά είναι 100% Αμερικανίδα και μάλιστα της πολύ ιδιαίτερης δεκαετίας του 1920. Ο κυνισμός και η συναισθηματικότητα της εποχής, ο ηδονισμός, όλο αυτό το λίγο υστερικό ύφος, απόρροια του τρόμου του Ά Παγκόσμιου Πολέμου, το οποίο κατέρρευσε όταν ήρθε η Μεγάλη Ύφεση και μετά βέβαια ο Β Παγκόσμιος, την κάνουν να μοιάζει ξεπερασμένη. Αλλά, αντισταθείτε στην επιφανειακή αυτή κρίση. Δείτε τα θέματά της, που είναι αναμφίβολα διαχρονικά, δείτε την γλώσσα της, που είναι εξαιρετικά καλοδουλεμένη, δείτε την ενσυναίσθησή της και την αντικειμενικότητά της, δείτε επίσης το πόσο δεν φοβάται να γράψει ειλικρινά για τον άνθρωπο - και για την πραγματική ζωή του.
Δεν μπορούμε βέβαια να μην παρατηρήσουμε πως παραμένει πολύ τολμηρή ακόμη και για την εποχή μας… δείτε την ηρωίδα στο Big Blonde… δείτε πόσο τολμηρός είναι ο κόσμος της. Δείτε πως μιλά για τους άντρες, για τις αμφιθυμίες της, για τον κόσμο, τις προοπτικές και τα θέλω της.
Η ίδια ήταν αυστηρός κριτής του εαυτού της, τον υποτιμούσε, και μάλιστα πολύ. "Δεν έγραφε ποίηση, έγραφε στιχάκια…" είπε κάποτε. Αποκήρυξε τον κύκλο της στρογγυλής τραπέζης (βασική πηγή της φήμης της), είπε ότι οι μόνοι συγγραφείς της γενιάς εκείνης που θα παραμείνουν κλασικοί ήταν αυτοί που πέρασαν λίγες φορές, όσοι ήταν τακτικοί ξεχάστηκαν (δεν είχε και άδικο, με εξαίρεση την ίδια). Μέχρι και για την Στάιν μίλησε, και την χαμένη γενιά - είπε ότι χαμένη ήταν επειδή τα μέλη της δεν ήταν και τόσο εργατικοί χαρακτήρες. Και όμως. Παρά την γνώμη που έχει η ίδια για τον εαυτό της, δεν σταματά να διαβάζεται, ειδικά στον Αγγλοσαξονικό κόσμο.
Το μόνο για το οποίο η ίδια ένιωθε υπερήφανη ήταν όταν το 1927 της έβαλαν 5 δολάρια πρόστιμο επειδή είχε πάει στην Βοστόνη για να διαμαρτυρηθεί για την εκτέλεση των δύο αναρχικών. Γενικά άρχισε κάποια στιγμή να έχει έντονη πολιτική δράση, μάλιστα μπήκε στην λίστα των ανεπιθύμητων στο Χόλιγουντ την εποχή του Μακαρθισμού. Έφτασε μέχρι την Ισπανία, για να καλύψει τον εμφύλιο - εκεί γνώρισε τον Έρνεστ. Και είχε την φοβερή οξυδέρκεια να δει κάτι που αφορούσε τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Του άφησε την περιουσία της, για να τον βοηθήσει στον αγώνα του. Υπήρχε όμως ένας όρος στην διαθήκη. Πως αν του συνέβαινε κάτι, το κληροδότημα θα πήγαινε σε έναν φορέα υπέρ των μαύρων, το National Association for the Advancement of Colored People. Σαν να είχε προαισθανθεί ότι θα τον δολοφονήσουν.
Σύσταση επιλόγου
Ένα κρυφό χάρισμα των διηγηματογράφων είναι πως μπορούμε να τους έχουμε, μόνιμα, δίπλα στο μαξιλάρι μας. 'Ετσι ώστε λίγο πριν κοιμηθούμε, σε δέκα, δεκαπέντε λεπτά να διαβάσουμε ένα ολοκληρωμένο έργο, ένα διήγημα, να απολαύσουμε ένα δείγμα σπουδαίας και αγαπημένης μας τέχνης και να θυμηθούμε γιατί αγαπάμε την ανάγνωση, πέρα από τα άλλα προφανή... Χρειάζεται μόνο να εντοπίσετε ποιους θα βάλετε σε αυτήν την περίοπτη θέση. Βρείτε τους συγγραφείς που μιλάνε στην καρδιά και την νόησή σας και αφήστε έναν τόμο με τα διηγήματά τους δίπλα στο κρεβάτι σας, ή σε ένα τραπεζάκι που έχετε άμεση πρόσβαση - οπτική επαφή.
Η Dorothy Parker είναι εξαιρετική υποψήφια "συγγραφέα για προσκέφαλο". Θα σας εκπλήσει με κάθε νέο της διήγημα που θα διαβάζετε, όχι μόνο με την τεχνική της αλλά και με την ειλικρίνειά της.
ΥΓ: Προς το τέλος της ζωής της η ίδια είχε, επιτέλους, αναγνωρίσει κάποια αξία στα διηγήματά της – έλεγε ότι μπορεί να μην ήταν ιδιαίτερα σπουδαία (...), αλλά τουλάχιστον τα διέκρινε εξαιρετική γλωσσική ακρίβεια. Φυσικά, διαφωνούμε μαζί της. Οι εξαιρετικές ιστορίες της είναι πολλά, πολλά, πολλά περισσότερα από αυτό.
Βαγγέλης Προβιάς, Νοέμβριος 2021
(φωτογραφία: πορτρέτο της συγγραφέα από τον μεγάλο Αμερικανό φωτογράφο του 20ου αιώνα Richard Avedon, 1958.)
Dorothy Parker, για τους γνωστούς και φίλους Dottie. Μεγάλη διηγηματογράφος, σπουδαία ατακαδόρος, πολύ ενδιαφέρον βίος, στο μεταίχμιο της νέας εποχής του ανθρώπου, με τις ευκαιρίες αλλά και τα παράξενα βάρη που είχε η ευμάρεια και η καλή ζωή, την οποία έφεραν ο καπιταλισμός και η τεχνολογική πρόοδος.
Χαρακτηρίζεται από κάτι πολύ ξεχωριστό, που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε συνοπτικά ότι αποτελεί «οργανική συγγραφέα». Διαβάζοντας για την ζωή της, διαπιστώνει κανείς πως η παραγωγή της ήταν πάντοτε απόρροια των συνθηκών της καθημερινότητάς. Δεν είχε δηλαδή ζητούμενο ή στρατηγική να γράφει ένα βιβλίο, λόγου χάρη, κάθε δύο χρόνια. Επίσης, μάλλον δεν είχε και μακρόπνοη μέθοδο ή ιδιαίτερη εργατικότητα. Ήταν κάπως σαν η ζωή της να γινόταν το χώμα πάνω στο οποίο άνθιζε η δημιουργικότητά της. Εξ ου και έχει πολλές και διαφορετικές εκδοχές η γραφή της. Ποίηση, και μάλιστα αξιώσεων, αλλά και επιτυχημένη εμπορικά, διηγήματα βεβαίως, σενάρια, και εκατοντάδες κριτικές βιβλίων αλλά και θεατρικών παραστάσεων. Ό,τι φαινόταν να είναι πιο προσοδοφόρο, αυτό γινόταν και ασχολία της. Μέχρι κάτι επόμενο να την ενθουσιάσει- ή να της δώσει το απαραίτητο μεροκάματο.
Σε αντίθεση με πολλούς, και πολύ πιο διάσημους όσο ζούσαν συγγραφείς της γενιάς της, που πουλούσαν εκατομμύρια αντίτυπα και τώρα έχουν ξεχαστεί σχεδόν εντελώς, παραμένει πολύ ευπώλητη. Ενώ είναι πάρα πολύ γνωστή για τις βιτριολικές της ατάκες, που μπορούμε να πούμε ότι έχουν πια "μπει" στην Αμερικανική ψυχοσύνθεση, και συν-δημιουργούν αυτό που γνωρίζουμε ως Αμερικανικό πνεύμα. (Με τον ίδιο τρόπο που καθορίζει την Βρετανικότητα ο Όσκαρ Ουάιλντ – ο έτερος του ζεύγους των μεγάλων ατακαδόρων.)
Αυτό βέβαια, αποτελεί και ένα πιθανό πρόβλημα. Το πολύ βαθύ της ρίζωμα στην εποχή της, η γλώσσα της, σπαρταριστή, σε απόλυτη συνάφεια με το παρόν, το χιούμορ της, τα εναύσματά της που ήταν πάρα πολύ επίκαιρα, την κάνουνε να ακούγεται πολύ επικεντρωμένη στο τότε. Χρειάζεται να έχεις λίγο πιο πολλή προσοχή για να διακρίνεις την διαχρονικότητά της, που είναι όμως αδιαμφισβήτητη – ειδικά στις ιστορίες της. Δεν είναι πολλές, 55, και όμως, αρκούν για να της εξασφαλίσουν μια θέση στο πάνθεον των μεγαλύτερων διηγηματογράφων του 20 αιώνα, και των μεγαλύτερων Αμερικανών συγγραφέων.
Θεωρείται πως είναι εκείνη που εφηύρε το New Yorker short story, την κάπως αβρή, ήπια στις εκφράσεις, αλλά βαθιά (δια)ταραγμένη, μεγαλοαστική και μελαγχολική αφήγηση που αργότερα ο Τσίβερ και ο Σάλιντζερ απογείωσαν. Δεν την τελειοποίησαν, το ίδιο καλά διηγήματα με εκείνους έγραφε η Dottie, και μάλιστα 20, 30 χρόνια νωρίτερα, όμως ήταν άντρες, και ήταν και πολύ πιο σοβαροφανείς, άρα πήραν τα εύσημα περισσότερο...
Η ζωή της.
Γεννήθηκε το 1893. Ήταν κόρη εύπορης οικογένειας, ο μπαμπάς της ήταν επιχειρηματίας, κατασκεύαζε γούνινα παλτά, αλλά δυστυχώς έχασε την γυναίκα του και μητέρα της Dorothy, το 1898. Ξαναπαντρεύτηκε. Η μητριά της ήταν μια γυναίκα που βασάνιζε την ψυχοκόρη της, σύμφωνα με τις αφηγήσεις της Dottie, μόνο που αργότερα ο βιογράφος της διαπίστωσε πως μάλλον συνέβαινε το αντίθετο. Η Dorothy ήταν πολύ αρνητική στην νέα σύζυγο του πατέρα. Όπως και να έχει, και η θετή μητέρα πέθανε νέα. Λίγο μετά, το 1913, όταν βυθίστηκε ο Τιτανικός, ένας από τους επιβάτες ήταν ο αγαπημένος αδελφός του πατέρα της, που δεν βρέθηκε ποτέ. Ο μπαμπάς δεν άντεξε το πλήγμα, αρρώστησε και σε ένα χρόνο πέθανε και αυτός.
Η Dorothy ήταν γύρω στα 20 – ο πατέρας δεν της άφησε κάποιο εισόδημα, έτσι ξεκίνησε να παίζει πιάνο σε σχολές χορού. Ήταν πολύ καλή δουλειά, εκείνη την εποχή. Ταυτόχρονα έστελνε γραπτά της σε περιοδικά, ελπίζοντας να δημοσιευθούν (έγραφε στιχάκια και ποιήματα από πολύ μικρή). Πράγματι το 1914 ένα ποίημά της έγινε δεκτό στο Vanity Fair – μάλιστα πληρώθηκε για αυτό, ένα καλό ποσό. Αυτό της έδωσε το θάρρος να μπουκάρει στα γραφεία του περιοδικού και να ζητήσει μόνιμη θέση. Ο αρχισυντάκτης που είχε εντυπωσιαστεί από το ποίημα αλλά και από το attitude της είπε ότι δεν είχε να της δώσει δουλειά στο ίδιο το περιοδικό, αλλά θα προσπαθούσε να την βοηθήσει με κάποιον άλλο τρόπο. Πράγματι ένα χρόνο μετά, της προσφέρει μια δουλειά σε ένα άλλον τίτλο της εκδοτικής εταιρίας περιοδικών Code Nast, την περιβόητη Vogue.
Εκεί έκανε δουλειά επιμελήτριας και έγραφε και τις λεζάντες σε φωτογραφίες μόδας - ρούχων. Ακόμη και εκεί το πνεύμα της έλαμπε, και η πρωτοτυπία της. Είχε βάλει λεζάντα σε μια ρόμπα «όταν ήταν καλή, ήταν πολύ καλή, όταν ήταν κακή, ήταν ντυμένη με αυτή την θεϊκή ρόμπα»… ωστόσο το κλίμα εκεί δεν της άρεσε, διευθύντρια ήταν μια "προπομπός" της Ann Wintour, σκληρή γυναίκα, απαιτητική, οπότε ο μέντοράς της στο Vanity Fair την πήρε για δουλειά εκεί. Της έδωσε μια θέση που κατά κάποιο τρόπο την καθόρισε: θεατρική κριτικός.
Εκείνη η εποχή ήταν υπέροχη για το Νεοϋορκέζικο θέατρο. Πολλές αίθουσες, πολυάριθμο κοινό, μεγάλες παραγωγές. Η DP αμέσως έδειξε πόσο θαρραλέα και τολμηρή ήταν, μη διστάζοντας να καταδικάζει τις κακές παραστάσεις ακόμη και των μεγαλύτερων ονομάτων… το 1919 με ευγενικό τρόπο ο προστάτης της την απέλυσε από το περιοδικό – είχε προσβάλει με την κριτική της μια ηθοποιό που ήταν σύζυγος ενός μεγιστάνα - παραγωγού, ο οποίος έδινε πολλή διαφήμιση στο περιοδικό.
Η απόλυσή της προκάλεσε ένα κύμα αλληλεγγύης και αρκετή δημοσιότητα. Οι άνθρωποι που την στήριξαν πολύ, οι φίλοι, κάποιοι συνάδελφοι που παραιτήθηκαν από το περιοδικό ως ένδειξη συμπαράστασης, μαζεύονταν για μεσημεριανά - απογευματινά ποτά σε ένα πολύ ωραίο μπαρ στο ξενοδοχείο Αλγκόνκιν. Αυτή ήταν η απαρχή του «στρογγυλού τραπεζιού» ή «φαύλου κύκλου», μιας λογοτεχνικής παρέας που έγινε θρύλος, πολύ αντιπροσωπευτική της εποχής και περιελάμβανε τους συγγραφείς Ρόμπερτ Μπέντσλεϊ και Ρόμπερτ Σέργουντ, τον ιδρυτή του New Yorker Χάρολντ Ρος, τον Χάρπο Μαρξ, και φυσικά, την Ντόροθι Πάρκερ. Αυτοί ήταν οι σταθεροί. Κατά καιρούς περνούσαν και κάποιοι αλεξιπτωτιστές, μεταξύ αυτών ο Χέμινγουεϊ, ο Φ. Σ. Φιτζέραλντ – όμως εκείνοι δεν έμεναν πολύ. Και αργότερα η Dorothy θα έλεγε ότι ακριβώς επειδή δεν έμεναν πολύ, κατάφεραν να γίνουν σπουδαίοι συγγραφείς. Η παρέα εκείνη, πάντως, ήταν αξιοθέατο της πόλης, άνθρωποι πήγαιναν στο ξενοδοχείο ειδικά για να τους δουν, για να κρυφακούσουν, για να σημειώσουν κάποια ατάκα…Από όλους, μόνο η Dorothy άντεξε στον χρόνο.
Μετά την απόλυση η Dorothy άρχισε να γράφει ως free lancer. Για την ακρίβεια ποτέ ξανά δεν εργάστηκε με ωράριο. Το 1922 δημοσιεύει το πρώτο της διήγημα, το Such a pretty little picture. Γράφει σε περιοδικά για βιοπορισμό, και ποίηση και διηγήματα. Το 1925 μπαίνει στην ιδρυτική ομάδα του New Yorker. Δημοσιεύει εκεί διηγήματα και ποίηση, για σχεδόν 35 χρόνια. Όπως προαναφέραμε εκείνη δημιούργησε το διήγημα New Yorker – και λόγω της φήμης της εκείνη την εποχή βοήθησε πολύ να γίνει γνωστό το περιοδικό, και τελικά σήμερα να θεωρείται από τα πιο επιτυχημένα παγκόσμια.
Το 1926 δημοσιεύει την πρώτη της ποιητική συλλογή, Enough Rope, που γίνεται best seller. Όχι ποιητικό best seller, με τα μικρής κλίμακας δεδομένα της ποίησης, κανονικό. Το 1928 κυκλοφορεί τις συλλογές Sunset Gun και το 1931 το Death and Taxes, επίσης εκδοτικές επιτυχίες.
Το 1930 κυκλοφορεί η πρώτη της συλλογή διηγημάτων, η οποία βοηθήθηκε πολύ από το γεγονός πως η ιστορία της Big blonde, (δημοσιευμένη πρώτη φορά σε περιοδικό) είχε κερδίσει το 1929 το πολύ έγκυρο λογοτεχνικό βραβείο O Henry. Αυτή η ιστορία μας δίνει μια αρκετά καλή εικόνα της «υπόγειας» ζωής της συγγραφέα, αυτής που δεν την καταγράφουν οι επίσημες βιογραφίες. Θεωρείται η πιο λογοτεχνική της ιστορία αλλά ταυτόχρονα και η πιο αυτοβιογραφική.
Εκείνο το διάστημα είναι παντρεμένη με έναν άντρα που αμέσως μετά τον γάμο τους φεύγει για να πολεμήσει στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη. Όταν επιστρέφει, είναι εθισμένος στα ναρκωτικά, όπως πολλοί στρατιώτες εκείνη την εποχή… χωρίζουν το 1922, αλλά η Dorothy κρατά το όνομά του, το Πάρκερ, για να μην την ρωτάνε συνέχεια αν ανήκει στους γνωστούς Ρότσιλντ (αυτό ήταν το πατρικό της όνομα - και όχι, δεν ανήκε). Όλη την δεκαετία του 1920 ακολουθεί μια σειρά από αποτυχημένες σχέσεις, μια από αυτές είναι πολύ οδυνηρή, με τον θεατρικό συγγραφέα Charles MacArthur, μάλιστα την οδηγεί σε μια έκτρωση που της κόστισε πολύ, και σε δυο απόπειρες αυτοκτονίας. Αυτός ο MacArthur είναι ο αδελφός του πολύ πλούσιου ιδιοκτήτη ασφαλιστικής εταιρίας που ίδρυσε τις ομώνυμες υποτροφίες.
Ταυτόχρονα δημοσιεύει ιστορίες, γράφει πολύ έξυπνες και αυστηρές κριτικές, και γύρω στο τέλος της δεκαετίας αρχίζει να ασχολείται πολύ με πολιτική. Είχε πάει στην Βοστόνη για να διαμαρτυρηθεί για την εκτέλεση των δύο αναρχικών Nicola Sacco and Bartolomeo Vanzetti – αργότερα θα πει ότι αυτό ήταν το μόνο πράγμα στην ζωή της για το οποίο ήταν πραγματικά υπερήφανη.
Το 1932 γνωρίζει στην Ευρώπη έναν ηθοποιό, τον Alan Cambel, γύρω στα δέκα χρόνια νεότερό της, τον οποίο και παντρεύεται. Αυτός την παρασέρνει σε μια οδό που πολλοί συγγραφείς ακολουθούσαν εκείνη την εποχή. Πηγαίνουν μαζί στο Λος Άντζελες, όπου γίνονται μισθωτοί σεναριογράφοι κινηματογραφικού στούντιο. Κερδίσουν πολλά χρήματα, κάποιο διάστημα μάλιστα είχαν εβδομαδιαία αμοιβή 5000 δολάρια – αλλά οι ταινίες που έγραφαν ήταν του συρμού. Ανόητες κομεντί.
Στο Χόλιγουντ ωστόσο κερδίζει δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ, η μία είναι για το Ένα Αστέρι Γεννιέται (πριν λίγα χρόνια το remake του είχε πολλή επιτυχία), αλλά γενικά είναι πολύ δυστυχισμένη. Αλκοολισμός, ασυνέπεια, κατάθλιψη, αυτομαστίγωμα… έμεινε και έγκυος, αλλά απέβαλλε, ήταν 42 ετών, ακόμη κάτι που της στοίχισε πολύ. Όταν ο άντρας της έφυγε για να πολεμήσει στην Ευρώπη, στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, χώρισαν – μα ξαναπαντρεύτηκαν το 1947, και έμειναν μαζί μέχρι το θάνατό του – στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Μάλλον εκείνος αυτοκτόνησε, λένε οι ενδείξεις, παίρνοντας υπερβολική δόση ναρκωτικών.
Εκείνη τότε, κουρασμένη, πάντα με τους δαίμονές της, επέστρεψε στην Ανατολική Ακτή. Λίγοι πια θυμόντουσαν το όνομά της, όποτε δημοσίευε η πιο συνηθισμένη αντίδραση ήταν "μα, ζει ακόμη;". Της είχαν δώσει και μια θέση διδάσκοντα σε ένα πανεπιστήμιο, αλλά ήταν κουρασμένη, πολύ κυνική, πολύ απρόθυμη να διαχειριστεί τον κακό της εαυτό… Πέθανε το 1967, σε ένα ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης, όπου ζούσε συντροφιά με ένα μικρό σκυλάκι. Την βρήκαν δύο μέρες μετά τον θάνατό της.
Έγινε διάσημη για τους αφορισμούς της – που ήταν σαν καλοδουλεμένα τεχνουργήματα… υπαινίσσονται πικρία, αλλά ποτέ δεν την "φοράνε" στην επιφάνεια, στην οποία αστράφτει ένα πολύ αιχμηρό χιούμορ - αυτοσαρκασμός. ...Αλλά και πολλή σκληρότητα. Όταν πέθανε ο δεύτερός της άντρας την ρώτησε μια γειτόνισσα «να σας φέρω κάτι» και εκείνη, ψύχραιμη, απάντησε «ναι, έναν καινούργιο σύζυγο».
Κάποτε είπε: "δεν είμαι συγγραφέας με πρόβλημα αλκοολισμού. Είμαι αλκοολική με πρόβλημα συγγραφικό."
Η Dorothy Parker γεννήθηκε σε μια εποχή που κάθε άλλο παρά ήταν έτοιμη να ακούσει την γυναικεία φωνή. Είναι πολύ χαρακτηριστικό του πόσο θαραλλέα και πρωτοπόρος υπήρξε το ότι ξεκίνησε να γράφει, με ονοματεπώνυμο και με μεγάλη αναγνώριση, πριν καν δοθεί δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες (το 1920 συνέβη αυτό). Αυτό ίσως και να εξηγεί ότι είχε μια μανία, ας το πούμε, να είναι αρεστή, διασκεδαστική, έξυπνη και πολύ συμπυκνωμένη. Θα έλεγε ο ψυχαναλυτής ότι ήθελε να μην μας πάρει πολύ χρόνο, και να μας διασκεδάσει...
Η αστάθεια στην ζωή της την παιδική, αλλά και αργότερα, καθώς επίσης και οι γάμοι της, αλλά και η έκτρωση και οι αποβολές, ο αλκοολισμός, οι απόπειρες αυτοκτονίας… αυτά που την πόνεσαν πολύ στην προσωπική της ζωή, ήταν κατά κάποιο τρόπο διαβατήρια που την βοηθούσαν να μπει στις ψυχές των αναγνωστών της. Οι οποίοι αναγνώστες της ενώ θεωρητικά ζούσαν την χρυσή εποχή της δεκαετίας του 1920, έπρεπε να διαχειριστούν τον φρικτό Α Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτή την μεγάλη ανατροπή που τραυμάτισε το συλλογικό ψυχικό πεδίο, και αμέσως μετά, την ισπανική γρίπη, που σκότωσε εκατομμύρια ανθρώπους.
Όταν την ρωτούσαν γιατί έγραφε, έλεγε «για τα λεφτά». Και συμπλήρωνε «σιχαίνομαι το γράψιμο, άλλα λατρεύω να έχω γράψει…». Και είπε και το θρυλικό, για το ποιες είναι οι δυο ωραίοτερες λέξεις στο Αγγλικό λεξιλόγιο: «check enclosed».
Όσο για τις κριτικές της είπε κάποτε «δεν θα με αποκαλούσα κριτικό. Απλώς γράφω την γνώμη μου και προσεύχομαι να μην μου κάνουν μήνυση για δυσφήμιση».
Σχεδόν είχε αισθήματα αηδίας για τον εαυτό της που είχε υποκύψει στις σειρήνες του Χόλιγουντ, και θεωρούσε πως οι πραγματικοί συγγραφείς γράφουν μυθιστορήματα. Μάλιστα η πρώτης της απόπειρα αυτοκτονίας, λένε οι βιογράφοι, στα μέσα της δεκαετίας του 1920, ήταν επειδή δεν της έβγαινε ένα μυθιστόρημα που πάλευε να ολοκληρώσει. Προσπάθησε να πιει βερνίκι για παπούτσια…
Τα ποιήματά της, που ακόμα αγοράζονται και διαβάζονται, κατά κανόνα απευθύνονται άμεσα στον αναγνώστη, και περισσότερο χρησιμοποιούν κόλπα και τεχνικές του διαλόγου παρά του λυρισμού για να μεταφέρουν το μήνυμά τους. Είναι κωμικά και λυτρωτικά, αλλά το μήνυμά τους είναι ζοφερό. Μάλιστα, επειδή τα δημοσίευε για πολλά χρόνια στο New Yorker θεωρείται πως συνέβαλλε και τελικά διαμόρφωσε το στιλ που τώρα είναι τόσο διάσημο στα καρτούν του περιοδικού - το να διακρίνουν και να δίνουν έμφαση στην αστεία πλευρά μιας πολύ θλιβερής σύγχρονης αλήθειας.
Οι ιστορίες της
Αποτυπώνουν την πολυπλοκότητα και το προσωπικό κόστος που έχει η κοινωνική και πολιτισμική μεταμόρφωση των αρχών του 20 αιώνα. Από μια συγκεκριμένη οπτική, της γυναίκας, χωρίς όμως να αποκλείεται και η ευρύτερη ανθρώπινη ματιά. Τα μεγάλα δράματα της ζωής, δεν έχουν φύλο...
Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τα διηγήματά της «Μικρές επαναστάσεις εναντίον της απαίτησης για γυναικεία παθητικότητα» - και αμφισβήτηση των παραδοσιακών αξιών. Κάποιοι όμως κάποτε την κατηγορούσαν πως με το να απεικονίζει ως δυστυχείς τις γυναίκες που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τους κλασικούς ρόλους (μητέρες, σύζυγοι, κυρίες του σπιτιού), έκανε ζημιά στον φεμινισμό… την κατηγορούσαν πως «επιτίθεται στο γυναικείο φύλο, γράφει για αντρικό κοινό, και δεν έχει συνείδηση μιας φεμινιστικής προσέγγισης». Ωστόσο, μια εξαιρετική ανατροπή, η δεύτερη γενιά φεμινιστών, πιο καλλιεργημένοι, είδαν και τις ιστορίες αλλά και το χιούμορ της, ως έναν πολύ ισχυρό, και πρωτότυπο, τρόπο κοινωνικής διαμαρτυρίας εναντίον της πατριαρχικής δομής της κοινωνίας, αλλά και ως εκδήλωση της δυσφορίας των γυναικών. Από την άλλη αποτύπωσε καλά όσο καμία τις εντάσεις που προκαλεί το σχήμα «γυναίκα εξαρτάται από άντρα» καθώς και «γυναίκα που νομίζει ότι δεν αλλά τελικά και εκείνη εξαρτάται από άντρες».
Αυτό όλο συνδυάζεται και με την δημόσια περσόνα της. Κατά κάποιον τρόπο ενσάρκωσε τις ευκαιρίες και δυνατότητες που είχαν οι γυναίκες στις αρχές του 20ου αιώνα. Όμως, είναι, όπως και οι ηρωίδες της, στο μεσοδιάστημα. Με το ένα πόδι πατά στον παλιό κόσμο, που είναι οικείος και γνώριμος, και με το άλλο στον καινούργιο, που έχει ελευθερία και δυνατότητες επιλογών, αλλά και αβεβαιότητα, και πολλές δοκιμές και αποτυχίες. Και πληρώνει μεγάλο ψυχικό κόστος. Όχι μόνο γιατί δεν μπορεί να βγάλει νόημα σε αυτόν τον νέο κόσμο, δεν μπορεί να ενταχθεί, αλλά και επειδή κάπως σαν να θρηνεί την απώλεια του παλαιού, που ήταν μεν καταπιεστικός πολύ, αλλά τουλάχιστον είχε κάποιες βεβαιότητες.
Γιατί δεν μεταφράζεται;
Η Dorothy Parker δεν έχει εκδοθεί στα ελληνικά, τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Γιατί άραγε; Ίσως επειδή είναι πολύ καλοπατημένη στην εποχή της και στην κουλτούρα της. Γλωσσικά αλλά και πολιτισμικά είναι 100% Αμερικανίδα και μάλιστα της πολύ ιδιαίτερης δεκαετίας του 1920. Ο κυνισμός και η συναισθηματικότητα της εποχής, ο ηδονισμός, όλο αυτό το λίγο υστερικό ύφος, απόρροια του τρόμου του Ά Παγκόσμιου Πολέμου, το οποίο κατέρρευσε όταν ήρθε η Μεγάλη Ύφεση και μετά βέβαια ο Β Παγκόσμιος, την κάνουν να μοιάζει ξεπερασμένη. Αλλά, αντισταθείτε στην επιφανειακή αυτή κρίση. Δείτε τα θέματά της, που είναι αναμφίβολα διαχρονικά, δείτε την γλώσσα της, που είναι εξαιρετικά καλοδουλεμένη, δείτε την ενσυναίσθησή της και την αντικειμενικότητά της, δείτε επίσης το πόσο δεν φοβάται να γράψει ειλικρινά για τον άνθρωπο - και για την πραγματική ζωή του.
Δεν μπορούμε βέβαια να μην παρατηρήσουμε πως παραμένει πολύ τολμηρή ακόμη και για την εποχή μας… δείτε την ηρωίδα στο Big Blonde… δείτε πόσο τολμηρός είναι ο κόσμος της. Δείτε πως μιλά για τους άντρες, για τις αμφιθυμίες της, για τον κόσμο, τις προοπτικές και τα θέλω της.
Η ίδια ήταν αυστηρός κριτής του εαυτού της, τον υποτιμούσε, και μάλιστα πολύ. "Δεν έγραφε ποίηση, έγραφε στιχάκια…" είπε κάποτε. Αποκήρυξε τον κύκλο της στρογγυλής τραπέζης (βασική πηγή της φήμης της), είπε ότι οι μόνοι συγγραφείς της γενιάς εκείνης που θα παραμείνουν κλασικοί ήταν αυτοί που πέρασαν λίγες φορές, όσοι ήταν τακτικοί ξεχάστηκαν (δεν είχε και άδικο, με εξαίρεση την ίδια). Μέχρι και για την Στάιν μίλησε, και την χαμένη γενιά - είπε ότι χαμένη ήταν επειδή τα μέλη της δεν ήταν και τόσο εργατικοί χαρακτήρες. Και όμως. Παρά την γνώμη που έχει η ίδια για τον εαυτό της, δεν σταματά να διαβάζεται, ειδικά στον Αγγλοσαξονικό κόσμο.
Το μόνο για το οποίο η ίδια ένιωθε υπερήφανη ήταν όταν το 1927 της έβαλαν 5 δολάρια πρόστιμο επειδή είχε πάει στην Βοστόνη για να διαμαρτυρηθεί για την εκτέλεση των δύο αναρχικών. Γενικά άρχισε κάποια στιγμή να έχει έντονη πολιτική δράση, μάλιστα μπήκε στην λίστα των ανεπιθύμητων στο Χόλιγουντ την εποχή του Μακαρθισμού. Έφτασε μέχρι την Ισπανία, για να καλύψει τον εμφύλιο - εκεί γνώρισε τον Έρνεστ. Και είχε την φοβερή οξυδέρκεια να δει κάτι που αφορούσε τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Του άφησε την περιουσία της, για να τον βοηθήσει στον αγώνα του. Υπήρχε όμως ένας όρος στην διαθήκη. Πως αν του συνέβαινε κάτι, το κληροδότημα θα πήγαινε σε έναν φορέα υπέρ των μαύρων, το National Association for the Advancement of Colored People. Σαν να είχε προαισθανθεί ότι θα τον δολοφονήσουν.
Σύσταση επιλόγου
Ένα κρυφό χάρισμα των διηγηματογράφων είναι πως μπορούμε να τους έχουμε, μόνιμα, δίπλα στο μαξιλάρι μας. 'Ετσι ώστε λίγο πριν κοιμηθούμε, σε δέκα, δεκαπέντε λεπτά να διαβάσουμε ένα ολοκληρωμένο έργο, ένα διήγημα, να απολαύσουμε ένα δείγμα σπουδαίας και αγαπημένης μας τέχνης και να θυμηθούμε γιατί αγαπάμε την ανάγνωση, πέρα από τα άλλα προφανή... Χρειάζεται μόνο να εντοπίσετε ποιους θα βάλετε σε αυτήν την περίοπτη θέση. Βρείτε τους συγγραφείς που μιλάνε στην καρδιά και την νόησή σας και αφήστε έναν τόμο με τα διηγήματά τους δίπλα στο κρεβάτι σας, ή σε ένα τραπεζάκι που έχετε άμεση πρόσβαση - οπτική επαφή.
Η Dorothy Parker είναι εξαιρετική υποψήφια "συγγραφέα για προσκέφαλο". Θα σας εκπλήσει με κάθε νέο της διήγημα που θα διαβάζετε, όχι μόνο με την τεχνική της αλλά και με την ειλικρίνειά της.
ΥΓ: Προς το τέλος της ζωής της η ίδια είχε, επιτέλους, αναγνωρίσει κάποια αξία στα διηγήματά της – έλεγε ότι μπορεί να μην ήταν ιδιαίτερα σπουδαία (...), αλλά τουλάχιστον τα διέκρινε εξαιρετική γλωσσική ακρίβεια. Φυσικά, διαφωνούμε μαζί της. Οι εξαιρετικές ιστορίες της είναι πολλά, πολλά, πολλά περισσότερα από αυτό.
Βαγγέλης Προβιάς, Νοέμβριος 2021
Links
Ένα κείμενο της συγγραφέα - μεταφράστριας Μαργαρίτας Ζαχαριάδη για την Dorothy Parker
Dorothy Parker society, με πολύ και ενδιαφέρον υλικό
H βιογραφία της από το poets.org
Ένα απολαυστικό ντοκουμέντο, η Dorothy σε ραδιοφωνική συνέντευξη με τον μεγάλο Αμερικανό ιστορικό Studs Terkel. Η φωνή της! Δέκα χρόνια πριν τον θάνατό της, την ίδια περίοδο που την φωτογράφισε ο Richard Avedon.
Η σελίδα της στο Poetry Foundation, όπου μπορεί κανείς να διαβάσει και ορισμένα από τα καλά της ποιήματα.
Η συλλογή με όλα της τα διηγήματα, που την τοποθετεί μαζί με τους Hawthorne, Twain, Dante και Flaubert στους πιο μεγάλους, νεκρούς, μπεστσελερίστες της Penguin. Το ένα βιβλίο της που δεν πρέπει να λείπει από καμία βιβλιοθήκη, που λέει και το κλισέ.
Dorothy Parker society, με πολύ και ενδιαφέρον υλικό
H βιογραφία της από το poets.org
Ένα απολαυστικό ντοκουμέντο, η Dorothy σε ραδιοφωνική συνέντευξη με τον μεγάλο Αμερικανό ιστορικό Studs Terkel. Η φωνή της! Δέκα χρόνια πριν τον θάνατό της, την ίδια περίοδο που την φωτογράφισε ο Richard Avedon.
Η σελίδα της στο Poetry Foundation, όπου μπορεί κανείς να διαβάσει και ορισμένα από τα καλά της ποιήματα.
Η συλλογή με όλα της τα διηγήματα, που την τοποθετεί μαζί με τους Hawthorne, Twain, Dante και Flaubert στους πιο μεγάλους, νεκρούς, μπεστσελερίστες της Penguin. Το ένα βιβλίο της που δεν πρέπει να λείπει από καμία βιβλιοθήκη, που λέει και το κλισέ.